Η Σμύρνη άλλοτε…

ΑΠΟ: margkorts - Ιαν• 30•23

Σμύρνη

Από την Ασημακοπούλου Μαρία-Λουίζα

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό μας η γιαγιά της αρθρογράφου, κυρία Μαρία-Λουίζα Μήλλα, την οποία ευχαριστούμε πολύ.

Το όνομά μου είναι Μαρία-Λουίζα και η καταγωγή μου είναι από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Πρώτη γενιά, γεννημένη στην Ελλάδα.

Ο μπαμπάς ξεριζώθηκε μικρός μαζί με τους γονείς του και τα έξι αδέρφια του. Ο παππούς και η νόνα του και όλο το σόι μας ήρθαν μαζί. Θείες, θείοι, ξαδέλφια.

Πάντοτε μου μιλούσε με νοσταλγία και αγάπη για την Πατρίδα. Πόσο όμορφη ήταν! Μιλούσε με λεπτομέρειες για την καθημερινή τους ζωή και αισθανόμουν σαν να είχα ζήσει εκεί.

Η γιαγιά καθολική, ο παππούς ορθόδοξος. Την έκλεψε δώδεκα χρονών και στα δεκατρία της είχε το πρώτο της παιδί.

Οικονομικά, κανένα πρόβλημα. Το υποστατικό στα περίχωρα της Σμύρνης. Ήταν περιβολάρηδες με πάρα πολλές μηλιές, εξ ου και το επώνυμο «Μήλλας». Το αρχοντικό κοντά στην παραλία, δίπατο, τεράστιο, με μεγάλη αυλή και πηγάδι, στέρνα και δωμάτια για το προσωπικό. Οι πιο πολλοί Τούρκοι και Αρμένιοι. Οι σχέσεις μας μαζί τους καλές, σαν οικογένεια.

Αρχηγός η μητέρα του παππού μου,  η κόνα, η κυρά Γιακόβα. Ο λόγος της νόμος. Ο πατέρας αγαπημένος, αφού είχε το όνομα του προπάππου, Αντώνης. Μόνο που η γιαγιά του τον φώναζε ναμικιόρη, δηλαδή παραπονιάρη και αχάριστο, γιατί όλο γκρίνιαζε. Πρώτος στο Σχολαρχείο, κάτι παραπάνω από το Δημοτικό, σαν Γυμνάσιο. Είχε έφεση στα Μαθηματικά. Κοφτερό μυαλό ο μπαμπάς μου. Οι θείες μου, οι δύο μεγαλύτερες, φοίτησαν στο Πανεπιστήμιο. Ήταν τιμή οι γυναίκες της γενιάς μας να είναι μορφωμένες. Δεν υπήρχαν διακρίσεις ανάμεσα στα αγόρια και στα κορίτσια. Ο παππούς και ο προπάππος ασχολούνταν με τα περιβόλια και τις δουλειές τους και η νόνα με την οικογένεια. Αυτή να μαγειρέψει για την οικογένεια, αυτή να κανονίσει τις δουλειές και τα ψώνια στην αγορά από το προσωπικό. Το σπίτι έλαμπε. Για αυτό και τις Σμυρνιές τότε τις έλεγαν παστρικιές.

Τα απογεύματα βόλτα στον κεντρικό δρόμο, στο λιμάνι, με όλα τα μαγαζιά για ψώνια και για το νυφοπάζαρο. Η Σμύρνη ήταν κοσμοπολίτισσα και το στολίδι στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης. Ντύσιμο ευρωπαϊκό της εποχής. Τα καλύτερα, με όλα τα αξεσουάρ χρυσά. Περπατούσαν οι θείες μου και τις χάζευαν για την ομορφιά και τη χάρη τους. Μετά γλυκό στο ζαχαροπλαστείο και σπίτι, πριν βραδιάσει.

