Ένα παιδί του πολέμου διηγείται…..

Το παράθυρο του λεωφορείου ήταν θολό …. Με κόπο μπορούσε κάποιος να διακρίνει τις ασουλούπωτες μορφές των γέρικων ζαρωμένων δέντρων, στη διάρκεια της κουραστικής διαδρομής για την Θεσσαλονίκη. Δεν είχα τίποτα να απασχολήσω τον λυπηρό εαυτό μου, οπότε αφιέρωσα όλη μου την προσοχή στο παγωμένο πέπλο της που χτυπούσε αλύπητα την οροφή. Οι διαφανείς σταγόνες, αέρινες κατρακυλούσαν απαλά στα παράθυρα, νωχελικά υδάτινα χαρακώματα, ενώ το δυνατό αεράκι σφύριζε παρασέρνοντας την άτυχη δροσερή βροχούλα οδηγώντας την παχιά ομίχλη σε ένα αόρατο μονοπάτι.

Ένιωθα τα μάτια μου βαριά σαν χάλυβα, είχα να κοιμηθώ μέρες  στην χώρα μου. Δεν μπόρεσα να διατηρήσω την νηφαλιότητά μου και απλώς αφέθηκα στην θερμή απαλή αγκαλιά του Μορφέα να με σκεπάσει βαριά με το μαρτυρικό σεντόνι των ονείρων και των εφιαλτών…

Και τότε συνέβη … Αιματηρά ουρλιαχτά που με στοίχειωναν εδώ και δύο χρόνια, από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος στην πατρίδα μου, σαν ανημέρευτη φωτιά από ένα μικρό, αθώο φιτίλι. Την κάποτε με αδάμαστη ομορφιά, την Συρία… Εδώ και πολύ καιρό το μόνο που μπορούσε κανείς να ακούσει ήταν άψυχες σειρήνες, ταλαιπωρημένα αγκομαχητά, τρομοκρατημένα ουρλιαχτά,  εκκωφαντικές βόμβες και αυταρχικές διαταγές τού στρατού.

Εδώ και πολύ καιρό το άλλοτε δροσερό πορσελάνινο δέρμα της μητέρας μου, το πρόσωπό της, έχει γεμίσει βαθιές  χαρακιές, όπως αυτές της βροχής, ενώ τα μάτια τής πολυαγαπημένης γιαγιάς μου, έδειχναν όλο και πιο θολά, σαν το τζάμι του λεωφορείου, όλο και πιο λυπημένα, όλο και πιο βαθιά κρυμμένα στο γλυκανάλατο ρυτιδιασμένο  πρόσωπό της.

Ο πόλεμος είχε έρθει  τόσο ξαφνικά και απότομα σαν τα χελιδόνια Τη  μία μέρα ο δρόμος ήταν γεμάτος ησυχία ενώ την άλλη μελωδικά τιτιβίσματα μπουρδουκλώνονταν με τους μουσώνες και τα σφυρίγματα του ανέμου. Έτσι ήρθε και ο πόλεμος. Τη μία μέρα τα γέλια  των ανθρώπων συναγωνίζονταν τις μελωδικές φωνές των πουλιών, την άλλη τίποτα δεν μπορούσε να συναγωνιστεί σε έκταση  τα απελπισμένα ουρλιαχτά και τους φοβισμένους ψιθύρους που ακούγονταν. Την επόμενη  οι βόμβες αντηχούσαν παντού, κατέστρεφαν τα πάντα στο πέρασμά τους, σπίτια, κτίρια, ανθρώπους, ζώα, ζωές, όνειρα, ελπίδες. Προσπάθησα πολλές φορές να κρυφτώ από τον πόλεμο, αλλά πάντα καιροφυλακτούσε μέσα σε κάθε σοκάκι σε κάθε γωνιά, παντού με τόσες πολλές μορφές. Όσο πέρναγε ο καιρός ο  φόβος κατασπάραζε την καρδιά μου, την κατέστρεφε, την τσαλάκωνε και ύστερα πήγε τα κοφτερά του δόντια κάνοντας με να νιώθω τόσο πόνο που ξεσπούσα σε κλάματα και έκαναν τη μητέρα μου να τρέχει κοντά μου λέγοντας μου:

