Της μαθήτριας της Γ Λυκείου Θεοφανίας Χρηστίδου
Θέμα του ποιήματος «Ελευθερία έκφρασης» του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι αποτελεί ο πολιτικός αυταρχισμός και η τρομοκρατία της εξουσίας που καταστέλλουν κάθε επιθυμία αντίδρασης του λαού για διεκδίκηση των δικαιωμάτων του. Εξετάζοντάς το παρατηρούμε πως ο ποιητής αξιοποιεί το γ’ πληθυντικό πρόσωπο («πλησιάζουνε», «κλέβουν») μέσω του οποίου δηλώνονται οι καταχρηστικές συμπεριφορές των εξουσιαστών, αλλά και το α΄ πληθυντικό («δε λέμε», «σπίτι μας») το οποίο αντιπροσωπεύει όλους τους κοινούς ανθρώπους στους οποίους ασκείται η αυταρχική εξουσία. Η πολιτική βία αποδίδεται με μία κλιμάκωση τριών εικόνων. Η πρώτη ενέργεια των καταπατητών συμβαίνει κρυφά μέσα στη νύχτα. Αρχικά αρκούνται στην κλοπή ενός λουλουδιού «από τον κήπο μας», για το οποίο δεν υπάρχει καμία αντίδραση. Τη δεύτερη νύχτα δε νιώθουν την ανάγκη να κρυφτούν, πατούν πάνω στα λουλούδια και σκοτώνουν «το σκυλί μας», ωστόσο πάλι καμιά αντίδραση δεν ακολουθεί, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση της τελευταίας σκηνής, στην οποία την πιο «διάφανη» μέρα οι ληστές ανενδοίαστα αρπάζουν «το φεγγάρι μας», σύμβολο του φωτός μέσα στο σκοτάδι. Κλέβουν κάτι μοναδικό και πολύτιμο μπαίνοντας με άνεση στο σπίτι μας, γιατί ξέρουν τον φόβο του λαού να εκφράσει ελεύθερα τη φωνή του εναντίον τους, να αντιδράσει σε όλη αυτή την εκμετάλλευση. Έτσι καταλήγουμε στην τελευταία στροφή να μην «μπορούμε να πούμε τίποτα» έχοντας συνηθίσει στη σιωπή και στην αδράνεια που δίνουν τον χώρο στους καταπατητές να μας στερούν όλο και περισσότερες ελευθερίες.
«Ελευθερία έκφρασης»
Την πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.
Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.
Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.
Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα…