Διήγημα

ημερολογιο

Αθήνα,   30 Ιανουαρίου 2021

Αγαπητό ημερολόγιο,

Ξέρω ότι έχω να σου γράψω αρκετό καιρό αλλά έχω να σου διηγηθώ πολύ συνταρακτικά νέα. Που λες πριν από τρεις εβδομάδες χάσαμε τον παππού μου. Ναι! Τον παππού τον Νίκο. Πολύ απρόοπτο γεγονός, καθώς όπως έλεγε και ο γιατρός του ήταν περδίκι στην υγεία του. Λογικά πέθανε από βαθιά γεράματα στα ενενήντα δύο του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που κηδεύτηκε. Τα δάκρυα κυλούσαν σαν ποτάμι και ο πόνος γινόταν όλο και πιο αβάστακτος. Μπορεί να είχαν περάσει μόνο λίγες ώρες από τότε που μας άφησε αλλά η απουσία του γινόταν όλο και πιο αισθητή. Ένιωθα ένα μεγάλο κενό. Τέλος πάντων, πίσω στο θέμα μας τώρα. Αφού πέθανε ο παππούς μας άφησε ένα σπίτι πού είχε με την γιαγιά σε ένα ξακουστό και ιστορικό χωριό, την Αρεόπολη. Όπως μου είπαν οι γονείς μου, η Αρεόπολη είχε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της επανάστασης του 1821. Μετά από μια σύντομη έρευνα που έκανα κι εγώ στο διαδίκτυο, βρήκα ότι σε αυτόν το τόπο συναντήθηκαν όλοι οι οπλαρχηγοί και δημιούργησαν τις ομάδες τους με σκοπό την εξέγερση εναντίον του Τουρκικού ζυγού για την απελευθέρωση της πατρίδας μας. Στις 17 Μαρτίου 1821 ήταν οι πρώτοι που ύψωσαν την σημαία της  Ελληνικής Επανάστασης. Διαβάζοντας αυτές τις πληροφορίες ανατρίχιασα. Ένιωσα μεγάλη περηφάνια που κατάγομαι από ένα τέτοιο τόπο αλλά και πολύ άσχημα που δεν είχα καταφέρει να τον επισκεφτώ ποτέ. Οι πρόγονοι μου αγωνίστηκαν εκεί και κέρδισαν. Κέρδισαν την ελευθερία μας. Κοίταξαν τον Χάρο κατάματα και τον περιφρόνησαν. Ένιωσα σαν να ήμουν κι εγώ εκεί. Σαν να τους βλέπω να έχουν όλοι τους ψηλά τα τουφέκια και χωρίς φόβο να φωνάζουν δυνατά την γνωστή φράση: «Ελευθερία ή Θάνατος!».

Οι γονείς μου λοιπόν αποφάσισαν να πάμε για μία εβδομάδα στο χωριό ώστε να εξετάσουμε την κατάσταση του σπιτιού και αν χρειαζόταν να του κάνουμε τις κατάλληλες επισκευές και εργασίες. Αφού πακετάραμε τις βαλίτσες μας, ξεκινήσαμε το ταξίδι. Η διαδρομή από Αθήνα-Αρεόπολη ήταν μικρή αλλά από την αγωνία μου και την ανυπομονησία μου, οι τρεις ώρες που ήταν μου φάνηκαν αιώνες.  Όταν επιτέλους φτάσαμε, στο χωριό είχα κολλήσει το πρόσωπο μου στο παράθυρο και παρατηρούσα τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Δεν είχε καμία σχέση με την Αθήνα, με τις ψηλές μοντέρνες και πυκνοκατοικημένες  πολυκατοικίες της ή  με τους μεγάλους και γνωστούς δρόμους της. Πολλά μικρά σπιτάκια ήταν διάσπαρτα εδώ και εκεί. Οι δρόμοι του  πολύ μικροί και ίσα που χωρούσε να περάσει το αυτοκίνητό μας. Και οι πλατείες του γεμάτες από παππούδες που πίνουν καφέ και λίγα πιτσιρίκια να παίζουν ποδόσφαιρο.

