
Όντας ίλεως
και κάπου καθισμένος
στις βαθιές τις σκέψεις μου στοχάζομαι
και σε άλλες πατρίδες χάνομαι.
Εάν ήμουν ξένη πατρίς
θα ήμουν σίγουρα σε τροπικό νησί
μακριά από το θορυβώδες άστυ
ατενίζοντας τα βαθέα πελάγη.
Σαν παράθυρο ανοικτό
διαφαίνεται τώρα ετούτο εδώ
και αν δεις καλύτερα
μπορεί να χαθείς ταχύτερα.
Καθισμένος στην άμμο
με της φύσης τα κάλλη από πάνω.
Γλυκά, γλυκά το ύδωρ αφρισμένο
δροσίζει το σώμα το ηλιοκαμένο.
Το αγέρι ψιθυρίζει
μέσα από των φύλλων τα χείλη
και το θρόισμα το φοινικικό το περιστρέφει,
μα σαν άσμα το φέρνει.
Σμίγει με το θαλασσινό αγέρι
όπου μαζί θυμίζουν καλοκαίρι
χορεύουν και γελούνε,
μαζί τον έρωτα ομιλούνε.
Λευκός ο ήχος φτάνει
κι ενώνεται με του ουρανού τα κάλλη,
που με της Γης την ομορφιά
συντροφεύουν τη μοναξιά.
Ο ιχθύς κι αυτός πετιέται πάλι
και πάνω από το αντικρινό καράβι τροχιά διαγράφει.
Ένας άνθρωπος με κανό
πλαισιώνει τον τόπο αυτόν εδώ.
Μάγεμα η φύσις,
που την ομορφιά της πρέπει να ζήσεις.
Εκ του ανέμου στο μηνεί
σαν ευωδιαστός ψίθυρος στ’ αυτί.
Ξάφνου σα να στερεύει η αλμύρα.
Είναι η ίαχη της αστικής τρικυμίας
και ένας ήχος μακρόσυρτος
κλείνει το παράθυρο, ξενόφερτο.
Τελικά, βιώνεις την καλοκαιρινή μελαγχολία,
που φέρνει η αναμνησιακή τρικυμία.
Σκέφτεσαι την αλμυρή ίαση,
αλλά τελικά γράφεις ποίηση.
Γεωργόπουλος Μιχάλης . Α2