ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ

Το διήγημα του Α. Τσέχωφ «Ο Παχύς και ο Αδύνατος» έδωσε το έναυσμα ώστε μαθητές και μαθήτριες του σχολείου μας να εκφράσουν πώς οραματίζονται τη συνάντηση με φίλους αρκετά χρόνια από σήμερα.
Η συντακτική ομάδα
Είναι κατακαλόκαιρο και γυρίζω εξαντλημένη από τη δουλειά. Ζέστη, κούραση και νεύρα για το τι έχω να κάνω ακόμα γυρίζοντας στο σπίτι. Υπερβολική κίνηση στο δρόμο και εγώ δεν έχω υπομονή. Πότε θα φτάσω επιτέλους σπίτι μου; Όπως προχωράω με το αυτοκίνητό μου έχω κάποιον μπροστά μου που οδηγάει πολύ αργά και πατάει συνέχεια φρένο. Έλεος! μπροστά μου σε βρήκα άνθρωπέ μου! Αρχίζω να κορνάρω για να με αφήσει να περάσω. Τίποτα αυτός, σιγά σιγά και σταθερά. Επιτέλους φτάνουμε σε ένα φανάρι, κατάφερα να πάω δίπλα του και κατεβάζω το παράθυρο μου για να με ακούσει. Όχι τίποτα, έπρεπε να ξεθυμάνω και αρχίζω να τον “στολίζω” καλά-καλά με δεξιοτεχνία και με “χαϊδευτικά” επίθετα. Εκείνος τίποτε, με κοιτούσε και άρχισε να χαμογελάει. Εγώ όσο το έβλεπα αυτό τόσο φούντωνε το ηφαίστειο νεύρων που είχα μέσα μου.
- Φιλία εσύ είσαι; μου λέει.
- Ποιος είσαι εσύ που ξέρεις και το όνομά μου άνθρωπε μου; Τι θράσος! Με έχεις νευριάσει τόση ώρα και δεν μπορώ να πάω σπίτι μου.
- Φιλίτσα, μου λέει πάλι εκείνος.
Αρχίζω να τον κοιτάω και να επεξεργάζομαι αυτά που μου λέει. Λίγοι άνθρωποι με έλεγαν έτσι και αυτό είχα να το ακούσω από τα μαθητικά μου χρόνια.
- Ποιος είσαι; του λέω.
- Έλα τώρα που δεν με θυμάσαι, τόσο πολύ άλλαξα πια; Δεν θυμάσαι που καθόμασταν στο ίδιο θρανίο στο γυμνάσιο και μου έβαζες όρια που να βάζω τα βιβλία μου;
Μπιπ,μπιπ, κορναρίσματα, άρχισαν να διαμαρτύρονται οι υπόλοιποι.
- Κάντε στην άκρη επιτέλους να τα πείτε, στη μέση του δρόμου βρήκατε;
Τι να κάνω που ήμουν και περίεργη να μάθω, του κάνω νόημα να πάει στην άκρη για να τα πούμε. Βγαίνουμε έξω και αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι ήταν ο κολλητός μου από το γυμνάσιο που του έκανα δύσκολη τη ζωή. Παπαρούνα εγώ αρχίζω να του λέω συγγνώμη για αυτά που σου στόλισα αλλά τι να κάνω, τα ήθελες και εσύ.
-Πάντα έτσι ήσουνα για αυτό και κάναμε παρέα. Πάντως εγώ χάρηκα που σε είδα, μου λέει. Τι κάνεις; Πώς περνάς;Παντρεύτηκες ή δε βρήκες κάποιον με τόσα νεύρα που έχεις;
- Και βρήκα και παντρεύτηκα του λέω, αλλά εσύ με τέτοια παραξενιά που έχεις;
- Χαίρομαι για σένα. Εγώ μόλις γύρισα από το εξωτερικό και προσπαθώ να θυμηθώ τους δρόμους για αυτό και με είδες να πηγαίνω σιγά. Δεν παντρεύτηκα, αλλά σύντομα και αυτό θα γίνει.
- Θα τα ξαναπούμε λοιπόν και ελπίζω την επόμενη φορά να μην είναι τόσο επεισοδιακά.
- Σίγουρα, του λέω και αποχαιρετιστήκαμε.
Φιλία Μάτση
Εκεί που περπατούσα στην πλατεία χθες το απόγευμα συνάντησα εντελώς τυχαία την Μαρία. Στην αρχή δεν ήθελα να με δει, αλλά με χαιρέτησε και ερχόταν προς το μέρος μου οπότε δεν μπορούσα να κάνω κάτι.
- Επ, Νίκη τι κάνεις; είπε γεμάτη χαρά η Μαρία.
- Καλά είμαι. Εσύ; της απαντάω. Μια χαρά, άλλαξες πολύ, το πρόσωπό σου, τα μαλλιά σου, πέρασαν και τριάντα χρόνια από τότε που ήμασταν Γυμνάσιο, εσύ όμως έμεινες ίδια.
- Ναι το ξέρω. Πώς πάει; Δουλεύεις πουθενά τώρα; Ναι πέρασα στη σχολή που ήθελα από τότε και τώρα ήρθα εδώ για διακοπές.
- Εσύ;
- Εγώ, να δεν πέρασα εκεί που ήθελα, δουλεύω σε μία καφετέρια τώρα.
- Φανταστικά!Θέλεις να πάμε να φάμε ένα σουβλάκι και να θυμηθούμε τα παλιά;
- Ναι θα το ήθελα.
Και πήγαμε μαζί στο σουβλατζίδικο.
- Πω,πω ίδια έχεις μείνει. Δεν έχει αλλάξει καθόλου, της είπα
- Ναι. Θυμάσαι που ένα βράδυ είχα πετάξει μία πέτρα και έσπασε το τζάμι και την επόμενη μέρα έψαχναν να βρουν ποιος το έκανε; μου είπε γελώντας.
- Φυσικά και το θυμάμαι. Χα,χα. Επίσης θυμάμαι πως κάθε φορά που ερχόμασταν να φάμε και με τα υπόλοιπα παιδιά όση δουλειά και να είχε μας σέρβιραν πρώτους-πρώτους για να φύγουμε γρήγορα και να μην χαλάσουμε κάτι.
- Χα,χα, ναι όπως και όταν βγαίναμε κάθε φορά κάποια γριά θα έβγαινε και θα μας φώναζε. – - Ναι ή όταν νευριάζαμε με τα αγόρια γιατί κάνανε ανοησίες και δεν μας άφηναν να συζητήσουμε σοβαρά.
- Χα,χα, παλιές καλές εποχές.
- Ουφ! Άστα, τώρα μόνο άγχος και δουλειά, τίποτα άλλο. Μετά από μία ώρα που φάγαμε και συζητήσαμε έπρεπε να φύγουμε γιατί και οι δύο είχαμε να πάμε στο σπίτι μας. Όμως είπαμε ότι θα ξαναβρεθούμε και άλλη μέρα μαζί και με τα άλλα παιδιά που κάναμε παρέα.
Νίκη Παπαγιαννίδου
Η δικηγορίνα μόλις μπήκε στο γραφείο της ήταν πρωί και ο ήλιος τώρα πια φώτιζε πάνω από τα κτίρια. Χαιρέτησε τους συναδέλφους της και έκατσε στο γραφείο της έτοιμη για μία καινούργια μέρα όταν ξαφνικά μπήκε μέσα ένας από τους καινούργιους δικηγόρους που την βοηθούσε τις τελευταίες μέρες.
- Καλημέρα σας, είπε ο δικηγόρος.
- Καλημέρα και σε σένα, απάντησε εκείνη.
- σας περιμένει ένας κύριος έξω, περιμένει από νωρίς το πρωί.
- Σας είπε τι θέλει; ρώτησε αυτή γεμάτη απορία.
-Μου είπε πως θέλει να σας μιλήσει καθώς επιθυμεί να χειριστείτε την υπεράσπιση του.
- Πες του να περάσει μέσα.
Έτσι μέσα στο γραφείο πέρασε ένας άντρας μέσου αναστήματος με γένια και ρούχα που φαινόταν να είναι τα καλά του, ζαρωμένα όμως λόγω του χρόνου που πέρασε περιμένοντας. Φαινόταν αναστατωμένος, όμως όχι αρκετά ώστε να δηλώσει φόβο.
- Γεια σας.
- Γεια σας, καθίστε του είπε η δικηγορίνα δείχνοντας προς την καρέκλα μπροστά από το γραφείο.
- Με λένε Νίκο, Νίκο Παπαγεωργίου.
Η δικηγορίνα απόρησε, της φάνηκε γνωστό αυτό το όνομα.
- Πηγαίναμε μαζί σχολείο, είπε καταφατικά ο άντρας.
Τότε η δικηγορίνα ψάχνοντας βαθιά μέσα στη μνήμη της βρήκε ένα αγοράκι, ένα αγόρι ζωηρό. Θυμάται αυτό να την κοροϊδεύει.
- Α, Νίκο παραλίγο να μη σε γνωρίσω, πώς μεγάλωσες!
- Και εσείς δεν πάτε πίσω, είπε ο άντρας. Τελικά πέρασες στη Νομική που ήθελες;
- Ναι, έφτυσα αίμα, αλλά τα κατάφερα. Πες μου πού οφείλεται η ξαφνική σου επίσκεψη;
- Ε, να ξέρεις έμπλεξα σε έναν καυγά.
Τότε στιγμιαία η δικηγορίνα θυμήθηκε τον τρόπο που της φερόταν στο παρελθόν αυτό το αγόρι που ήταν πλέον άντρας και ζητούσε τη βοήθεια της, από αυτή που υπήρξε θύμα των κακόβουλων σχολίων του.
Μυρσίνη Κάλφα
Περπατάω στο Σύνταγμα περιμένοντας το ταξί να έρθει. Φτάνει με 15 λεπτά καθυστέρηση. Υπό άλλες συνθήκες δεν θα με πείραζε, αλλά τώρα είχα δουλειά και έπρεπε να φτάσω στην ώρα μου. Ο οδηγός μου φαινόταν γνώριμος ωστόσο εγώ με έντονο τόνο στη φωνή μου του είπα πως θα πρέπει να είναι πιο συνεπής στη δουλειά του. Έσκυψε το κεφάλι. Σε λίγο συνειδητοποίησα όμως ότι είναι ο Αλέξανδρος ο παλιός συμμαθητής μου και με κατάλαβε και αυτός. Ντράπηκα που του μίλησα άσχημα, αλλά αυτός από μικρός ήταν καλόκαρδος. Έκανε σαν να μη συνέβη ποτέ και χαιρετηθήκαμε εγκάρδια. Είπαμε τα νέα μας για τις ζωές μας, γελάσαμε και μετά από 10 λεπτά ευχάριστης παρέας έφτασα στον προορισμό μου. Είπαμε να μη χαθούμε και την άλλη εβδομάδα έχουμε κανονίσει να βρεθούμε για φαγητό.
Χριστιάνα Τσαγκαλίδου
Έτσι όπως περπατούσα στο κέντρο πηγαίνοντας προς τα μαγαζιά, μια κοπέλα που κουβαλούσε κάτι κούτες έπεσε ξαφνικά πάνω μου. Έσκυψα κατευθείαν να τη βοηθήσω να τις μαζέψει και μου είπε ένα “με συγχωρείτε”. Αμέσως η φωνή της ακούστηκε πολύ γνώριμη και πράγματι είχα δίκιο. Ήταν η Κατερίνα, η φίλη μου από το δημοτικό. Η πρώτη φορά που γνωριστήκαμε είχε παρόμοια εξέλιξη. Καθώς περπατούσε στους διαδρόμους η Κατερίνα έπεσε πάνω μου ρίχνοντας ό,τι βιβλίο κρατούσε. Ήμασταν αχώριστες τότε, ωστόσο στα πρώτα χρόνια του γυμνασίου μετακόμισε στην Αθήνα και έχουν περάσει κοντά τριάντα χρόνια από τότε που αποχαιρετιστήκαμε. Δεν άλλαξε και πολύ από τότε αλλιώς δεν θα την αναγνώριζα. Μου εξήγησε πως βιαζόταν εκείνη την ώρα και για να μην αφήσουμε μια έκπληξη να πάει χαμένη κανονίσαμε να βγούμε για καφέ και να συζητήσουμε για τη ζωή μας.
Άννα Παπαοικονόμου
28 χρονών σε ένα φεστιβάλ της Αθήνας παρατηρώ διάφορα πρόσωπα, διάφορες εκφράσεις, διάφορες συζητήσεις. Περπατάω λοιπόν προς το μέρος με τα σουβλάκια και τι να δω, ο Γιώργος το παιδί που περάσαμε 12 χρόνια μαζί στο σχολείο και έχουμε να συναντηθούμε από τότε! Βλέπω τα social media του ακόμα, αλλά δεν το ήξερα ότι θα ήταν εδώ. Ενθουσιασμένος φωνάζω ένα δυνατό “Βρε συ”, ο κόσμος όλος έψαχνε να βρει ποιος το φώναξε και πριν με καταλάβουν ακούγεται το πιο δυνατό, χαρούμενο, ενθουσιασμένο, “Έλα ρε!”. Τρέχουμε σαν τους χαζούς ο ένας στον άλλο και δίνουμε μία χειραψία που διαπερνάει τα τύμπανα των αυτιών και φωνάζουμε μαζί “Τι μου κάνεις πρε!”. Τα άτομα γύρω μας είχαν όλα ένα ύφος περιέργειας αλλά δεν μας ενδιέφερε καθόλου. Μετά από αυτή την πρώτη συνάντηση περάσαμε δύο μέρες μαζί χωρίς να σταματάμε να μιλάμε για το παρελθόν. Στις μέρες αυτές ήμασταν τόσο μεθυσμένοι και μας κατέβηκε η φοβερή ιδέα να ξεκινήσουμε μαζί μια επιχείρηση από την οποία πλουτίζουμε τα τελευταία χρόνια.
Ιωάννης Παπαοικονόμου
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.