Όλα καλά και όμορφα, ώσπου χάσαμε τον πόλεμο. Οι Έλληνες στρατιώτες υποχωρούσαν και οι σύμμαχοί μας μας εγκατέλειψαν στην τύχη μας. Ο κόσμος τρομοκρατημένος δεν ήξερε τι να κάνει. Οι δικοί μου μάζεψαν ό,τι πολύτιμο είχαν και μπορούσαν να το μεταφέρουν: κοσμήματα, λίρες, ράβδους χρυσού, ραμμένα στα ρούχα ολονών. Η αλήθεια είναι πως οι Τσέτες, οι Τούρκοι αντάρτες, του Κεμάλ Ατατούρκ έπεφταν σαν ύαινες στις γειτονιές των Αρμενίων και των Ελλήνων. Έκλεβαν ό,τι πολύτιμο έβρισκαν, σκότωναν, έσφαζαν με τις μαχαίρες και βίαζαν τις γυναίκες μπροστά στα μάτια των παιδιών τους. Οι Τούρκοι που έμεναν μαζί μας μας ειδοποίησαν πως έχουν έρθει καράβια στο λιμάνι, γερμανικά, εγγλέζικα και επιβιβάζουν κόσμο, φτάνει να έχουνε μπερντέ, δηλαδή χρήματα. Στριμώχτηκαν όλοι στις αποβάθρες κλαίγοντας, θρηνώντας για τη ζωή που άφηναν πίσω τους, για την Πατρίδα, το βιος τους. Οι Τσέτες όσους προλάβαιναν τους έσφαζαν χωρίς οίκτο, μην προλάβουν και φύγουν. Το μίσος τους για τη φυλή μας μεγάλο. Χαμηλής μόρφωσης άνθρωποι, ό,τι δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν, το κατέστρεφαν. Οι δικοί μου έδωσαν ό,τι είχαν και επιβιβάστηκαν στις βάρκες για τα πλοία. Οι άλλοι, οι φτωχοί, σπρώχνονταν πέφτοντας στη θάλασσα, αφού τους πετσόκοβαν οι Τσέτες. Από όσους πιάνονταν από τις βάρκες τους έκοβαν τα χέρια. Γέμισε η θάλασσα αίμα και η Σμύρνη καπνούς. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο, ζωντανό ή άψυχο. Οι σύμμαχοί μας μας πετούσαν στο νερό, να πνιγούμε.

Κάποτε το μαρτύριό μας τελείωσε και φθάσαμε εξαθλιωμένοι στη μητέρα Πατρίδα, την Ελλάδα. Οι ντόπιοι μάς χώρισαν και άλλους τους έστειλαν στην επαρχία, άλλους στην Αθήνα, στο Περιστέρι, στο Νέο Ηράκλειο, στη Φιλαδέλφεια και αλλού. Μας κοιτούσαν με μισό μάτι φοβούμενοι πως το Κράτος θα μας βοηθούσε και θα μας έδινε δουλειές. Το Κράτος έδωσε όποιο κομμάτι γης ήταν δύσβατο και άφορο και εμείς το κάναμε παράδεισο με το μόχθο μας. Άνθρωποι δουλευταράδες, άκοποι, μερακλήδες, κιμπάρηδες και στη δουλειά και στο γλέντι.

Ο προπάππος μου αγόρασε με ό,τι είχε απομείνει τα ποτιστικά χωράφια στην Κολοκυνθού, στην Παναγίτσα, στο ποτάμι του Κηφισού και μαζί του πήρε και τον πατέρα μου, τον εγγονό του, να τον μεγαλώσει. Η υπόλοιπη οικογένεια μαζί με άλλους Μικρασιάτες εγκαταστάθηκαν στις παράγκες του Περιστερίου. Η ζωή τους δύσκολη, γιατί οι ντόπιοι τους θεωρούσαν παρακατιανούς. Ποιους; Τους άρχοντες του τόπου τους! Μερικοί από τους συγγενείς έφυγαν στην Ιταλία και άλλοι στη Γαλλία.

Ο πατέρας μου συνάντησε τη μεγάλη του αδελφή, την Ολυμπία, και τα πρώτα ξαδέλφια του στη Φλωρεντία μετά από πενήντα χρόνια. Με πόση αγάπη μιλούσαν για την Πατρίδα τους και τα μεγαλεία της!

Ο πατέρας, αφού κατάφερε να δει τους συγγενείς του εν ζωή, ονειρευόταν ξύπνιος τη ζωή που έχασε και προσπαθούσε να μου μεταδώσει αυτή του τη νοσταλγία. Μου έλεγε: «Μαρία-Λουίζα μου, μην ξεχάσεις ποτέ τον τόπο μας στην άλλη μεριά του Αιγαίου. Είναι πιο όμορφος από εδώ. Μας ξερίζωσαν, όμως η μνήμη πρέπει να μείνει ζωντανή, να τη μεταλαμπαδεύσεις και στα παιδιά σου. Υποσχέσου μου πως, όταν τα μέρη θα ξαναγίνουν δικά μας, θα πας και θα φιλήσεις το χώμα που θα πρωτοπατήσεις, γιατί είναι ιερό, ποτισμένο με το αίμα μας. Εγώ θα φύγω, όμως εσύ θα προλάβεις να ζήσεις τα γεγονότα. Ορκίσου μου πως θα πας!» Η φωνή του αντηχεί ακόμη στα αυτιά μου και η υπόσχεσή μου παραμένει. Θα πάω!

Σχολιάστε

Top