Στη περιοχή μας ο Σοχός φημίζεται εδώ και πολλά χρόνια για τη παράδοση που καταφέρνει και διατηρεί παρά τις δυσκολίες της εποχής . Συγκεκριμένα, ο εορτασμός των Δώδεκα Αγίων Αποστόλων σε συνδυασμό με τη διεξαγωγή αγώνων πάλης έχει κινήσει το ενδιαφέρον πολλών ξακουστών αθλητών, οι οποίοι έχουν παρευρεθεί στους αγώνες προκειμένου να κατακτήσουν έναν τίτλο.
Το έθιμο αυτό υπολογίζεται ότι ξεκινά από την Περσική εποχή, γύρω στο 1065 π.Χ. όπως φανερώνεται από το ποίημα Shahnameh (βιβλίο των βασιλέων) του Φιρντούσι. Οι παλαιστές είναι γνωστό ότι λέγονται και Πεχλιβάνηδες. Η ονομασία αυτή προέρχεται από τη λέξη Pehlevan, που σημαίνει ήρωας ή πρωταθλητής, και χρονολογείται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 238-224 π.Χ. , τη περίοδο των Πάρθων του Ιράν. Οι Μακεδόνες καθιέρωσαν ως εθνικό άθλημα τους την πάλη πριν από τους Τούρκους, οι οποίοι φημολογείται ότι τη θέσπισαν κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας εναντίον της Θράκης υπό την κυριαρχία του Οθωμανού Ομάν Γκαζή.
Κάθε χρόνο διοργανώνεται από την εκάστοτε τοπική διοίκηση ένα τριήμερο πανηγύρι για τον εορτασμό των Δώδεκα Αποστόλων και με αυτή την αφορμή καθιερώθηκε και η παλαιστική παράδοση. Τις τρεις τελευταίες μέρες του Ιουνίου (28-29-30), στο στάδιο «ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ», καταφθάνουν πολλοί επισκέπτες και αθλητές προκειμένου να αναδειχθούν, καθώς το έπαθλο είναι κυρίως συμβολικό, έτσι ώστε να τιμηθεί η παράδοση του τόπου. Συγκεκριμένα, ο νικητής της διοργάνωσης κερδίζει, εκτός από κάποιο χρηματικό έπαθλο, ένα ζώο, όπως κατσίκι ή πρόβατο. Στα παλαιότερα χρόνια δινόταν ένα δάμαλι ή ένας τράγος. Η όλη διαδικασία γίνεται υπό τον ήχο των ζουρνάδων και των νταουλιών, των οποίων η ένταση άλλοτε είναι μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη, ανάλογα με την ένταση του αγώνα που υπάρχει στο αλώνι.
Η πάλη είναι ένα άθλημα γνωστό από την αρχαιότητα με διαχωρισμούς ανάλογα με τις λαβές και γενικά τους κανόνες. Για παράδειγμα, υπάρχει το παγκράτιο, η πυγμαχία, η ελεύθερη πάλη, η ελληνορωμαϊκή πάλη και, στην προκειμένη περίπτωση, η πάλη με λάδι, η οποία είναι ένας συνδυασμός της ελληνορωμαϊκής και της ελεύθερης. Οι αθλητές που παίρνουν μέρος σε αυτό το είδος πάλης μπορεί να είναι και από άλλα μέρη της Ελλάδας, ακόμη και από την Τουρκία. Φορούν κάποια ειδικά παντελόνια, τα ονομαζόμενα κιουσπέτια ή κισπέτια (από την περσική λέξη kispet), που κατασκευάζονται από δέρματα ζώων και ζυγίζουν έως και δέκα κιλά. Αυτά αποτελούν και τη μόνη βοήθεια των αθλητών, επειδή οι αθλητές παλεύουν λαδωμένοι με σκοπό να δυσκολέψουν τον αντίπαλο, αφού δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τις λαβές που επιθυμεί.
Όταν οι παλαιστές μπαίνουν στο αλώνι, κάνουν διάφορα κόλπα (τσαλίμια) και χτυπήματα των χεριών για να εντυπωσιάσουν τους θεατές. Κατά τη διάρκεια της πάλης υπάρχουν γύρω από κάθε ζευγάρι δυο κριτές, οι οποίοι είναι τελείως αντικειμενικοί καθώς δεν χαρίζονται σε κανέναν, αφού εδώ μετράει η αξία, κι όχι η εθνικότητα . Δεν επιτρέπονται επικίνδυνες λαβές, ειδικά στο λαιμό των αθλητών, και τελικός νικητής αναδεικνύεται αυτός που τοποθετεί τον αντίπαλό του με την πλάτη στο έδαφος. Ωστόσο, αν αυτό δεν επιτευχθεί στα τριάντα λεπτά του αγώνα, πρωταθλητής βγαίνει όποιος καταφέρει να καθίσει στα γόνατα τον αντίπαλό του, συγκεντρώνοντας δυο πόντους.
Συνοψίζοντας, κάθε άνθρωπος που επιθυμεί είτε να γνωρίσει περισσότερα για τη πάλη ή να συμμετέχει στους αγώνες της περιοχής, είτε απλά να τους παρακολουθήσει, αυτή η πλευρά του Σοχού αποτελεί τη κατάλληλη επιλογή. Έτσι, έχοντας δώσει τη σκυτάλη, πλέον, οι «Μπεχλιβάνηδες» του Σοχού στη νέα γενιά γνωρίζουν ότι η παράδοση θα κρατηθεί για πολλά χρόνια ακόμη…
Φανή Θεοδοσιάδου