Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ…ΑΛΛΙΩΣ

ΑΡΧΑΙΟ-ΘΕΑΤΡΟ-ΦΙΛΙΠΠΩΝ

Στα πλαίσια της διδασκαλίας του μαθήματος ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ «ΕΛΕΝΗ» μαθήτριες και μαθητές της Γ΄γυμνασίου ανέλαβαν το ρόλο του σεναριογράφου. Συνέθεσαν λοιπόν δικές τους ιστορίες με βάση το θέμα του δράματος του αρχαίου τραγικού ποιητή Ευριπίδη. Η διαφορά είναι ότι τα πρόσωπα και το περιεχόμενο απέκτησαν σύγχρονη ή/και παραμυθική διάσταση, οπωσδήποτε πάντως προσαρμοσμένα στη φαντασία του κάθε μαθητή και σίγουρα τελείως διαφορετικά από το πρωτότυπο κείμενο του σχολικού βιβλίου. Τους αξίζουν πολλά συγχαρητήρια. Ας απολαύσουμε τις υποθέσεις τους!

Η συντακτική ομάδα

       Ο Μενέλαος, ένας άντρας με επιτυχημένο γάμο και μια δυνατή εταιρεία αγνοείται. Όλα άλλαξαν από τη μια στιγμή στην άλλη, οικεία πρόσωπα, εμπιστοσύνη, λογική, πίστη και πολλά πράγματα που καθορίζουν το μέλλον. Όλοι θέλουν να βοηθήσουν… Φόβος, αγωνία, απόγνωση, ελπίδα, πείσμα, αγάπη, όλα αυτά συγκρούονται δημιουργώντας μια τρέλα και μια γυναίκα να προσπαθεί να δείξει δύναμη και κουράγιο. Η αστυνομία αποτυγχάνει, μαρτυρίες που ποτέ δε βγήκαν στην επιφάνεια, άνθρωποι που μπορούν να τελειώσουν όλη αυτή την τραγωδία χάνονται από προσώπου γης. Η ζωή της Ελένης αλλάζει από τη στιγμή που αγνοείται ο Μενέλαος. Παρόλα αυτά η ζωή στον υπόλοιπο κόσμο συνεχίζεται ομαλά. Όσο προσπαθεί να βρει τον σύντροφό της παλεύει να κρατήσει όρθια την εταιρεία με τους έμπιστους συνεργάτες του συζύγου της. Οι υπάλληλοι της εταιρείας συμμερίζονται τον πόνο και την απώλεια που βιώνει η Ελένη, κυρίως η Θεονόη που τυγχάνει να είναι πολύ κοντινό πρόσωπο του ζευγαριού. Η απογοήτευση και η απελπισία δεν αργεί να έρθει, καθώς τα κύρια αισθήματα που έχει ο κάθε εργαζόμενος στην εταιρεία είναι ο φόβος και η απογοήτευση. Έτσι για όλους αυτό είναι ένα κακό όνειρο που πρέπει να τελειώσει. Η λογική δεν έχει καμία δύναμη και εξουσία σε αυτή την τραγωδία που συμβαίνει, μια απόδειξη είναι η Θεονόη το πρώτο άτομο που τα παρατάει και παραδίδει τα όπλα της στο θεό, τη μοίρα και την τύχη.

Αντιγόνη Θυριάκη

 

 ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Ελένη: μια φτωχή σερβιτόρα με το όνειρο να γίνει μοντέλο στο Παρίσι

Τεύκρος: φίλος Μενελάου

Χορός: μοντέλα στο Παρίσι

Μενέλαος: ερωτευμένος με την Ελένη, μαγαζάτορας στην Ελλάδα

Γερόντισσα: μια καλή κύρια, σχεδιάστρια μόδας

Αγγελιοφόρος α΄: υπάλληλος Μενέλαου

Θεοκλύμενος: διευθυντής σε στούντιο μόδας

Αγγελιοφόρος β΄: υπάλληλος Θεοκλύμενου

Υπηρέτης: υπηρέτης Θεοκλύμενου

Διόσκουροι: Κάστορας και Πολυδεύκης, αδελφοί της Ελένης

Θεονόη: αδελφή Θεοκλύμενου, δουλεύει στην ίδια εταιρεία με τον αδελφό της, διευθύντρια μαζί με τον αδελφό της

Ελλάδα, 29-5-2020

        Άλλη μια μέρα ξημέρωσε και σήμερα, με την Ελένη όπως πάντα να δουλεύει ως σερβιτόρα στην καφετέρια της γειτονιάς της. Πριν τέσσερις μέρες ξαναξεκίνησε τη δουλειά, μιας και ήταν κλειστές οι καφετέριες λόγω κορωνοϊού. Δυστυχώς, το να μη δουλεύει τής στέρησε πολλά πράγματα, όπως το να μπορεί να μαζέψει λεφτά για το όνειρό της, να γίνει μοντέλο στο Παρίσι. Αν και οι γονείς της δεν την υποστηρίζουνε σε αυτό πιστεύοντας ότι δε θα τα καταφέρει. Ηταν πολύ όμορφη, η πιο όμορφη της Αθήνας, μα ήταν φτωχή. Όμως, το αγόρι της , ο Μενέλαος τής δίνει ελπίδες. Την αγαπάει πολύ, όπως και αυτή εκείνον και θέλουν να παντρευτούν μια μέρα. Κουμπάρους θέλουν να βάλουν τα αδέλφια της Ελένης, τους Διόσκουρους και τον φίλο του Μενελάου. Μα η Ελένη ήθελε πρώτα να εκπληρώσει το όνειρό της πριν γίνουν όλα αυτά. Την επόμενη μέρα το πρωί, η Ελένη όταν ξύπνησε δεν βρισκόταν στην Αθήνα, μα σε ένα υπέροχο κτήριο με πανέμορφα φορέματα επάνω σε κούκλες. Βγήκε να κοιτάξει από το παράθυρο και τι να δει; Βρισκόταν στο Παρίσι και το κτήριο ήταν ένα στούντιο μόδας. Δεν ήξερε τι συνέβη, πως βρέθηκε εκεί μα δεν την ένοιαζε το πως, αλλά ότι το όνειρο της έγινε πραγματικότητα. Εκεί που βρισκόταν συνάντησε δυο καλές κυρίες. Τη μια την έλεγαν Θεονόη, ήταν η διευθύντρια του στούντιο. Η άλλη ήταν μια ηλικιωμένη κύρια που τη φωνάζαν γερόντισσα και ήταν η σχεδιάστρια των ρούχων. Λίγο αργότερα, συνάντησε έναν κύριο, τον Θεοκλύμενο που ήταν αδελφός της Θεονόης και επίσης διευθυντής. Ο Θεοκλυμενος μόλις είδε την Ελένη γοητεύτηκε από την ομορφιά της και τής ζήτησε να την παντρευτεί. Η Ελένη αρνήθηκε μα αυτός την απείλησε πως θα της κάνει κακό. Την θεωρούσε την πιο όμορφη από τις γυναίκες του Χορού, τα υπόλοιπα μοντέλα δηλαδή και γι’ αυτό και ζήτησε το χέρι της. Οι γυναίκες του Χορού, Ελληνίδες επίσης, έλεγαν στην Ελένη να φύγει και πως θα το μετανιώσει αν μείνει εδώ γιατί δεν είναι ωραία, μα η Ελένη ήθελε να μείνει λίγο ακόμα, να δει πώς θα συνεχιστεί όλο αυτό. Ηταν το όνειρο της και δεν ήθελε να το αφήσει τόσο εύκολα. Το κινητό της τηλέφωνο δεν το είχε μαζί της. Η οικογένειά της νόμιζε  πως η Ελένη ήταν στη δουλειά, όπως και το αγόρι της. Μα όταν πέρασε η ώρα, ο Μενέλαος άρχισε να ανησυχεί. Την έπαιρνε τηλέφωνο, της έστελνε μηνύματα, μα η Ελένη ήταν άφαντη. Οι μέρες κυλούσαν, έβαλε amber alert, αγγελίες εξαφάνισης μα δεν υπήρχε αποτέλεσμα. Το τελευταίο πράγμα που απέμενε να κάνει ήταν να ταξιδέψει εκεί που πάντα ήθελε να πάει η Ελένη, στο Παρίσι, παρόλο που ήξερε ότι δεν είχε αρκετά λεφτά για να το κάνει. Μετά από αρκετό καιρό, λοιπόν, αποφάσισε να ψάξει κι εκεί. Έτσι, ξεκίνησε το ταξίδι του. Στο μεταξύ, στη Γαλλία, η Ελένη έμαθε από τον Τεύκρο, έναν φίλο του Μενελάου που έτυχε να βρεθεί εκεί, πως τον καιρό που αυτή έλειπε ο Μενέλαος κόλλησε κορωνοϊό και δυστυχώς πέθανε. Η Ελένη με πολλή θλίψη μέσα της δεν ήταν καλά. Είχε τάσεις αυτοκτονίας και δεν πήγε στην επίδειξη που θα ήθελε. Μα ευτυχώς την καθησύχαζε η Θεονόη. Ο Θεοκλύμενος, πάλι, συνέχιζε να επιμένει στο να την παντρευτεί. Η καημένη η Ελένη δεν άντεχε άλλο. Μετά από αρκετό καιρό ο Μενέλαος έφτασε στη Γαλλία. Έψαχνε παντού μα η Ελένη δεν ήταν πουθενά. ΄Ηταν πολύ τυχερός όμως γιατί συνάντησε έναν γνωστό του, τον αγγελιοφόρο, ο οποίος έτυχε να βρίσκεται εκείνο το πρωινό στο στούντιο και να έχει δει την Ελένη. Του είπε όμως να μην πάει έτσι και πει ότι είναι ο Μενέλαος, γιατί ο Θεοκλυμενος θα τον σκοτώσει. Έτσι μεταμφιέστηκε σε ξένο και μπήκε μέσα. Η Ελένη στην αρχή δεν τον αναγνώρισε, παρόλες τις προσπάθειές του να τον πείσει. Τελικά τα κατάφερε. Η Ελένη κατάλαβε πως μπροστά της είχε τον άντρα που αγαπούσε και πως η είδηση του Τεύκρου ήταν λανθασμένη. Απλά είχαν μπερδευτεί οι εξετάσεις του Μενελάου με κάποιου αλλού. Στις δυο εβδομάδες που μπήκε σε καραντίνα ο Μενέλαος λόγω του ταξιδιού προσπαθούσαν και οι δυο τους να βρουν έναν τρόπο να ξεφύγουν από τον Θεοκλύμενο. Ο Μενέλαος φιλοξενούνταν στο στούντιο, χάρη στη Θεονόη που προσφέρθηκε να το κάνει ξέροντας την αλήθεια. Μετά από δυο εβδομάδες ξανασυναντήθηκαν. Η Ελένη, έξυπνη και διπλωμάτης, βρήκε τη λύση. Θα έλεγε πως δέχεται να παντρευτεί τον Θεοκλύμενο μα θέλει πρώτα να γυρίσει στην Ελλάδα μαζί με τον ξένο που είναι δήθεν φίλος της για να θρηνήσει τον Μενέλαο. Έτσι κι έγινε. Με τη βοήθεια της Θεονόης και του Χορού κατάφεραν να φύγουν. Γύρισαν στην Ελλάδα μα δυστυχώς έτυχε να βρίσκεται εκεί ένας Γάλλος υπάλληλος του Θεοκλύμενου και τους πρόδωσε. Ο Θεοκλύμενος ήθελε να έρθει στην Ελλάδα να σκοτώσει τον Μενέλαο μα ευτυχώς τον καθησύχασε ένας υπηρέτης. Η Ελένη ήταν ξανά ευτυχισμένη μα άρχισε να ακούει έναν περίεργο θόρυβο. Ηταν το ξυπνητήρι της. Όλο αυτό ήταν ένα όνειρο που την έκανε να καταλάβει πως την ευτυχία δε θα την βρει εάν γίνει μοντέλο στο Παρίσι, αλλά την έχει ήδη δίπλα στους φίλους, την οικογένεια αλλά και το αγόρι που αγαπά.

Αικατερίνη Παναή

 

 

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Μενέλαος: ο αρχηγός της συμμορίας «μπλε μπαντάνες», φαινομενικά σκληρός, αλλά κατά βάθος ευαίσθητος, ρομαντικός και τρελά ερωτευμένος με την Ελένη

Θεοκλύμενος: ο πλούσιος αρχηγός της συμμορίας των «διαμαντιών». Αυταρχικός, τελειομανής, κολλημένος με την Ελένη

Ελένη: το όμορφο κορίτσι του Μενελάου που αποτελεί το μήλο της έριδος ανάμεσα στις δυο συμμορίες, πλουσιοκόριτσο, ρομαντική και επαναστάτρια

Θεονόη: η αδελφή του Θεοκλύμενου, λογική και υπέρμαχος του έρωτα, παιδική φίλη της Ελένης

Διόσκουροι: Κάστορας και Πολυδεύκης, τα δίδυμα αδέλφια της Ελένης, μέλη των «μπλε μπαντάνων»

Αγγελιοφόρος: το «καρφί», μέλος της συμμορίας των «μπλε μπαντάνων»

DSCN2168 ΜΕΝΕΛΑΟΣ

DSCN2170 ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

DSCN2167 ΕΛΕΝΗ

DSCN2169 ΘΕΟΝΟΗ

DSCN2171 ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ

DSCN2166 ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

       Οι δυο συμμορίες φαινομενικά δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν. Τα «Διαμάντια», παιδιά όλοι πλουσίων οικογενειών στην πόλη του Ηράκλειου. Από την άλλη, οι «Μπλε Μπαντάνες», μια συμμορία νέων, ήταν πίσω από κάθε κλοπή στην πόλη. Το μελανό σημείο στη σχέση των δυο συμμοριών ήταν η Ελένη. Ο Θεοκλύμενος προσπαθούσε να την κερδίσει με διάφορους τρόπους. Άλλοτε με γλυκόλογα και δώρα, άλλοτε με απειλές και εκβιασμούς. Η Ελένη όμως, αν και πλουσιοκόριτσο, είχε δώσει την καρδιά της στον Μενέλαο. Είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος που η Ελένη και ο Μενέλαος ήταν μαζί. Εκείνο το βράδυ είχαν δώσει ραντεβού στη γαλάζια σπηλιά, στο μέρος όπου ξεκίνησαν όλα. Η Ελένη έφτασε λίγο καθυστερημένη και ξαφνιάστηκε όταν δεν βρήκε τον Μενέλαο να την περιμένει. Είχαν περάσει δυο ώρες και η αγωνία της είχε γίνει πια απελπισία, όταν αποφάσισε να φύγει. Ένα τηλεφώνημα όμως τη σταμάτησε. «Δεν πιστεύω να περιμένεις ακόμα τον δικό σου, έτσι;», ακούστηκε μια φωνή απ’ την άλλη άκρη του τηλεφώνου. Ο Θεοκλύμενος την πληροφορούσε με μια κρυφή χαρά για τα δυσάρεστα νέα. Η αστυνομία είχε συλλάβει τον Μενέλαο για τον εμπρησμό ενός ΑΤΜ την προηγούμενη νύχτα. «Θα αργήσεις να τον ξαναδείς» τής είπε. «Και να είσαι σίγουρη, δε θα είναι ο ίδιος που ήταν πριν, μετά από μερικά χρόνια στη φυλακή. Μπορούμε όμως εμείς οι δυο να το αλλάξουμε αυτό. εάν συμφωνήσεις σε αυτά που θα σου πω». Η Ελένη απελπισμένη και με βαριά καρδιά ένιωσε πως δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δεχτεί. Η Ελένη ήταν ένα ράκος. Ούτε καν τα λόγια της Θεονόης και των αδελφών της την έκαναν να νιώσει έστω λίγο καλύτερα. ΄Ηταν μια βδομάδα αργότερα που στις ειδήσεις άκουσε για την απόδραση του Μενελάου. Ο Θεοκλύμενος είχε τηρήσει την υπόσχεσή του. Τώρα ήταν η σειρά της. Η Θεονόη δεν πίστευε την αλλαγή στη συμπεριφορά της φίλης της. Παρόλο που αγαπούσε πολύ τον αδελφό της έβλεπε πως δίπλα του η Ελένη μέρα με τη μέρα μαράζωνε. Είχε χάσει το χαμόγελό της, τον δυναμισμό της και περιφερόταν σαν μια άψυχη κούκλα στο πλάι του Θεοκλύμενου. Τα αδέλφια της δεν άντεχαν να τη βλέπουν έτσι και ανέλαβαν δράση. Όλες οι προσπάθειες για τον εντοπισμό του Μενελάου, όμως, έπεφταν στο κενό. Έτσι περνούσαν οι μήνες και η Ελένη βυθιζόταν όλο και περισσότερο στη θλίψη της. Αυτό έβλεπε η Θεονόη και αποφάσισε να αποκαλύψει στους Διόσκουρους τη συζήτηση που είχε κρυφακούσει. Ο Θεοκλύμενος είχε φυγαδεύσει τον Μενέλαο στο θείο τους στο Σαιν Λουΐς απειλώντας τον ότι αν επικοινωνήσει με την Ελένη δεν θα την ξαναέβλεπε. Ο Πολυδεύκης μαζί με τρεις έμπιστους φίλους του Μενελάου ανέλαβε τον εντοπισμό και την επιστροφή του. Αφού τον εντόπισαν και καθησύχασαν τους φόβους του για τη ζωή της Ελένης επέστρεψαν όλοι μαζί στην Ελλάδα. Το Ηράκλειο ήταν πολύ επικίνδυνο με τον οργισμένο Θεοκλύμενο εκεί, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Ο Κάστορας γνωρίζοντας για την επιστροφή του Μενελάου ενημέρωσε την Ελένη και μαζί αναχώρησαν για την Αθήνα λέγοντας στον Θεοκλύμενο πως ο Πολυδεύκης είχε τραυματιστεί σοβαρά και έπρεπε να τον επισκεφθούν. Στις αφίξεις την περίμενε ο Μενέλαος γονατιστός κρατώντας ένα δαχτυλίδι το οποίο είχε αγοράσει με τα λεφτά που είχε κλέψει από το ΑΤΜ. Πίσω στο Ηράκλειο ο αγγελιοφόρος με σκοπό να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Θεοκλύμενου τού είπε τα πάντα για το σχέδιο των Διόσκουρων και την πρόταση του Μενελάου. Εξοργισμένος ο Θεοκλύμενος ήθελε εκδίκηση. Η Θεονόη όμως με τα λόγια της τον έκανε να καταλάβει πως εκείνοι οι δυο είναι πραγματικά ερωτευμένοι και πως το να την αναγκάζει να είναι μαζί του είναι ένα μεγάλο λάθος. Έτσι ο Θεοκλύμενος πάρα τον θυμό του, για χάρη της Ελένης έκανε πίσω και αποδέχθηκε τη σχέση τους.

