Από την Κοκκινάκη Βασιλική
Η λέξη «σαμποτάζ» είναι γαλλική (sabotage). Αρχικά, σήμαινε «κατασκευή σαμπό». Προέρχεται από το ρήμα «saboter», του οποίου η αρχική σημασία ήταν «κάνω θόρυβο με σαμπό» (sabot = υπόδημα με ξύλινη σόλα στο οποίο μένει ακάλυπτη η φτέρνα).
Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, η λέξη «saboter» προήλθε από την κίνηση των εργατών μεταξιού στη Λυών της Γαλλίας, οι οποίοι εξεγέρθηκαν. Για να διαμαρτυρηθούν για τους χαμηλούς μισθούς τους, πέταξαν τα σαμπό τους στους αργαλειούς, όπου κατασκευάζονταν τα μεταξωτά υφάσματα. Ωστόσο, η εκδοχή αυτή, αν και επικρατέστερη, είναι πιθανότατα μύθος.
Η λέξη «σαμποτάζ» χρησιμοποιήθηκε τον 20ο αιώνα από τους αναρχικούς. Το σαμποτάζ κατ’ αυτούς ήταν μορφή κοινωνικού αγώνα (Émile Pouget, Le Sabotage, 1911).
Η αντίστοιχη ελληνική είναι η λέξη «δολιοφθορά» και σημαίνει «πρόκληση καταστροφών σε υλικά μέσα ή σε εγκαταστάσεις του εχθρού που διενεργείται με μυστική αποστολή σε περίοδο πολέμου ή κατά τη διάρκεια επαναστάσεως». Κατ’ επέκταση, εν καιρώ ειρήνης σαμποτάζ είναι η σκόπιμη και με έκνομα μέσα καθυστέρηση ή παρακώλυση έργου, ενέργειας, διεργασίας, η παρακώλυση εργασιών ενός εργοστασίου ή λειτουργίας μιας επιχείρησης. Σκοπός των ανωτέρω ενεργειών είναι η πρόκληση ζημίας, σύγχυσης, αναταραχής. Το σαμποτάζ γίνεται και για λόγους διαμαρτυρίας. Συνώνυμη είναι η λέξη «υπονόμευση».
ΠΗΓΕΣ
1. Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
2. Le Petit Robert de la langue française. Nouvelle Édition du PETIT ROBERT de Paul Robert. Édition 2015. Paris.
3.https://www.lemonde.fr/m-actu-chroniques/article/2015/10/30/mysterieux-sabotage_4799122_4573473.html
Βασιλική, μέσα σε λίγες παραγράφους παρουσιάζεις την ιστορία της λέξης και τη σύνδεσή της με το μύθο και την πολιτική. Πολύ χρήσιμη και η αντιστοίχισή της με τις ελληνικές συνώνυμες λέξεις!