Της Τζουάνα Γκίκα, μαθήτριας της Α΄ Λυκείου
Το έθιμο των κουδουνοφόρων του Σοχού έχει τις ρίζες του στη Διονυσιακή λατρεία και Βακχεία. Είναι έθιμο αρχέγονο, καθαρά παγανιστικό, με εμβόλιμα στοιχεία χριστιανικά και λαογραφικά συγχρόνως. Είναι ένα δρώμενο, ένα τελετουργικό χθόνιο, από τον κόσμο του ενστίκτου και των συναισθημάτων. Μέσα του ενυπάρχει το «δέος» και η πρωτεϊκή ιερότητα.
Οι κουδουνοφόροι στον Σοχό είναι ντυμένοι με μια ιδιαίτερη παραδοσιακή φορεσιά. Χαρακτηριστικά στοιχεία της είναι τα μαύρα δέρματα τράγων, η πλεχτή εσάρπα που διπλώνει στον αυχένα, τα κεντητά μανικέτια που εφαρμόζονται στους βραχίονες, το “καλπάκι”, που είναι μια πλουμιστή μάσκα-προσωπίδα με μακριά μουστάκια που καταλήγει σε μια ψηλή κεφαλοστολή και με την οποία καλύπτουν πρόσωπο και κεφάλι και τέλος τα 5 κουδούνια που εξαρτώνται από τους ώμους και τη μέση με το ζωνάρι. Απαραίτητα εξαρτήματα είναι επίσης η γκλίτσα και ένα μπουκάλι ούζο για να κερνούν γνωστούς και φίλους, ανταλλάσσοντας ευχές.
Σύμφωνα με την παράδοση, η κωδωνοφορία των Μέριου (κουδουνοφόρων) έχει σχέση με τον θρύλο της πολιορκίας που υπέστη ο Άγιος Θεόδωρος και οι στρατιώτες του στην περιοχή και με το τέχνασμα που επινόησε να φορέσουν δέρματα αιγοπροβάτων, για να διασπάσουν την πολιορκία. Έχει όμως σχέση και με τις τελετές που γίνονταν από αγρότες και κτηνοτρόφους του παρελθόντος από τον χειμώνα προς την άνοιξη για να ενδυναμώσουν την καρποφορία της γης.
Οι Κουδουνοφόροι ή αλλιώς Μέριου δεν είναι τρομακτικοί! Είναι θα έλεγα απόκοσμοι και ταυτόχρονα εντυπωσιακοί. Δεν πειράζουν τον κόσμο, αλλά αντίθετα περνάνε από δίπλα σου τόσο γρήγορα, που δεν προλαβαίνεις ούτε να τους φωτογραφίσεις.
Τη στολή του κουδουνοφόρου τη φορούν κατά το έθιμο άντρες, αλλά τα τελευταία χρόνια ντύνονται και τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ώστε να συνεχίσουν την παράδοση. Γυρνούν μόνοι τους ή σε παρέες ανάμεσα στο πλήθος όχι μόνο την Κυριακή της αποκριάς και την Καθαρά Δευτέρα αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια του τριωδίου.