Μαρία Περάκη

 

 

 ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Ελένη: κόρη του βασιλιά της Ελλάδας, Μενελάου

Μενέλαος: βασιλιάς Ελλάδας

Χορός: υπηρέτριες του παλατιού

Τεύκρος: αγαπιέται με την Ελένη

Γερόντισσα: η μητέρα του Μενελάου και γιαγιά της Ελένης

Αγγελιοφόρος α΄: φίλος του Τεύκρου

Θεονόη: αδελφή της Ελένης

Θεοκλύμενος: αυτός με τον οποίο ο Μενέλαος θέλει να παντρέψει την Ελένη

Αγγελιοφόρος β΄: φίλη της Ελένης

Υπηρέτης: φρουρός στο παλάτι του Μενελάου

Διόσκουροι: γονείς του Θεοκλύμενου

 

        Μια φορά κι έναν καιρό, βασιλιάς της Ελλάδας ήταν ο Μενέλαος. Ο ίδιος ήταν παντρεμένος με μια γυναίκα τη Λήδα με την οποία έκαναν δυο δίδυμα παιδιά, την Ελένη και τη Θεονόη. Όμως μετά από λίγα χρόνια η Λήδα πέθανε από βαριά αρρώστια και έτσι ο Μενέλαος αναγκάστηκε να τις μεγαλώσει μόνος του. Η μικρή Ελένη ήταν ένα πολύ ευγενικό και αρκετά ώριμο κορίτσι σε αντίθεση με τη Θεονόη. ΄Ηταν τόσο όμορφη και γλυκιά που όλα τα αγόρια τσακώνονταν για το ποιος θα την έχει. Παράλληλα, ήταν και η αδυναμία του βασιλιά αφού πίστευε πως μόνο εκείνη θα τον έκανε περήφανο. Όσο περνούσε ο καιρός η μικρή Ελένη δεν ήταν πια και τόσο μικρή. Ο βασιλιάς Μενέλαος ήθελε να την παντρέψει με τον Θεοκλύμενο, έναν από τους ομορφότερους γιους της οικογένειας των Διόσκουρων. Οι Διόσκουροι ήταν οι πιο πλούσιοι σε ολόκληρο τον πλανήτη. Έτσι ο βασιλιάς Μενέλαος οργάνωσε μια γιορτή για τους αρραβώνες. Η Ελένη δεν τον ήθελε αυτόν τον γάμο, καθώς ήταν ερωτευμένη με τον Τεύκρο, ένα φτωχό αγόρι από αγροτική οικογένεια. Τον Τεύκρο τον γνώρισε σε μια εκδήλωση υψηλής κοινωνίας που έγινε πριν λίγους μήνες στο παλάτι. Ο Τεύκρος ήταν ένας από τους υπηρέτες της γιορτής μαζί με τον φίλο του τον αγγελιοφόρο, για να βγάλουν μερικά λεφτά προκειμένου να επιβιώσουν οι ίδιοι αλλά και οι οικογένειές τους. Ερωτευτήκαν με την πρώτη ματιά. Η Ελένη τον σκέφτοταν συνέχεια, αλλά δεν τολμούσε να το πει στον πατέρα της γιατί γνώριζε την τεράστια διαφορά που είχαν μεταξύ τους. Την προηγούμενη μέρα των αρραβώνων επισκέφθηκε την γερόντισσα. Η γιαγιά της την είδε στεναχωρημένη και καθώς της είχε αδυναμία δεν μπόρεσε να μην της το πει. Η γερόντισσα χάρηκε τόσο πολύ με αυτά τα υπέροχα νέα και τη συμβούλευσε να ακολουθήσει την καρδιά της και όχι τα συμφέροντα του πατέρα της. Έτσι και έκανε. Την ημέρα λοιπόν των αρραβώνων αποφάσισε να το σκάσει. Με τη βοήθεια της καλύτερης αγγελιοφόρου φίλης της και του Χορού προσπάθησε να φύγει τη νύχτα. Τα χαράματα ήταν από κάτω ο Τεύκρος με πολλή προσοχή μαζί με τον φίλο του τον αγγελιοφόρο για να την «κλέψουν». Όμως τα πράγματα δεν πήγαν όπως θα ήθελαν, αφού τους κατάλαβε ο υπηρέτης. Χρειάστηκε να παλέψουν μεταξύ τους για να το σκάσει η Ελένη και όμως τα κατάφεραν! Έφυγαν μακριά όπου παντρεύτηκαν και έκαναν μια μεγάλη οικογένεια.

