Ημέρες υποδοχής Ουκρανών μαθητών στο 9ο Δημοτικό Σχολείο Καστοριάς

Γράφει η δασκάλα Χριστίνα Ματσουλιάδη

Ημέρες υποδοχής Ουκρανών μαθητών  στο 9ο Δημοτικό Σχολείο Καστοριάς, όπως τις βίωσε μία «ανίδεη» δασκάλα.

 

 

«Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον». (Απόστολος Παύλος)

 

 

Κανένα πτυχίο, ποτέ μου, κανένα δίπλωμα, κανένα σεμινάριο δεν με προετοίμασε  γι’ αυτό. Κύμβαλο αλαλάζον και τίποτε περισσότερο, αυτό ήταν το πρώτο συναίσθημα. Δεκαέξι  χρόνια μπροστά από δεκάδες ζευγάρια μάτια, δεν κατάφεραν να με προετοιμάσουν για τη στιγμή που ένα τρυπημένο μπλουζάκι και μία ζωγραφιά θα ρουφούσαν όλη μου την εμπειρία και τη γνώση.

Τέσσερα ζευγάρια μάτια, διαφορετικά από τα άλλα, ήρθαν δειλά και χώθηκαν στις αγκαλιές μας. Κόκκινα και πρησμένα, χαμηλωμένα, αλλά περήφανα. Τέσσερις καινούριοι μαθητές, παιδιά από την Ουκρανία. Γνωρίζαμε από μέρες πως θα έρθουν, όμως η στιγμή που οι μανάδες τα αποχωρίστηκαν στο γραφείο και αυτά κλαμένα γαντζώνονταν στην αγκαλιά τους, μας βρήκε όλους απροετοίμαστους.

Το μικρό θαύμα ήρθε φυσικά από τα παιδιά. Την πρώτη μέρα που ήρθε ο Α. στην τάξη μας, είχαμε πραγματική γιορτή! Με «σκηνοθέτες» τους μαθητές, φορέσαμε τα πιο μεγάλα μας χαμόγελα, ανοίξαμε τις πιο τεράστιες και ζεστές αγκαλιές μας και σαν τους ηθοποιούς που κρύβουν βαθιά μέσα τους τα συναισθήματά τους όταν ανέβουν στη σκηνή, έτσι κι εμείς κλείσαμε τα μάτια στα σκισμένα ρούχα και το πληγωμένο βλέμμα και παίξαμε τον πιο δύσκολο ρόλο της ζωής μας, για να πετύχουμε τον στόχο μας. Να κάνουμε το παιδί να ξεχάσει. Έστω και για λίγο. Το μεγαλύτερο θαύμα; Ο Μ. από τη Ρωσία, ένα παιδί ήσυχο και ντροπαλό, μεταμορφώθηκε στον μεγαλύτερο ήρωα της μυθολογίας, που διδάσκουμε στην Γ τάξη. Προστάτης του Α., από την Ουκρανία,  τα αυτιά του, η γλώσσα του, ο βοηθός του, ο διερμηνέας του και τελικά φυσικά ο φίλος του. Παρέα δίδαξαν σε όλους μας πως η αγάπη δεν γνωρίζει σημαίες, πως τα παιδιά πολλές φορές είναι πιο σοφά από όλους τους μορφωμένους του κόσμου. Οι πρώτες μέρες κύλησαν με πολύ παιχνίδι, την παγκόσμια γλώσσα των παιδιών που με πολλή, πολλή αγάπη έγινε φάρμακο στις πληγές. Όλη η σχολική κοινότητα έγινε  μία γροθιά. Μαζεύτηκαν ρούχα, τρόφιμα, παιχνίδια και το χαμόγελο άρχισε να αχνοφαίνεται στο πρόσωπο των παιδιών και η ψυχή μας κάπως ηρεμούσε, κάπως γαλήνευε. Ήταν μόλις πριν λίγες μέρες, που ο βροχερός καιρός δεν μας επέτρεπε να βγούμε στη αυλή. Ήταν αυτή η πρώτη φορά μετά από δεκαέξι χρόνια, που έβλεπα παιδιά να τρέχουν στους διαδρόμους και δεν τα σταμάτησα, αλλά μια φωνή μέσα μου  με έσπρωχνε να  φωνάξω : «Άκρη, κάντε στην άκρη να τρέξουν, αφήστε τα να πετάξουν».

Μα η αδικία των μεγάλων δεν σταματά μπροστά στον ανθρώπινο πόνο και στο κλάμα των παιδιών. Δεν είχαμε καλά καλά προλάβει να χαρούμε το θαύμα και τα παιδιά επέστρεψαν πάλι στη θλίψη τους. Η μητέρα έπρεπε να επιστρέψει στην Ουκρανία, γιατί στην περιοχή που ζει ο πατέρας περιμένουν επίθεση. Τα παιδιά ταμπουρώθηκαν πίσω από κλειστές πόρτες, σκοτείνιασε η ψυχή, αναχώματα τα θρανία κι αυτά σκυμμένα εκεί, αρνούνται οποιαδήποτε βοήθεια. ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΑΛΛΗ ΒΟΗΘΕΙΑ. Θέλουν τη μάνα τους και τον πατέρα τους. Κι εμείς πάλι εκεί, να νιώθουμε ανεπαρκής, να γυρίζουμε στα σπίτια μας και η ψυχή μας να είναι μαζί τους, να τρέμει για την επόμενη μέρα, παρακαλώντας για το ένα θαύμα, το πιο δυνατό. Την ΕΙΡΗΝΗ.

 

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης