Από τον Γκοσδή Γιάννη
Η λέξη «πανικός» σημαίνει «έντονος φόβος που παραλύει τη λογική σκέψη και οδηγεί κάποιον σε κατάσταση εκτός ελέγχου ενδεχομένως και σε παράλογες αντιδράσεις» (Μπαμπινιώτης, 1998). Συνδέεται ετυμολογικά με το όνομα του θεού Πανός, «λόγω τού φόβου και του θορύβου με τον οποίο συνδεόταν η παρουσία τού εν λόγω θεού» (Μπαμπινιώτης, 1998).
Ο Πάν ήταν αρχαία ελληνική θεότητα, συνυφασμένη με την πανίδα της φύσης και προσωποποίηση της γενετικής δύναμης της ζωής. Θεωρούνταν προστάτης των γεωργών και των κτηνοτρόφων, φίλος του κρασιού και του γλεντιού. Οι αρχαίοι Έλληνες τον φαντάζονταν ως ένα ανθρωπόμορφο ον με μυτερά αυτιά, γένεια, κέρατα και πόδια τράγου. Σύμφωνα με τη μυθολογία, γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας. Όταν τον αντίκρισε η μητέρα του, τον εγκατέλειψε τρομαγμένη από τη μορφή του. Ανατράφηκε από τις Νύμφες στα δάση της Αρκαδίας, όπου σύχναζε παίζοντας την σύριγγα (ποιμενικός αυλός). Λέγεται ότι η Σύριγγα ήταν και αυτή Νύμφη, η οποία προκειμένου να αποφύγει τον Πάνα που την κυνηγούσε, μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο Πάνας έκοψε από αυτή κομμάτια διαφορετικού μήκους, τα ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του.
Λέγεται ότι στη μάχη του Μαραθώνα, οι Έλληνες επικαλέστηκαν το θεό Πάνα. Εκείνος εμφανίστηκε και έσπειρε τον πανικό στους Πέρσες, οι οποίοι παράτησαν τα όπλα τους κι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι για να σωθούν.
ΠΗΓΕΣ
1. Μπαμπινιώτης Γ., (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας
2. Τσοτάκου-Καρβέλη Αικατερίνη (2007), Λεξικό της ελληνικής μυθολογίας,εκδ. Σοκόλη
3. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%82