Καθολική Πότσου

 

 

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Ελένη: χήρα, πέθανε πρόσφατα ο σύζυγός της Μενέλαος

Μενέλαος: νεκρός σύζυγος, εργαζόταν στα χωράφια και είχε τεράστια παραγωγή ελιών

Γερόντισσα: θεία της Ελένης, της προξενεύει τον Θεοκλύμενο

Θεοκλύμενος: αφελής, νέος σύζυγος της Ελένης, εργάζεται στα χωράφια και έχει μεγάλη κόντρα με τον Μενέλαο για τις ελιές

Θεονόη: αδελφή του Θεοκλύμενου, η οποία τον μισεί διότι της έφαγε όλη την περιουσία που της άφησε ο πατέρας της

Τεύκρος: παρόλο που δεν του αρέσει, γίνεται κουμπάρος της Ελένης και του Θεοκλύμενου για χάρη της Ελένης. Επίσης αντιπαθεί τον Θεοκλύμενο

Χορός: οι κρυφές μάγισσες του χωριού, συμπαθούν την Ελένη και ανασταίνουν τον Μενέλαο

Αγγελιοφόρος α΄: φίλος της Ελένης που έπεισε τον Χορό να αναστήσουν τον Μενέλαο, υπηρέτης χωρίς τη θέλησή του του Θεοκλύμενου, μεταδίδει τα νέα για την ανάσταση  στην Ελένη

Αγγελιοφόρος β΄: μεταδίδει τα νέα στον Θεοκλύμενο, τον οποίο δεν συμπαθεί διότι θεωρεί πως οι ελιές του δεν είναι καλές

Υπηρέτης: φίλος της Θεονόης, που προσπαθεί να τη σώσει από τα χέρια του Θεοκλύμενου, είναι δίκαιος και προσπαθεί να λογικέψει τον Θεοκλύμενο

Διόσκουροι: τα αδέλφια της Ελένης που απειλούν και εκφοβίζουν τον Θεοκλύμενο να μείνει για πάντα μακριά από την Ελένη

       Η Ελένη και Μενέλαος ζούσαν σε ένα μικρό χωριό κάπου στη Ρόδο. Ηταν ένα πολύ αγαπημένο και ευτυχισμένο ζευγάρι. Κάποια στιγμή ο Μενέλαος κόλλησε κορωνοϊό και λόγω του ότι ο οργανισμός του δεν ήταν δυνατός, δεν άντεξε και πέθανε. Η Ελένη ήταν απίστευτα συντετριμμενη. Το μόνο που της είχε απομείνει από αυτόν ήταν οι αναμνήσεις τους, οι φωτογραφίες τους και μια μεγάλη παραγωγή ελιών την οποία είχε ο Μενέλαος. Όμως η Ελένη ήταν ακόμα πολύ νέα. Η θεία της η γερόντισσα, όπως την αποκαλούσε, την πίεζε συνεχώς και της έλεγε ότι πρέπει να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Δεν πέρασαν και πολλοί μήνες και η γερόντισσα της έφερε για γαμπρό τον Θεοκλύμενο. Έναν ανόητο, άξεστο άνθρωπο, που όλως τυχαίως ήταν και αυτός ελαιοπαραγωγός. Μάλιστα, είχε μεγάλη κόντρα με τον Μενέλαο και πάντα λογομαχούσαν για το ποιος έχει τις καλύτερες ελιές. Κρίμα που πλέον δεν είχε με ποιον να τσακώνεται. Ο γάμος τους θα γινόταν πολύ γρήγορα. Κάλεσαν μόνο τους στενούς φίλους και συγγενείς τους. Για κουμπάρο βάλανε τον Τεύκρο, έναν πολύ καλό φίλο της Ελένης. Αν και δε «χώνευε» με τίποτα τον Θεοκλύμενο θα τους πάντρευε επειδή η Ελένη τού το ζήτησε. Παράλληλα, καθώς γινόταν ο γάμος, ο κουτσομπόλης του χωριού, ο αγγελιοφόρος α΄, που ήταν βοηθός του Θεοκλύμενου παρόλο που δεν τον συμπαθούσε, ζήτησε μια τεράστια χάρη από τις κρυφές μάγισσες του χωριού. Επειδή έτρεφε τεράστια αντιπάθεια για το νέο σύζυγο της Ελένης, τούς ζήτησε να αναστήσουν τον Μενέλαο! Αυτές στην αρχή αρνήθηκαν, αλλά αργότερα ο αγγελιοφόρος α τις απείλησε λέγοντας ότι θα αποκαλύψει σε όλο το χωριό τη μυστική τους ιδιότητα. Έτσι υπέκυψαν στον εκβιασμό του. Για να τον αναστήσουν χρειάστηκαν αρκετές ώρες. Αν και με μεγάλη δυσκολία τα κατάφεραν, ο Μενέλαος ήταν ζωντανός! Όταν άνοιξε και πάλι τα μάτια του είχε σοκαριστεί! Αλλά ο αγγελιοφόρος του είπε πως δεν υπήρχε χρόνος για εξηγήσεις και του αποκάλυψε ότι η Ελένη παντρεύεται κάποιον άλλο εκείνη τη στιγμή. Και μάλιστα όχι κάποιον τυχαίο αλλά τον χειρότερο εχθρό του. Ο Μενέλαος πιο οργισμένος από ποτέ πηρέ την απόφαση να εμποδίσει τον γάμο. Αμέσως ανέβηκε στη μηχανή του και σύντομα έφτασε στην εκκλησία. Στην αρχή μπήκε κρυφά ώστε να μην τον δει κάνεις και μετά άρπαξε την Ελένη, έτρεξε όσο πιο γρηγορά μπορούσε την έβαλε πάνω στη μηχανή του και φύγανε. Η Ελένη ήταν σαστισμένη. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν φάντασμα αλλά αργότερα ο Μενέλαος της εξήγησε τι έγινε. Ηταν πάρα πολύ χαρούμενη που είχε ξανά το σύζυγο της. Ο Θεοκλυμενος όμως όταν κατάλαβε τι έγινε θύμωσε υπερβολικά. Του είπε λεπτομέρειες ο αγγελιοφόρος β΄ που θα μπορούσε ανετά κάποιος να τον χαρακτηρίσει ως τον «πιστό του σκύλο». Την ίδια κιόλας ώρα ο Θεοκλυμενος πήγε να τους βρει. Η Θεονόη, η αδελφή του, και ο φίλος της προσπάθησαν να τον καθησυχάσουν. Φυσικά δεν τα κατάφεραν. Ο Μενέλαος και η Ελένη, από την πολλή χαρά ξέχασαν την ύπαρξη του Θεοκλύμενου, με αποτέλεσμα να τους βρει πολύ εύκολα και γρήγορα. Ο Μενέλαος κατανόησε την ταραχή του και προσπάθησε να του εξηγήσει τι έγινε. Εκείνος όμως δεν πίστεψε τίποτα. Από την μεγάλη του οργή έβγαλε ένα όπλο και σημάδεψε την Ελένη. Εκείνη με την διπλωματία της προσπάθησε να τον πείσει να κατεβάσει το όπλο. Αυτός όμως δεν άκουγε. Αλλά επειδή η Θεονόη ήταν έξυπνη κάλεσε τα αδέλφια της Ελένης, τους Διόσκουρους. Αυτοί ήταν επαγγελματίες καρατερίστες. Ευτυχώς έφτασαν εγκαίρως και πλησίασαν αθόρυβα. Ο Θεοκλυμενος δεν τους είχε δει. Όταν κατάλαβαν ότι ήταν έτοιμος να τραβήξει τη σκανδάλη έτρεξαν και με δυο κινήσεις τον αφόπλισαν, τον χτυπήσαν και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε όλοι είχαν φύγει εκτός από τους Διόσκουρους. Το μόνο που του είπαν ήταν να αφήσει ήσυχο το ζευγάρι για πάντα. Έτσι η Ελένη και ο Μενέλαος μετακόμισαν στο διπλανό χωριό, ο Θεοκλυμενος έφυγε από το νησί γιατί φοβήθηκε πολύ και ζήσαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα!

Δέσποινα Νισυρίου

 

 

 ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Ελένη: έμπορος ναρκωτικών

Τεύκρος: δικηγόρος Θεοκλύμενου

Χορός : ένορκοι

Μενέλαος: δικηγόρος Ελένης

Γερόντισσα: κοινό υπεράσπισης του Θεοκλύμενου

Αγγελιοφόρος α΄: μάρτυρας Ελένης

Θεονόη: Δικαστής

Υπηρέτης: μάρτυρας Θεοκλύμενου

Διόσκουροι: κοινό υπερ της Ελένης

Θεοκλύμενος: μυστικός ντέντεκτιβ, κατήγορος

 

         Η δίκη ξεκινά. Μιλάει η δικαστής Θεονόη. Στη θέση του κατήγορου έχουμε τον Θεοκλύμενο και στη θέση της κατηγορουμένης έχουμε την Ελένη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Θεοκλύμενου κατηγορείται η Ελένη για εμπόριο ναρκωτικών. Η υπεράσπιση της Ελένης και του Θεοκλύμενου ξεκινά από τους δικηγόρους τους. Από τον Τεύκρο για τον κατήγορο και τον Μενέλαο για την κατηγορουμένη. Υστέρα καταθέτει ο μάρτυρας της Ελένης. Ο αγγελιοφόρος α΄ λέγοντας ότι την ώρα που ισχυρίζεται ο Θεοκλυμενος, είδε την Ελένη εν ώρα εργασίας πως ήταν μαζί με τον Μενέλαο σε μια καφετέρια. Μόλις τελειώσει την ομιλία του ο αγγελιοφόρος α΄ μιλά ο μάρτυρας του Θεοκλύμενου, ο υπηρέτης, λέγοντας ότι ο κατήγορος τού είχε δείξει στοιχεία. Ο Τεύκρος δείχνει τα στοιχεία στους ενόρκους που αποτελείται από τα μέλη του Χορού. Ο Χορός αποφασίζει ότι τα στοιχεία είναι ελλιπή και δεν αποδεικνύουν πως η Ελένη είναι ένοχη. Η δίκη λήγει με εντολή της Θεονόης και η Ελένη αθωώνεται με το κοινό της, τους Διόσκουρους ευτυχισμένους, ενώ τον Θεοκλύμενο και το κοινό του που αποτελούνταν από τη γερόντισσα δυστυχισμένους. Στο τέλος αποκαλύφθηκε πως η καταγγελία ήταν ψευδής, από εκδίκηση και ζηλοφθονία επειδή ήταν ερωτευμένος μαζί της αλλά η Ελένη προτίμησε τον Μενέλαο αντί για τον Θεοκλύμενο