Εκεί που πηγαίναμε μέσα σε κάτι χωματόδρομους, ξαφνικά ακούω την μητέρα μου να λέει στον πατέρα μου: «Εδώ Γιώργο! Σταμάτα! Αυτό είναι, να το!». Εγώ αμέσως κοίταξα στο παράθυρο μου και αυτό που είδα με ξάφνιασε. Μέσα σε ένα απεριποίητο χωραφάκι βρισκόταν ένα πέτρινο και παρατημένο σπιτάκι και η αλήθεια είναι ότι εξωτερικά δεν μου γέμιζε και πολύ το μάτι. Παρόλα αυτά μου μετέδιδε μια ηρεμία και μια παράξενη γαλήνη. Σε έκανε να ξεχνάς τελείως τους σύγχρονους και κουραστικούς ρυθμούς της Αθήνας. Σε μετέφερε σε ένα μέρος που θα μπορούσες  να χαλαρώσεις. Να ξεχνάς τα προβλήματα σου. Να ξεχνάς τη ρουτίνα. Όμως  αναπόφευκτα με έκανε να σκέφτομαι τον παππού. Μου έλειπε πολύ. Σκεφτόμουν πόσο ευτυχισμένος θα ήταν αν μάθαινε ότι θα φτιάξουμε το σπιτάκι, ακόμα και από εκεί ψηλά που βρίσκεται. Όσο διασχίζαμε το χωραφάκι και πλησιάζαμε προς το σπίτι τόσα πιο πολλά γίνονταν και τα δάκρυα όλων μας. Αφού φτάσαμε στην μεγάλη ξύλινη πόρτα, την ανοίξαμε με δυσκολία και όλοι μας κοιταχτήκαμε μεταξύ μας σαν να σκεφτήκαμε το ίδιο πράγμα: Μακάρι να ήταν εδώ ο παππούς!  Το κλίμα που επικρατούσε ήταν μουντό και σιωπηλό και όλοι σκουπίσαμε ένα δάκρυ. Το σπίτι ήταν διώροφο. Στο ισόγειο του βρισκόταν ένα μικρό σαλονάκι μαζί με την κουζίνα και στον πάνω όροφο βρίσκονταν δύο μικρά υπνοδωμάτια. Ενώ στο υπόγειο που είχε δεν υπήρχε τίποτα.  Ήταν όλο το σπίτι μέσα στην σκόνη. Τα ξύλινα, βελούδινα και μεταξωτά έπιπλα που είχε ήταν παλιά αλλά αριστοκρατικά και οι πέτρινοι τοίχοι του μουχλιασμένοι. Το σπίτι ήθελε αρκετή δουλειά για να φτιαχτεί και αποφασίσαμε ότι μάλλον θα χρειαστεί να μείνουμε παραπάνω από μια εβδομάδα.

