Πριν από τέσσερα χρόνια είχα πάει στην Νικήτη , στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής , για τις καλοκαιρινές μου διακοπές .
Η μαμά μου κι εγώ αφήσαμε την αδερφή και την γιαγιά μου στο σπίτι . Λίγο πριν νυχτώσει βγήκαμε . Εγώ πήρα το πατίνι μου μαζί .
Άρχισε να νυχτώνει … Η μαμά μου μιλούσε στο κινητό με την θεία μου , την Έλλη. Εγώ έτσι όπως γλιστρούσα με το σκούτερ σκόνταψα πάνω σε μια κοτρόνα και τότε έχασα τον έλεγχο . Για να μην πέσω πάνω στον τοίχο , του σκοτεινού στενού , γύρισα το πόδι μου και έπεσα στην τραχεία επιφάνεια του χωματόδρομου . Τα πόδια μου , στα γόνατα , είχαν γεμίσει από αίμα . Με το κλαμένο πρόσωπο πήγα στην ψύχραιμη , όπως λέει τώρα , μαμά η οποία εξακολουθούσε να μιλά στο τηλέφωνο και κοιτούσε το υπερθέαμα .
Ενώ έκλαιγα , με πήγε στα ενοικιαζόμενα δωμάτια για να πάρει τα κλειδιά του αυτοκινήτου και να με πάει κάπου όπου μπορούν να σταματήσουν την έντονη αιμορραγία . Στο ισόγειο κιόσκι βρίσκονταν μια οικογένεια Σέρβων με τον κούκλο γιό τους , που μου άρεσε . Δυστυχώς με είδε σε αυτά τα χάλια . Τότε σκούπισα τα μάτια μου και στάθηκα στο ύψος μου , παρόλο τον πόνο .
Η μαμά μου γνώριζε ότι το κέντρο υγείας ήταν κλειστό . Έτσι με πήγε στο κοντινό φαρμακείο . Με καθάρισαν με ιώδιο , ψέκασαν τα γόνατα μου με κάτι που έτσουζε και έβαλαν πολύ μεγάλα τσιρότα .
Μια αξέχαστη εμπειρία ζωής . Δεν θα το ξεχάσω ποτέ , γιατί μου έμεινε και ένα σημάδι για να μου θυμίζει τι έκανα μικρή .
Σοφία Μπαμπατζιάνη
και έλεγχος συντακτικής επιτροπής
Γιάννα Τορτοπίδου