Βασούλα Δρακιού

 

 

       Η Ελένη είναι ένα νεαρό κορίτσι που δουλεύει σε σούπερ μάρκετ ως ταμίας. Όταν ξημερώνει μια συνηθισμένη μέρα, πάει στη δουλειά της και της λένε να καλέσει έναν ψυκτικό γιατί τους χάλασαν μερικά ψυγεία. Καλεί τον Μενέλαο, τον πιο γνωστό ψυκτικό της περιοχής. Μετά από κάποια λεπτά ήρθε στο σούπερ μάρκετ μαζί με τον συνάδελφό του, τον Θεοκλύμενο. Η Ελένη μόλις είδε τον Μενέλαο έπεσε στα πατώματα, ήξερε πως θα ήταν ο άντρας της ζωής της, όμως υπήρχε ένα εμπόδιο, ο Μενέλαος ήθελε τη Θεονόη την αδελφή του θεοκλύμενου και ο Θεοκλύμενος αντίστοιχα ερωτεύτηκε την Ελένη. Μόλις σχολάει η Ελένη και πάει σπίτι της είναι τόσο χαρούμενη με αυτό το γεγονός αλλά και προβληματισμένη και τα λέει όλα στη μητέρα της, η οποία είναι μάγισσα. Εκείνη όμως δεν μπορούσε να βλέπει την κόρη της έτσι, οπότε έφτιαξε ένα φίλτρο αγάπης και τη συμβούλευσε να το δώσει στον Μενέλαο μαζί με νερό, την επόμενη μέρα. Η Ελένη πήγαινε πρόσχαρη να δώσει νερό στον Μενέλαο και στον Θεοκλύμενο με τη διαφορά ότι του Μενέλαου ήταν με το μαγικό φίλτρο. Μετά ο Μενέλαος ερωτεύτηκε την Ελένη και της πρότεινε να βγουν το βράδυ. Φυσικά η Ελένη δέχθηκε. Ο Θεοκλυμενος ζήλεψε πάρα πολύ και κάλεσε τηλεφωνικώς τον Τεύκρο που ήταν παλιοί φίλοι και συνάδελφοι και είχε βγει στη σύνταξη. Εννοείται ότι ο Τεύκρος υπερασπίζεται τον Θεοκλύμενο και του δίνει ελπίδες. Από την άλλη ο Μενέλαος δεν συμπαθεί και τόσο τον Τεύκρο και έμαθε από τον Μήτσο τον αγγελιοφόρο και ντέντεκτιβ όλες αυτές τις πληροφορίες. Ο Μενέλαος ζήτησε σε γάμο την Ελένη και μετά μαζί με τον Μήτσο πήγανε και σκότωσαν τον Θεοκλύμενο με εντολή της Θεονόης επειδή δεν συμπαθούσε τον Θεοκλύμενο. Και επιτέλους μετά από αυτό το γεγονός ο Μενέλαος και η Ελένη παντρευτήκαν με κουμπάρους τον Μήτσο και τη Θεονόη. Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα!

Ευαγγελία Κατσαρά

 

 

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Ελένη: σύζυγος Μενελάου

Μενέλαος : πιλότος

Θεοκλύμενος: οικογενειακός φίλος Ελένης, δικηγόρος

Χορός: φίλες Ελένης

Δίας – Λήδα: γονείς Ελένης

 

          Η Ελένη, μια όμορφη, νέα γυναίκα είναι παντρεμένη με τον Μενέλαο. Έναν πιλότο που έχει γυρίσει όλον τον κόσμο. Ο Θεοκλύμενος είναι ένας διάσημος δικηγόρος και οικογενειακός φίλος της Ελένης. Οι γονείς της Ελένης, ο Δίας και η Λήδα δεν ήταν ποτέ θετικοί με το γάμο της κόρης τους. Ο λόγος ήταν ότι ο Μενέλαος ταξιδεύει συνέχεια και δεν περνούσε πολύ χρόνο με τη γυναίκα του, γι’ αυτό οι γονείς της προσπαθούν να την προξενέψουν με τον Θεοκλύμενο, που την αγαπούσε από όταν ήταν μικρά παιδιά. Ο Χορός προσπαθεί με κάθε τρόπο να πείσει την Ελένη ότι κατάλληλος άντρας είναι ο Θεοκλύμενος, αλλά η αγάπη της για τον Μενέλαο είναι τόσο δυνατή ώστε δεν ακούει κανέναν. Γι’ αυτό αποφασίζει να το σκάσει με τον Μενέλαο και να μείνουν μακριά από όλους.

