Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα αναφέρεται στο πώς θα ήταν η ζωή, αν σε μια ελεύθερη χώρα δημιουργούνταν ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Μια καταθλιπτική πραγματικότητα, στην οποία οι άνθρωποι παρακολουθούνται διαρκώς χωρίς την ύπαρξη της έννοιας της ιδιωτικότητας, ανίκανοι να εμπιστευθούν ή να αλληλοβοηθηθούν, νιώθοντας μόνοι και χαμένοι.
Ο Γουίνστον, ένας 39χρονος Βρετανός, εργάζεται στο «Υπουργείο Αλήθειας» επεξεργάζεται διάφορα σημεία της Ιστορίας, τα αλλοιώνει και τα προσαρμόζει στην «πραγματικότητα», που το δικτατορικό κόμμα θέλει να γνωστοποιείται. Αν και δεν είναι υποστηρικτής του κόμματος και θα έκανε τα πάντα, για να αλλάξει η κατάσταση, δεν περνά σε πράξεις όντας σε αδιέξοδο και ίσως φοβούμενος τις συνέπειες. Μη μπορώντας να εκφράσει τις επιθυμίες του σε κανέναν, κρατά ημερολόγιο περιγράφοντας την αλήθεια του κόσμου που κανένας δεν παραδέχεται και την οποία όλοι αγνοούν. Παρατηρώντας συνεχώς τα γεγονότα που εξελίσσονται γύρω του, καταγράφοντας τα πάντα, συνειδητοποιεί πως μια γυναίκα, τον ακολουθεί διαρκώς, όπου κι αν πάει. Ονομάζεται Τζούλια και δουλεύουν στο ίδιο κτίριο. Εκείνος την αποφεύγει και δείχνει να αισθάνεται φόβο για το πρόσωπό της.
Ξεκινώντας από ένα ερωτικό σημείωμα απ’ την Τζούλια προς τον Γουίνστον, οι δυο τους αναπτύσσουν μια κρυφή ερωτική σχέση, παράνομη, σύμφωνα με τις εντολές της καταπιεστικής κυβέρνησης. Νιώθουν πως πλέον υπάρχει κάποιος να εμπιστευτούν και κατορθώνουν να δουν την σπουδαιότητα της ζωής, όταν είναι μαζί αλλά και την αξία της ελευθερίας που ποθούν τόσο ό ένας, όσο και ο άλλος.
Η κατάσταση στην πόλη είναι τρομακτική. Το κόμμα φανατίζει τους ανθρώπους, για να υποστηρίξουν τον «Μεγάλο Αδελφό», ένα πρόσωπο, έναν ηγέτη, ο οποίος έχει την ικανότητα να παρακολουθεί τα πάντα. Η «Αστυνομία Σκέψης» έχει κρυμμένα μικρόφωνα και κάμερες σε όλα τα σημεία. Κανένας δεν είναι ασφαλής να πει τη γνώμη του, γιατί θα τον ακούσουν και θα τον τιμωρήσουν. Απαγορεύονται οι στενές φιλίες, οι ερωτικές σχέσεις και γενικότερα η εκδήλωση συναισθημάτων για οποιοδήποτε άλλο σκοπό, εκτός από την υποστήριξη του κόμματος. Είναι αναγκαστική για όλους η παρακολούθηση των ειδήσεων και των δράσεων του κόμματος. Ακόμη, καθένας πρέπει να παρευρίσκεται στις ζωντανές συγκεντρώσεις, όπως «τα δύο λεπτά μίσους», να συμμετέχει ενεργά στην προπαγάνδα, να συμφωνεί με τις απόψεις των υπολοίπων οπαδών και να το εκδηλώνει, για να μην θεωρήσουν πως συμπεριφέρεται ύποπτα και πως ανήκει σε παράνομες οργανώσεις.
Ο Γουίνστον έχει την αίσθηση ότι ένας από τους ανώτερούς του στο «Υπουργείο Αλήθειας», ο Ο’ Μπράιαν, είναι διαφορετικός απ’ τους υπόλοιπους, ότι συμμετέχει σε κάποια παράνομη οργάνωση επαναστατών. Μετά από μια επίσκεψη στο σπίτι του οι υπόνοιές του ενισχύονται, και μαζί με τη Τζούλια του εκφράζουν την αντίθεσή τους ελπίζοντας ότι ο Ο΄ Μπράιαν έχει διασυνδέσεις με ομοϊδεάτες τους. Ενώ στην αρχή όσα πίστευαν για κείνον μοιάζουν να επαληθεύονται, τελικά αποδεικνύεται πως είναι ένας πιστός οπαδός του «Μεγάλου Αδελφού». Τους προδίδει και τους παραδίδει στην «Αστυνομία Σκέψης», η οποία τους οδηγεί στο «Υπουργείο Αγάπης». Εκεί, ο ήρωας βασανίζεται με διάφορους απάνθρωπους τρόπους, ώστε δεν του αφήνουν άλλη επιλογή από το να φανερώσει όσα ξέρει για την Τζούλια και να μην αποκρύψει τίποτα σε καμία από τις ερωτήσεις τους. Ο πραγματικός λόγος για όλα αυτά είναι η θέληση της κυβέρνησης να κατέχει τον πλήρη έλεγχο του ανθρώπινου μυαλού.
Σε ένα από τα βασανιστήρια τρομοκρατημένος ο Γουίνστον φωνάζει: «κάντε το στην Τζούλια, όχι σε μένα». Έχει προδώσει το μοναδικό άτομο που έχει ανάγκη και αγαπά αληθινά. Αλλά και η Τζούλια προδίδει τον αγαπημένο της. Επιστρέφοντας και οι δύο έχουν καταστραφεί. Δεν είναι ερωτευμένοι, δεν έχουν δικές τους απόψεις και ιδέες, δεν επαναστατούν, έχουν αλλάξει. Τους έχουν διαμορφώσει ακριβώς όπως ήθελαν, υπάκουους υποστηρικτές του κόμματος, χωρίς όνειρα, χωρίς σκέψεις, χωρίς την ικανότητα να αγαπήσουν κενοί και μόνοι…
Κάτια Ντούνη, Γ1