Οι πρώτες πέντε μέρες κυλούσαν ήπια. Είχαμε στρωθεί για τα καλά στη δουλειά. Το σπίτι είχε επιτέλους καθαριστεί από τη σκόνη και τη μούχλα. Πλέον το μόνο που έμενε ήταν να τακτοποιηθούν τα έπιπλα.  Αφού αγοράσαμε μερικά καινούρια και κρατήσαμε όσα μπορούσαν ακόμα να χρησιμοποιηθούν, είχαμε πολλά κατεστραμμένα έπιπλα που δεν ξέραμε τι να τα κάνουμε. Έτσι η μητέρα μου, μου είπε να μεταφέρω μερικά ελαφριά από αυτά, πρόχειρα, στο υπόγειο όσο εκείνοι θα συναρμολογούσαν τα καινούρια.  Και αυτό έκανα. Σε μία μου όμως διαδρομή κατεβαίνοντας στο υπόγειο σκόνταψα και έπεσα σε μια σανίδα που εξείχε από τις υπόλοιπες. Όταν πιάστηκε το πόδι μου σε αυτήν, η σανίδα βγήκε εντελώς. Αφού σηκώθηκα, φώναξα την μητέρα μου για να την ενημερώσω για τη ζημιά που είχα προκαλέσει. Αυτή, εφόσον είχε άλλη δουλειά μου, είπε απλά να την ξαναβάλω πίσω στην θέση της και ότι θα ασχοληθεί με αυτήν άλλη στιγμή. Βάζοντάς την πίσω στην θέση της συνειδητοποίησα ότι από κάτω της υπήρχε ένας φάκελος. Προτού τοποθετήσω τη σανίδα στη θέση της ξεκίνησα να τον παρατηρώ. Ήταν γεμάτος υγρασία και μύριζε μούχλα.  Από έξω έγραφε κάποια μισοσβησμένα ονόματα και διευθύνσεις. Ήταν ένα γράμμα! Απευθείας άνοιξα τον φάκελο και ξεκίνησα να το διαβάζω. Η αλήθεια είναι ότι δεν καταλάβαινα και πολλά Η γλώσσα ήταν ελληνική αλλά κάπως παλιά. Έτσι μπήκα σε μία ιστοσελίδα με ένα ειδικό πρόγραμμα  που βρήκα στο ίντερνετ και αφού έβγαλα μια φωτογραφία το γράμμα, μου έβγαλε την ακριβή μεταφορά του σε απλή νεοελληνική. Η οποία έλεγε :

18 Σεπτεμβρίου 1823

«Αγαπημένη  μου Αδερφή,

 

Αυτό το γράμμα είναι το τελευταίο γράμμα που θα λάβεις από εμένα. Πολέμησα και σκότωσα πολλούς Τούρκους αλλά και  λίγους δικούς μας που τους βοήθαγαν. Έτσι λοιπόν βάλθηκε ο Θεός να με τιμωρήσει. Για τα κακά που προκάλεσα.  Για τα νεκρά παλικάρια που άφησα στα βουνά. Για τον πόλεμο. Όλοι μας θα τιμωρηθούμε αδελφή μου. Όλοι μας. Που πολεμάμε για ένα κομμάτι γης. Για ένα κομμάτι γης το οποίο δεν μας ανήκει. Δεν ανήκει σε κανέναν μας, αλλά μόνο στην πατρίδα. Ο Θεός μας το πρόσφερε και εμείς το εκμεταλλευόμαστε. Σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. Εκεί φτάσαμε. Να σκοτώνουμε αδέρφια, ο ένας τον άλλον, για γη και για χρήματα.. Χάσαν οι άνθρωποι την ανθρωπιά τους. Το φιλότιμο τους. Όλοι μας θα πεθάνουμε αδερφή μου. Σε όλους μας θα έρθει και η σειρά μας. Έτσι ήρθε και δικιά μου. Με χτύπησαν βαριά αδερφή μου. Έχασα τα δυο μου πόδια. Έχασα τη μάχη μου με τον χάρο. Λίγες λένε οι γιατροί είναι ακόμα οι ώρες μου. Πεθαίνω. Είδες αδερφή μου, πόσα μας στέρησε αυτός ο πόλεμος. Μας στέρησε τη ζωή μας. Την δυνατότητα να κάνω την δική μου ευτυχισμένη οικογένεια. Μου στέρησε να δω το ανιψάκι μου. Τον γιόκα σου. Αλλά πάλι θα μας δώσει , πιστεύω,  την Ελευθερία. Δεν θα ξαναβρεθούμε αδερφή μου. Δεν θα καταφέρω ποτέ να ξαναγυρίσω πίσω στο φτωχικό μας. Αλλά να ξέρεις ότι πεθαίνω ήρωας. Σώζοντας την πατρίδα. Το σπίτι μας. Θα πάω πάνω. Μπορεί στην  κόλαση. Μαζί με τον πατέρα μας.  Που άνθρωποι κακοί δεν είμαστε αλλά αμαρτήσαμε αδερφή μου. Σκοτώσαμε. Θα πάω να τον βρω. Θα του πω το πόσο μας λείπει. Θα του πω για τον πόλεμο. Για το ότι έγινα γενναίος μαχητής. Για το εγγονάκι του. Θα του τα πω όλα αδερφή μου. Μπορεί να μην είμαι κάτω εδώ μαζί σου αλλά πάντα θα είμαι δίπλα σου. Ακόμα και από ψηλά θα σε προσέχω αδερφούλα μου. Όλους θα σας προσέχω. Εσένα, το παιδάκι σου, την μάνα μας, τα παλικάρια μας που αγωνίζονται πάνω στα βουνά και τους σκλάβους που δεν τολμούν να πολεμήσουν για την ελευθερία. Γιατί κι αυτοί άνθρωποι είναι. Δεν θέλω να στεναχωριέσαι αδερφή μου. Όλοι μας θα πεθάνουμε. Μόνο που εμένα ο χάρος μου χτύπησε νωρίς την πόρτα. Αυτές ήταν όμως  οι επιλογές μας. Ή θα ζούσαμε σκλάβοι ή θα πεθαίναμε ελεύθεροι.

Θύμισε στη μάνα  μας πόσο την αγαπώ. Πόσο μου λείπει αυτή και το σπιτικό μας. Πόσο μου λείπουν τα κυριακάτικα μας τραπέζια. Που τρώγαμε όλοι μαζί σαν οικογένεια από το νόστιμο σπιτικό φαγητό της. Θύμισε της όλες τις όμορφες οικογενειακές μας στιγμές. Πες της ότι είμαι καλά. Ότι πολεμώ για την πατρίδα. Ότι ο πόλεμος θα τελειώσει και θα γυρίσω σπίτι. Πες της να με περιμένει αδερφή μου. Πριν πεθάνω όμως θέλω μια χάρη από εσένα αγαπημένη μου. Αν κρατήσει για πολύ ο ξεσηκωμός, υποσχέσου μου ότι ο γιος σου θα γίνει επαναστάτης. Ότι θα πάει να δώσει ψυχή και σώμα στα βουνά. Πολεμώντας για την πατρίδα. Ότι θα γίνει γενναίο και ατρόμητο παλικάρι.  Ότι θα γίνει ήρωας. Υποσχέσου μου ότι δεν θα τον αφήσεις να τρέξει να κρυφτεί ή να παραδοθεί. Κάνε τον να αντισταθεί. Όπως κι εγώ. Αν πάλι λευτερωθεί  η πατρίδα, να αγωνιστεί μαζί με όλους τους Έλληνες  για να σταθεί στα πόδια της, να προκόψει. Θα ΄θελα κι εγώ να δω εκείνη την άγια μέρα. Αλλά δεν ήταν γραφτό.

Μπορεί πόδια να μην έχω αλλά θα φύγω από το ιατρείο. Θα το σκάσω από την φυλακή. Δεν θα περιμένω τον θάνατο να έρθει να με βρει. Δεν θα του κάνω την χάρη. Θα τον βρω εγώ.  Θα τον κοιτάξω κατάματα και θα του αντισταθώ. Παρόλο που γνωρίζω ότι δεν θα τα καταφέρω. Δεν θα τον κερδίσω. Θα αντισταθώ όμως. Θα πάρω το βαρύ τουφέκι μου και θα συρθώ σαν φίδι στα βουνά. Θα με σκοτώσουν οι Τουρκαλάδες, το ξέρω. Θα με δουν ανήμπορο και αβοήθητο και θα με εκμεταλλευτούν. Γιατί εκεί φτάσαμε αδελφή μου. Γιατί αυτό θέλει η μοίρα μου. Γιατί αυτό θέλει ο Θεός. Έχε γεια.»

