Της μαθήτριας της Γ Λυκείου, Παρασκευής Σαββίδου
Θα σου πω ποια μοναξιά με τρομάζει περισσότερο,
εκείνη που την νιώθεις μέσα στο πλήθος
γιατί κανείς δεν ακούει τα λόγια σου,
δεν μετράει τους παλμούς της καρδιάς σου,
δεν απλώνει το χέρι να πιάσει το δικό σου,
απλά βαδίζει δίπλα σου και πολλές φορές
σε σπρώχνει για να περάσει…
Το βασικό θέμα που αναδεικνύεται στο ποίημα είναι η οδυνηρή μοναξιά που βιώνει ο άνθρωπος μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα και η αλλοτρίωση των σύγχρονων ανθρώπινων σχέσεων. Το ποιητικό υποκείμενο μάς εκμυστηρεύεται τη μοναξιά που το ίδιο βιώνει και τον «τρομάζει». Μέσω του α’ ενικού προσώπου προσδίδεται ένας εξομολογητικός φορτισμένος τόνος και αισθητοποιείται το οδυνηρό βίωμα της μοναξιάς, μιας μοναξιάς που βιώνεται οξύμωρα «μέσα στο πλήθος». Τα αποσιωπητικά υπονοούν τη φόρτιση που προκύπτει από την αδιαφορία του ανώνυμου πλήθους, ενός πλήθους που δεν ακούει («κανείς δεν ακούει τα λόγια σου»), που δεν αισθάνεται («δεν μετράει τους παλμούς της καρδιάς σου»), δε συμπονεί και δε βοηθάει τον διπλανό του(«δεν απλώνει το χέρι να πιάσει το δικό σου»). Η κορύφωση της αδιαφορίας που περιγράφεται φαίνεται από την εικόνα των τελευταίων στίχων, εκεί όπου το άγνωστο πλήθος, όχι μόνο δεν ασχολείται με το ποιητικό υποκείμενο περνώντας από δίπλα του, αλλά μάλιστα τον σπρώχνει για να περάσει.
Αυτή είναι η μοναξιά του καιρού μας, μια μοναξιά ανθρώπων που ζουν στριμωγμένοι σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, τρέχοντας να προλάβουν μια καθημερινότητα που τρέχει και υποχρεώσεις που δεν τελειώνουν. Έτσι, καταλήγουν να κλείνονται στο «εγώ», να νοιάζονται μόνο για το προσωπικό τους συμφέρον, να δημιουργούν επιφανειακές σχέσεις μόνο και μόνο για να αποκομίσουν κάποιο όφελος, έχοντας αποξενωθεί και χάσει κάθε είδος ανθρωπιάς, εγκλωβίζοντας τον εαυτό τους και τους άλλους σε μια οδυνηρή υπαρξιακή μοναξιά, μια μοναξιά μέσα στο πλήθος.
Επιμέλεια: Μιμιλίδου Σοφία, Φιλόλογος.