Ο ΜΑΝΩΛΗΣ

SifisMiliarakis_15

Χθες, μετά την απογευματινή μου βόλτα. καθώς διέσχιζα μία διασταύρωση, κοιτώντας απέναντι στον δρόμο, είδα ένα άτομο που είχα να δω πολλά χρόνια. Στην αρχή δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν αυτός, όμως μετά τον αναγνώρισα. Ξαφνιασμένος τον πλησίασα και τον χαιρέτησα.

Ο Μανώλης δεν είχε αλλάξει καθόλου. Ήταν το ίδιο ψηλό παιδί με τα φουσκωμένα μάγουλα και τα λίγο σχοιστά μάτια, μόνο που τώρα είχε τα αντρικά χαρακτηριστικά.

- Ποιός είσαι, μου λέει, καθώς δεν με αναγνώρισε ούτε λίγο.

- Είμαι ο Λευτέρης από το Παραδείσι, δεν με θυμάσαι;

Με τον Μανώλη είχαμε γνωριστεί στη Ρόδο όταν πήγα κάποια μέρα βόλτα. Όταν έδευγα, η παρέα μου που προηγουμένως ήμουν μαζί, έφυγε. Έτσι εγώ έμεινα στη στάση περιμένοντας το λεωφορείο. Όταν πήγα να βγάλω εισιτήριο στο κιόσκι είδα ότι δεν μου έφταναν τα λεφτά. Λογικά θα είχα χάσει κάποια. Ο Μανώλης, άγνωστος για “μενα τότε, ήταν πίσω μου στη σειρά και όταν άκουσε ότι δεν μου έφταναν τα χρήματα, μου πρόσφερε μερικά. Τυχαία, πηγαίναμε και οι δύο προς Παραδείσι, οπότε τον ευχαρίστησα και στο λεωφορείο κάτσαμε μαζί και γνωριστήκαμε.

- Και τότε μου είπες ότι κατεβαίνεις στην επόμενη στάση και σε αποχαιρέτησα.

- Ναι! Σε θυμήθηκα. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε!

Του πήρε αρκετή ώρα να με θυμηθεί. Ωστόσο δεν ήταν αυτή η φορά η μόνη που συναντηθήκαμε, αφού κρατήσαμε επαφή. Πολλές ήταν οι φορές που πηγαίναμε μαζί βόλτες στο κέντρο. Όμως σταματήσαμε να μιλάμε όταν ο Μανώλης μετακόμησε την Αθήνα λόγω επαγγελμταικών υποχρεώσεων του πατέρα του.

- Θυμάσαι που είχαμε παραγγείλει σε εκείνη την καφετέρια τον χυμό και φύγαμε;

- Πως δεν θυμάμαι! Αυτές οι αταξίες δεν ξεχνιούνται.

Αφού αναπολήσαμε τα παλιά, αποφασίσαμε να βρεθούμε στις 9:00 στην καφετέρια του χωριού. Εγώ πήγα σπίτι και σε δύο ώρες κατέβηκα στην πλατεία και τον βρήκα εκεί. Μπήκαμε στην καφετέρια και κάτσαμε στο μπροστινό τραπέζι γιατί είχε αγώνα ποδοσφαίρου.

- Τι θα πιείς;

- Μια μπύρα και εγώ.

- Σερβιτόρε φέρε δύο μπύρες, φωνάζω.

- Κερνάω εγώ, του είπα.

Η μία μπύρα, όμως, έγιναν δύο, οι δύο τρεις και ούτο καθεξής. Τελικά καταντίσαμε να κοιμόμαστε πάνω στο τραπέζι.

- Κύριοι, το μαγαζί κλείνει. Θα σας παρακαλούσα να αποχωρήσετε.

Εμείς κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον ζητήσαμε άλλη μία μπύρα και φύγαμε. Η ώρα ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα αλλά τίποτα δεν μας τράβαγε πίσω. Με μία πληθώρα όρεξης και ενέργειας που είχαμε, πήγαμε σπίτι μου και είδαμε μία ταινία.

Την επόμενη μέρα, καθώς ετοίμαζα τον καφέ μας, ρωτάω τον Μανώλη:

- Ρε Μάνο, έσυ γιατί όμως ήρθες στον Παραδείσι χτες;

Ο Μανώλης ξεπετάχτηκε, άνοιξε τα μάτια του διάπλατα και με ρώτησε αγχωμένος:

- Τι μέρα είναι;

- Είναι Πέμπτη, 24 του μήνα.

Ο Μανώλης σηκώθηκε και έτρεξε να πιάσει το μπουφάν του.

- Τι έγινε, τον ρωτάω.

- Ρωτάς γιατί ήμουν ψτες εδώ ε; Ε λοιπόν, εχτές έπρεπε να πάρω τη γυναίκα μου και τα παιδιά από το αεροδρόμιο.

- Ωχ καταλαβα τι έχει να γίνει!

Ο Μανώλης πήγε σπίτι του, στη Ιαλυσό, και βρήκε την οικογένεια του. Το τι έγινε όμως είναι μία άλλα ιστορία…!

Ελευθέριος Παπαδόπουλος

Σχολιάστε

Top