χρήμα

ΑΠΟ: ΓΚΟΡΤΣΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ - Φεβ• 28•22

τετράδραχμο

Από την Ασημακοπούλου Μαρία-Λουίζα

Η αρχική σημασία της λέξης «χρήμα» είναι «πράγμα που χρησιμοποιεί ή χρειάζεται κάποιος» (χρήμα < χρή = πρέπει, είναι ανάγκη). Η λέξη, ήδη από την αρχαιότητα, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την κινητή περιουσία κατ΄ αντιδιαστολή με τη λέξη «κτήμα».

Βασική μονάδα μέτρησης του χρήματος αποτελεί το «νόμισμα». Η λέξη προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «νομίζω», το οποίο αρχικά σήμαινε «έχω τη συνήθεια, παραδέχομαι ως νόμιμο» (ομόρριζα: νόμος, νομή, νέμω κ.ά.). Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα στη Μ. Ασία και το υλικό τους ήταν ένα κράμα χρυσού και αργύρου, το ήλεκτρο. Αργότερα, χρησιμοποιείται ο χρυσός, ο άργυρος και ο χαλκός, ενώ πολύ σπάνια χρησιμοποιείται και ο σίδηρος ή κράματα μετάλλων.

Πριν την εμφάνιση του νομίσματος οι συναλλαγές πραγματοποιούνταν με την ανταλλαγή προϊόντων. Με την εγκατάσταση του ανθρώπου σε μόνιμες κατοικίες, οικισμούς, η οικονομία γίνεται γεωργοκτηνοτροφική. Ως μέσο συναλλαγής χρησιμοποιούνται πλέον κυρίως τα ζώα. Το βόδι έχει μεγάλη αξία, καθώς αξιοποιείται στη γεωργία για το όργωμα των χωραφιών. Όσα περισσότερα βόδια έχει κανείς, τόσο περισσότερο πλούσιος θεωρείται.

βόδι-άροτρο

Στον Ελλαδικό χώρο από τη 2η χιλιετία π.Χ. ως μέσο συναλλαγής χρησιμοποιούνται τα τάλαντα. Πρόκειται για πλάκες μετάλλου, που το σχήμα τους θυμίζει τεντωμένο δέρμα βοδιού, ενώ διευκόλυνε τη μεταφορά τους.

τάλαντο

Η λέξη «τάλαντο» χρησιμοποιείται πλέον με τις σημασίες «ταλέντο», «χάρισμα», «εξαιρετική ικανότητα». Επιπλέον, έχει και θρησκευτική σημασία. Γνωστή είναι η παραβολή των ταλάντων (Ματθ. κε΄ 14-30), στην οποία γίνεται λόγος για τα δώρα και τα χαρίσματα που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο. Καθένας οφείλει να καλλιεργεί τα χαρίσματα του, ώστε με τον τρόπο αυτό να προσφέρει στους συνανθρώπους του.

Στα τέλη του 8ου και στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα, ως μέσο συναλλαγής χρησιμοποιήθηκε ένα χρηστικό αντικείμενο, ο οβελός, που σημαίνει «σούβλα ψησίματος» (από τη λέξη «οβελός» προήλθε το ουσιαστικό «οβολός», που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το μικρό χρηματικό ποσό).

οβελός

Έξι οβελοί, που χωρούσε να κρατήσει η παλάμη του ανθρώπου, είχαν αξία μιας δραχμής [η λέξη «δραχμή» προέρχεται από το ρήμα «δράττομαι» (= συλλαμβάνω, πιάνω, κρατώ), ενώ είναι ομόρριζη του ουσιαστικού «δράξ» (= παλάμη)].

ΠΗΓΕΣ

1. Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας

2. https://argolikivivliothiki.gr/tag/%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B1/

Σχολιάστε

Top