Νυχτώνει εκεί ψηλά στην κορυφή
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο κρυψώνα ψάχνει για να βρει.
Ξάφνου μπροστά του βλέπει μια σπηλιά
και αρχίζει να τρέχει γοργά γοργά.
Το χέρι του πονά,
έχει μια λαβωματιά,
θέλει να ξαποστάσει,
για λίγο τα πόδια του να ξεκουράσει.
Το ψυχρό φεγγάρι εκεί ψηλά,
σκοτάδι μέσα στη σπηλιά.
Κερί ανάβει για συντροφιά
και φεύγει ευθύς η μοναξιά.
Σκιές και σκέψεις τον τριγυρίζουν.
Κι όμως τα όνειρά του δεν του τα γκρεμίζουν,
<<Σύντομα μάνα θα γυρίσω>>, είπε, ψιθυριστά.
Έκλεισε τα μάτια και δάκρυα κύλησαν ζεστά.
Τουφεκιές και πυροβολισμοί ακούγονται από μακριά.
Τα ματωμένα παλικάρια μάχονται με όλη τους την καρδιά.
Μες στην σπηλιά το κλεφτόπουλο ρωτάει μια σκιά:
<<Πότε αδέλφια μου, πότε θα’ ρθει η λευτεριά;>>
Ένα μικρό παιδί ξεπηδάει από το φως,
είναι ο χαμένος του αδελφός.
Μαζί ήταν στα βουνά.
Κλέφτες και οι δυο με περίσσια παλικαριά.
Ορμήσανε και οι δυο χωρίς φόβο σαν θεριά.
Τους Τούρκους να πολεμήσουν να φύγει η σκλαβιά.
Μα ξάφνου ένα βόλι ήρθε δυνατά,
τον αδελφό του χτύπησε στην καρδιά.
Χαράζει. Κοιτά ψηλά την ανατολή.
Χαμογελά και η ελπίδα ακόμη ζει!
Κολοκύθας Θωμάς