Εκείνες τις μέρες, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Καίσαρας Αύγουστος διέταξε: «Όλοι οι άνθρωποι στην αυτοκρατορία μου πρέπει να απογραφούν. Τα ονόματά τους πρέπει να γραφτούν σε καταλόγους για τη φορολογία. Καθένας πρέπει, για τον λόγο αυτό, να πάει στην πόλη απ’ όπου κατάγεται». Έτσι και ο Ιωσήφ
έπρεπε να πάει να δηλώσει το όνομά του στην πόλη του Δαβίδ, τη Βηθλεέμ, επειδή η καταγωγή του ήταν από την οικογένεια του βασιλιά Δαβίδ. Ξεκίνησε, λοιπόν, από τη Ναζαρέτ μαζί με τη Μαρία για το μακρύ ταξίδι τους.
Στη Βηθλεέμ δεν βρήκαν χώρο στο πανδοχείο. Η μικρή πόλη ήταν γεμάτη ανθρώπους. Τελικά βρήκαν να μείνουν σ’ ένα στάβλο. Τη νύχτα η Μαρία γέννησε το παιδί της, ένα γιο. Τον σπαργάνωσε και τον ξάπλωσε σ’ ένα παχνί.
Στην περιοχή εκείνη υπήρχαν μερικοί βοσκοί, που έμεναν στην ύπαιθρο και φύλαγαν τα πρόβατά τους. Ξαφνικά έλαμψε γύρω τους φως και τους παρουσιάστηκε ένας άγγελος. Οι βοσκοί τρόμαξαν, ο άγγελος όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε! Σας φέρνω ένα χαρμόσυνο μήνυμα. Ο Θεός σάς έστειλε τον Σωτήρα που σας είχε υποσχεθεί κι αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριος. Σήμερα γεννήθηκε στη Βηθλεέμ. Και τούτο είναι το σημάδι για να τον αναγνωρίσετε: θα βρείτε ένα βρέφος σπαργανωμένο και ξαπλωμένο μέσα σ’ ένα παχνί».
Ξαφνικά τότε, κοντά στον άγγελο, παρουσιάστηκε πλήθος αγγέλων, που υμνούσαν τον Θεό και έλεγαν: «Δόξα στον ύψιστο Θεό και ειρήνη στη γη. Αγάπη και σωτηρία για τους ανθρώπους!». Οι βοσκοί πήγαν γρήγορα στη Βηθλεέμ. Εκεί βρήκαν τη Μαρία και τον Ιωσήφ, και το βρέφος ξαπλωμένο στο παχνί και τους διηγήθηκαν τα λόγια που τους είπε ο άγγελος γι’ αυτό το παιδί.
Η Μαρία διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια στην καρδιά της και τα σκεφτόταν συνεχώς. Οι βοσκοί γύρισαν πίσω δοξάζοντας και υμνώντας τον Θεό για όλα όσα άκουσαν και είδαν. Η Μαρία και ο Ιωσήφ έδωσαν στο παιδί το όνομα Ιησούς, όπως τους το είχε πει ο άγγελος.
Πηγή: Θρησκευτικά Γ΄Δημοτικού
