Στα πλαίσια της 4ήμερης εκδρομής της Α” και της Β” Λυκείου του Σχολείου μας, αποφασίστηκε να περιληφθεί στο Πρόγραμμα της εξόρμησής μας και μία επίσκεψη στο ενδιαφέρον Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων του Παύλου Βρέλλη. Στις επόμενες γραμμές παρατίθενται βιογραφικά στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με το έργο του καλλιτέχνη.
Γεννημένος στα Γιάννενα το 1923, ορφάνεψε σε ηλικία 4 ετών από μητέρα. Εννέα χρόνια αργότερα χάνεται και ο πατέρας του. Η θεία του τον μεγαλώνει και τον σπουδάζει. Ο ρόλος της, τόσο σαν παιδαγωγός (δασκάλα η ίδια), όσο και σαν παρουσία με σπουδαία καλλιτεχνική αγωγή, τον επηρεάζει βαθύτατα.
Το έργο της δύσκολο. Όχι μόνο επειδή ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος άφησε έντονα τα σημάδια του, αλλά επειδή ο Παύλος είναι ο πλέον ζωντανός από τους ανιψιούς της. Η καλλιτεχνική του πλευρά, είχε αρχίσει ήδη να διαφαίνεται από την παιδική του ηλικία, όταν είχε ζωγραφίσει ή σμιλέψει σε ξύλο ή πέτρα, αγαπημένους του ήρωες. Η άλλη του πλευρά όμως ήταν αυτή που στάθηκε η αιτία να προχωρήσει μπροστά στη ζωή. Ο ζωντανός του χαρακτήρας και η αγάπη του για δράση και ανακαλύψεις, τον κράτησε ζωντανό πνευματικά, όταν –έφηβο πια– τον συνέλαβαν οι Γερμανοί κατά την περίοδο της κατοχής, χρησιμοποιώντας τον μαζί με άλλα παιδιά για να καθαρίζει απομεινάρια πολεμικού υλικού, που δεν είχε εκραγεί…
Έχοντας ζήσει σα μελλοθάνατος, σκάλιζε στη φυλακή απλά αντικείμενα σε ξύλο, περίμενε τις τελευταίες του στιγμές, είδε φίλους να χάνονται για πάντα, αποτύπωνε μορφές συγκρατούμενων του, με διαφορετική πια ενόραση. Άρχισε να έχει τις πρώτες του πνευματικές ανησυχίες, οι οποίες τώρα πια δε βασίζονταν απλά σε μια παρόρμηση για εξερεύνηση, αλλά σε μια ανάγκη για έκφραση, μέσα απ’ αυτά που ένιωθε ότι τον αντιπροσώπευαν περισσότερο.
Μετά από επιθυμία και προτροπές της θείας του, θα τον δούμε το 1945, να μπαίνει στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία και να αποφοιτά το 1947.
Σε ηλικία 23 χρονών (πριν μπει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), καταπιάνεται με τη δημιουργία προτομών. Η δουλειά του αυτή, τον σημάδεψε, όχι τόσο με την πορεία της, όσο με το τέλος της. Επαινώντας τον για την προτομή που του ετοίμασε, ο Σπ. Βλάχος του πρόσφερε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για αμοιβή. Το αρνήθηκε, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι: “δε θέλω να αρχίσω την καριέρα μου με χρήματα”.
Έτσι απέκτησε μικρή πείρα σε προτομές, με τις λίγες γνώσεις ανατομίας και οστεολογίας, που έγιναν κτήμα του ύστερα από πολλούς κόπους. Εκείνα τα χρόνια, ασχολήθηκε πολύ με χαρακτική, κυρίως σε όρθιο και πλάγιο ξύλο, με εργαλεία που κατασκεύασε ο ίδιος.
Η παρατηρητικότητά του και η αγάπη για το αντικείμενο αυτό, καθώς και η πίστη του στην Τέχνη και τη Ζωή, ήταν οι κινητήριες δυνάμεις του. Έτσι, μετά από επιθυμία του ίδιου, τον βρίσκουμε σπουδαστή της Α.Σ.Κ.Τ., το 1949. Δυστυχώς όμως, η θητεία του στο στρατό την περίοδο του εμφύλιου πολέμου, όχι μόνο τον σημαδεύει ψυχικά, αλλά τον φέρνει πίσω σε όλη την πορεία, που είχε αρχίσει με τόσο κόπο να χαράζει.
Σαν καλλιτέχνης-δημιουργός, αρχίζει να εξερευνεί διάφορα μονοπάτια. Δημιουργεί με πρώτη ύλη πηλό και πατίνες δικές του, φρούτα που δεν απέχουν σχεδόν καθόλου σε εμφάνιση από τα φυσικά, σκιτσάρει οτιδήποτε τον ενδιαφέρει, δοκιμάζεται στη Ζωγραφική και τη Χαρακτική, παίρνοντας εγκωμιαστικές κριτικές από καθηγητές της Α.Σ.Κ.Τ., που ήθελαν να τον κρατήσουν στις Τάξεις τους.