Μαριλού Τσιάμη

 

 

            Το 2007 ο Μενέλαος, η Ελένη και ο Χαρίλαος είναι 18 χρονών. Πηγαίνουν στην τρίτη λυκείου. Η Ελένη  και ο Χαρίλαος είναι από παλιά γείτονες και ο Χαρίλαος θέλει την Ελένη, αν και εκείνη δεν νιώθει το ίδιο. Η οικογένειά της , ωστόσο, της λέει να τον αγαπήσει για να έχει μια καλή ζωή μιας και έχει λεφτά. Στην αρχή της τρίτης λυκείου έρχεται στην ίδια τάξη με μεταγραφή ο Μενέλαος. ΄Ηταν καλό παιδί και όλοι τον συμπαθούσαν στο σχολείο. Η Ελένη ερωτεύεται τον Μενέλαο και ο Μενέλαος το ίδιο. Αλλά δεν μπορεί να γίνει κάτι γιατί πάντα μπαίνει στη μέση ο Χαρίλαος. Ο Μενέλαος αργότερα έφυγε από την πόλη για να σπουδάσει. Έτος 2020. Οι ήρωες είναι πια τριάντα χρονών, η Ελένη έχει παντρευτεί τον Χαρίλαο εδώ και πέντε χρόνια, δεν έχουν ακόμα παιδιά, αλλά έχουν αρχίσει και το σκέφτονται. Η Ελένη, παράλληλα, δεν μπορεί να ξεπεράσει τα συναισθήματά της για τον Μενέλαο. Ο Μενέλαος είναι βοηθός σημαντικού γιατρού και τον στέλνουν να εργαστεί στην πόλη που πήγαινε τρίτη λυκείου, εκεί δηλαδή που βρίσκεται και ο μοναδικός έρωτας της ζωής του. Ο Μενέλαος δεν είχε καμία σοβαρή σχέση σε αυτά τα δώδεκα χρόνια. Όταν ο Μενέλαος πήγε στην πόλη έπρεπε να μείνει κάπου και γι’ αυτό πήγε να νοικιάσει ένα πολύ ωραίο σπίτι. Μαντέψτε ποια ήταν η γυναίκα που πήγε να του δείξει το σπίτι! Ηταν η Ελένη! Μόλις συναντήθηκαν κοιτάχτηκαν με τόσο πάθος, νιώθοντας έρωτα και αγάπη. Τους κοπήκαν τα πόδια. Αργότερα η Ελένη εγκατέλειψε τον Χαρίλαο, ο οποίος κατάλαβε ότι δεν μπορείς να βάλεις όρια στον πραγματικό έρωτα. Μετά από έναν χρόνο ο Μενέλαος και η Ελένη παντρευτήκαν και απέκτησαν και ένα παιδί.

Το συμπέρασμα είναι να κάνουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε και να μη διστάζουμε. Η ζωή είναι μικρή, ας την αξιοποιήσουμε.

Μανώλης Τρούλλης

 

 

 

         Στην Αθήνα ζει η πιο όμορφη και πλούσια κοπέλα που όλοι οι άντρες θέλουν. Οι γονείς της κάθε μέρα  τής φέρνουν υποψήφιους γαμπρούς για να διαλέξει. Εκείνη όμως είναι ερωτευμένη με ένα παιδί από μια φτωχή οικογένεια, τον Μενέλαο. Ο Μενέλαος βοηθούσε τον πατέρα του στη δουλειά του τσαγκάρη. Οι γονείς της Ελένης δεν την αφήνουν να τον παντρευτεί γιατί λένε πως η οικογένειά της είναι πολύ πλούσια και από τις πιο γνωστές της Αθήνας και πρέπει να πάρει έναν πλούσιο, άξιο και όμορφο άντρα. Σήμερα το πρωί κάλεσαν έναν υποψήφιο γαμπρό, τον Θεοκλύμενο μαζί με την οικογένειά του στο σπίτι για να τον γνωρίσουν στην Ελένη. Εκείνη μετά από πολλή πίεση κατέβηκε να τον δει. Πριν καν αντικρύσει τον Θεοκλύμενο μπροστά σε όλους δήλωσε:

-          Δεν τον θέλω

Οι γονείς της σηκώθηκαν για να την οδηγήσουν στο δωμάτιο για να μιλήσουν. Εκείνη τους έλεγε ότι δε θέλει κανέναν εκτός από τον Μενέλαο

-          Τέλος, αυτός ήταν ο τελευταίος άντρας και αυτόν θα πάρεις, γι’ αυτό φρόντισε να ξεχάσεις τον τσαγκάρη, είπε η μητέρα της.

Εκείνη άρχισε να διαμαρτύρεται.

-          Η συζήτηση τελειώνει εδώ. Αύριο κιόλας ξεκινάνε οι ετοιμασίες του γάμου, ήταν η οριστική δήλωσή τους.

Έναν μηνά μετά η Ελένη είχε παντρευτεί τον Θεοκλύμενο, αλλά ακόμα ονειρευόταν στη θέση του να ήταν ο Μενέλαος που αγαπούσε.

Ελένη Πότσου

 

 

            Ένα δροσερό απόγευμα του καλοκαιριού ο Μενέλαος αποφασίζει να ανακοινώσει στην Ελένη ότι πρέπει να μετακομίσει σε άλλο μέρος λόγω της δουλειάς του. Η Ελένη όμως δε συμφωνεί με τον Μενέλαο γιατί δε θέλει να μετακομίσει σε άλλη πόλη. Αλλά υπάρχει και ο Θεοκλύμενος στη μέση. Ένας παιδικός φίλος της Ελένης που πάντα ψάχνει αφορμή να την πλησιάσει και τώρα που υπάρχει περίπτωση να φύγει ο Μενέλαος είναι η κατάλληλη στιγμή να κάνει κίνηση. Κατά βάθος πάντα της άρεσε ο Θεοκλύμενος, αλλά ο Χορός προσπαθεί να την πείσει ότι δεν πρέπει με την πρώτη αδυναμία να παρατήσει τον Μενέλαο. Μετά από πολλές συζητήσεις μαζί του αποφασίζουν να μετακομίσουν στην πόλη που θα συνεχίσει τη δουλειά του ο Μενέλαος.

Αναστασία Χατζηστρατή

 

Σχολιάστε