Διαβάζοντας αυτά τα πικρά λόγια, καυτά μαύρα δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια μου. Τουλάχιστον μια ώρα καθόμουν κάτω μόνη μου στο υπόγειο κλαίγοντας με λυγμούς και χαζεύοντας το γράμμα. Αφού πέρασε μια μέρα κρατώντας το μυστικό δεν άντεξα. Απευθύνθηκα αμέσως στους γονείς μου, σκεπτόμενη τον παππού. Τους είπα για το γράμμα και τους το έδειξα και αυτό και την μετάφραση. Διαβάζοντάς την τα κουρασμένα γλυκά πρόσωπα τους είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα. Θλίψη και πόνος είχαν κατακλύσει το δωμάτιο. Ενώ το μόνο πράγμα που ακούστηκε σ’ όλη αυτή τη διάρκεια ήταν σιωπή.  Σύμφωνα με το εξωτερικό του φακέλου το παλικάρι που έγραφε το γράμμα λεγόταν Κωσταντής Λαμπρόπουλος ενώ η αδερφή του λεγόταν Αδαμαντία Λαμπρόπουλου. Σκεφτήκαμε να κρατήσουμε προς το παρόν το γράμμα και όταν φτάσουμε στην Αθήνα να δούμε τότε τι θα κάνουμε με αυτό.

Πέρασαν δυο εβδομάδες στο χωριό και επιτέλους χθες ήταν η ώρα που θα γυρνούσαμε σπίτι. Σε όλη την διαδρομή έψαχνα στο διαδίκτυο τα ονόματα των δυο αυτών παιδιών αλλά δεν ήταν αναγνωρίσιμα πουθενά. Όταν φτάσαμε σπίτι και πλέον είχαμε τακτοποιήσει τα πράγματα μας μια απίστευτη ιδέα πέρασε από το μυαλό μου. Αυτά τα παιδιά γράψαν την δική τους ιστορία. Ήταν ήρωες. Έτσι ο καλύτερος τρόπος για να τιμήσουμε έναν ήρωα θα ήταν να τον κάνουμε γνωστό ήρωα. Αφού μίλησα στους γονείς μου, ομόφωνα όλοι μας συμφωνήσαμε ότι αυτό το γράμμα θα γίνει δωρεά στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών. Να φανταστείς τώρα που σου γράφω σε λίγες μόνο ώρες θα πρέπει να πάμε να το παραδώσουμε. Μόνο έτσι θα τιμηθούν έτσι όπως τους αξίζει αυτοί οι ήρωες. Αυτό το γράμμα θα εκτεθεί σε ένα από τα πιο γνωστά μουσεία της Ελλάδας. Θα το δουν εκατομμύρια άνθρωποι. Έλληνες και ξένοι. Θα αναγνωριστεί το πείσμα μας, η επιμονή μας, η αξία μας, το φιλότιμό μας. Νιώθω πολύ περήφανη για το έθνος μου και για τους ανθρώπους του. Πρέπει όλοι εμείς οι Έλληνες να είμαστε ευγνώμονες για αυτούς τους ήρωες. Γιατί αυτοί μας πρόσφεραν την Ελευθερία μας. Κάτι που εμείς θεωρούμε τόσο δεδομένο, αυτοί πολεμούσαν και αγωνίζονταν στα βουνά για να την βρουν. Ψάχναν πάνω στα βουνά για μια σπιθαμή ελπίδα. Τώρα όμως πρέπει να φύγω. Πρέπει να πάω στο μουσείο. Θα σου ξαναγράψω αύριο όμως για να σε ενημερώσω για το τι συνέβη. Τα λέμε αύριο.

 

Αλεξάρου Αθηνά 

Σχολιάστε