Των μαθητριών Ατματζίδου Ηλιάνας και Γκίκα Τζουάνας.
Οι ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου πριν την ανταλλαγή δεν αυτοχαρακτηρίζονταν ως Πόντιοι, ενώ παραδοσιακά οι τοπικές ελίτ υιοθετούσαν μια στάση άμβλυνσης των διαφορών τους λοιπούς Έλληνες και περιορισμού των ιδιαιτεροτήτων τους. Δείγμα αυτής της στάσης ήταν το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, όπου η χρήση της ποντιακής γλώσσας ήταν απαγορευμένη. Εντούτοις , κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. με την άνοδο των αυτονομιστικών τάσεων των ποντιακών ελίτ, τα σχέδια περί δημιουργίας μιας Ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας και την μετά τον ξεριζωμό ίδρυση της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, ο όρος «Πόντιος» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για να περιγράψει το σύνολο των Ελληνόφωνων και Τουρκόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου.
Αντιθέτως στην καθομιλουμένη το εθνικό επίθετο Πόντιος περιορίστηκε στα άτομα με καταγωγή από τον μικρασιατικό Πόντο, υφισταμένης μιας εσωτερικής διαφοροποίησης για τους ΄΄Παφραλήδες΄΄ τους τουρκόφωνους Πόντιους του δυτικού Πόντου.
Μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης ποντιακής ταυτότητας υφίσταντο ισχυρότερες τοπικές διαφοροποιήσεις , καθώς τα άτομα συνήθως ταυτίζονταν περισσότερο με την πόλη η επαρχία καταγωγής τους, παρά με τον ευρύτερο Πόντο.
Η σταδιακή διαμόρφωση μιας ενιαίας ποντιακής ταυτότητας άρχισε να λαμβάνει χώρα μετά με την μετεγκατάσταση του πρώτου ρεύματος προσφύγων στην Ελλάδα μετά το 1922.