Παράλληλα με το τέλος της θητείας του και τη συνέχιση των μαθημάτων, αθλείται ως αθλητής στο άλμα επί κοντώ. Και δε σταματά τις αναζητήσεις του στην Τέχνη που διάλεξε και στον αθλητισμό που αγαπούσε. Επίσης, παρακολουθεί μαθήματα Βυζαντινής μουσικής και ορθοφωνίας.
Κάποιες από τις δραστηριότητες αυτές, πρέπει να διακοπούν, διότι τα μαθήματα της Α.Σ.Κ.Τ. γίνονται όλο και πιο απαιτητικά. Ο ίδιος, αργότερα, θα θεωρήσει τη διακοπή αυτή ευεργετική, μιας που η αφοσίωσή του, τον βοήθησε να τελειοποιήσει την Τέχνη του.
Διδάχθηκε Καλλιτεχνική Ανατομία (πάνω σε πτώματα, όπως και οι φοιτητές της Ιατρικής) και όπως μας λέει, αυτή η γνώση αποτέλεσε την “ορθογραφία της δουλειάς του”.
Στα δικά του εδάφια της γλυπτικής, καθηγητής του ήταν ο Μιχάλης Τόμπρος. Ο ίδιος, τον κατονόμασε ως τον καλύτερο πορτρετίστα μαθητή του. Μακάρι και διάφορα άλλα πρόσωπα, κυρίως Ηπειρώτες, των οποίων τις προτομές φιλοτέχνησε, να είχαν την ίδια αντίληψη για την Τέχνη που υπηρετούσε. Όχι μόνο δεν τον βοήθησαν, αλλά και δεν τον πλήρωσαν, ούτε καν για τα υλικά και τα χυτήρια! Ίσως να έφταιγε το γεγονός, ότι ήταν ρεαλιστής και στη Ζωή και στην Τέχνη του κι έτσι οποιαδήποτε προσποιητή ωραιοπάθεια, δεν είχε θέση στις δημιουργίες του.
Το 1954, αποφοιτά από τη Σχολή του με Θεωρητικό και Πρακτικό Πτυχίο. Είναι, τώρα πια, ο πρώτος Ηπειρώτης που κατάφερε να περάσει στη Σχολή αυτή και ο πρώτος Ηπειρώτης που αποφοιτεί απ’ αυτή, με τέτοια εφόδια.
Το 1983 (60 χρονών τότε), αγοράζει με το εφ’ άπαξ του ένα χώρο 17 στρεμμάτων, στο χωριό Μπιζάνι. Χάραξε δρόμους και πλατείες. Διαμόρφωσε τον εξωτερικό χώρο ώστε να μη δημιουργεί “οπτική μόλυνση” στο περιβάλλον. Τον πλούτισε φυτεύοντας πάμπολλα δέντρα. Τέλος, έδωσε ο ίδιος μορφή αστικής φρουριακής αρχιτεκτονικής της ενδοχώρας της Ηπείρου κατά τον 18ο αιώνα, στο κτίριο που θα στέγαζε το καινούριο του Μουσείο, με απόλυτο σεβασμό στην παράδοση.
Στο ίδιο το κυρίως κτίριο, διαιρεί το εσωτερικό με ανάλογα επίπεδα (παράλληλα, συνάλληλα, διάλληλα) και δημιουργεί έτσι ένα χώρο απολύτως μοναδικό. Αποδεσμευμένος από τις γνωστές “αίθουσες-βιτρίνες”, διαμορφώνει τον εσωτερικό αυτό χώρο, προσπαθώντας να φτιάξει ποικίλα σκηνικά, που θα ενσωματώνουν τα ομοιώματά του. Όλα τους, παρμένα απ’ την Ελληνική Ιστορία.
Το Μουσείο αυτό αρχίζει να δέχεται επισκέπτες στις 31/7/1995 και τα σχόλια που εισπράττει ο καλλιτέχνης για το έργο του, τον δικαιώνουν για την προσπάθεια τόσων χρόνων χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Πάντα πίστευε ότι: “Πλούσιος δεν είναι αυτός που έχει χρήματα, αλλά αυτός που προσφέρει. Και εγώ είμαι πλούσιος, γιατί κατάφερα και πρόσφερα στον Έλληνα τούτο το έργο».
Στις 23 Ιουλίου 2010, ο Παύλος Βρέλλης έφυγε από κοντά μας.
Επιμέλεια: Γκουλέτσα Ευρώπη, Οικονομολόγος