- Όλα θα πάνε καλά ο πόλεμος θα κουραστεί από το πολύ κυνηγητό, μα  εγώ ποτέ δεν την πολυπίστεψα …

Καθώς το άλλοτε γόνιμο, σκεπασμένο με πυκνή βλάστηση χώμα, γινόταν όλο και πιο πορφυρό από το αίμα των πεθαμένων και τα δηλητηριώδη χημικά στέρευαν οι ψυχές μας από ελπίδα. Γιατί θεέ μου; Γιατί να υπάρχει τόση κακία τόση δίψα για αίμα; Γιατί δεν αντέχω; Γιατί δεν μπορώ;

Ξύπνησα από ένα δυνατό τράνταγμα που με επανάφερε στην πραγματικότητα. Μου πήρε λίγη ώρα να επανέλθω στο παρόν Ο πόλεμος ήταν μακριά και τώρα κατευθυνόμουν με άλλα παιδιά  προς την Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη  της Ελλάδας, όπου θα με φιλοξενούσε μια καλή οικογένεια, μέχρι να κοπάσει η θανατηφόρα καταιγίδα, ή έτσι τουλάχιστον μου είχε ψιθυρίσει η μητέρα μου, πριν με πάρουν αιφνίδια από κοντά της.

Οι αναμνήσεις μου, είχαν την πικρή την γεύση τής αληθινής ζωής και έπρεπε να κρατάω απόσταση ασφαλείας από αυτές, για να μην με παρασύρουν σαν τυφώνας. Το λεωφορείο σταμάτησε απότομα. Είχαμε φτάσει στον προορισμό μας μετά από όλο αυτό το πολύωρο ταξίδι. Προσπάθησα να συγκρατήσω τα ταραγμένα συναισθήματα που με έλουζαν  σαν παγωμένο νερό  και προσπάθησα με όση δύναμη μου είχε απομείνει, με τη βοήθεια των μυών του στόματος μου, να δημιουργήσω ένα μικρό χαμόγελο, έστω παραμορφωμένο από την κούραση.

Μία ευπαρουσίαστη, σεμνή κυρία με γλυκόπικρο χαμόγελο, με οδήγησε στη στάση μπροστά σε ένα ζευγάρι. Από ντροπή είχα τα μάτια μου χαμηλωμένα και το στόμα μου γερμένο, ερμητικά σφραγισμένο. Ένιωσα κάποιον να γονατίζει μπροστά μου. Ήταν μία νέα κυρία με καταπράσινα σμαραγδένια μάτια που ξεχείλιζαν  από καλοσύνη, αγάπη και συμπόνια. Χαμογέλασε και ο κόσμος μύρισε γαρύφαλλο, σαν αυτό που έβαζε στο γλυκό που έφτιαχνε κάποτε η αγαπημένη μου η γιαγιά …. Εκείνη την ώρα κάτι έσπασε μέσα μου και καυτά αλμυρά δάκρυα χαράκωσαν τα μάγουλά μου δημιουργώντας δρομάκια από τα μάτια μου. ποτίζοντας τα ξεραμένα μου χείλη…. Εκείνη, χωρίς να το πολυσκεφτεί με αγκάλιασε. Ήταν η ώρα που ένα πολύχρωμο  ουράνιο τόξο φώτισε το νου μου,  μια γαλήνη έπειτα  από μία καταιγίδα απλώθηκε τριγύρω μου, μια  άνοιξη, έπειτα από ένα παγωμένο χειμώνα, κατεύνασε τα συναισθήματά μου χαϊδεύοντας σαν αεράκι τις  βαθιές πληγές στην καρδιά μου……..Πήρα μια βαθιά ανάσα και…..

Δημιουργός : Χατούπη Φωτεινή  Β3

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης