Το Πρώτο Δώρο

Ανδρονίκη Σεϊτανίδη

Χριστούγεννα. Για τους περισσότερους ανθρώπους είναι ένα διάλειµµα από τη δουλειά ή το σχολείο και µία σηµαντική θρησκευτική γιορτή. Η πλειοψηφία των ανθρώπων περνάει τα Χριστούγεννα µε την οικογένεια και τους φίλους τους, όπως ο Μπεν και η µικρή του αδελφή, η Λίζα. Όµως υπάρχουν και άτοµα όπως ο Μάικ, ο οποίος έχασε τους γονείς του σε µικρή ηλικία και ζει σε ορφανοτροφείο, που απεχθάνονται τα Χριστούγεννα, επειδή ποτέ δεν είχαν κάποιον για να τα περάσουν µαζί.

Ο Μάικ ζούσε στο ορφανοτροφείο από τα 3 του. Ο πατέρας του εγκατέλειψε εκείνον και τη µητέρα του στη γέννα. Η µητέρα του προσπάθησε να τον µεγαλώσει και τα κατάφερε, αλλά της παρουσιάστηκε µία µεγάλη οικονοµική δυσκολία και δεν µπορούσε πια να αναθρέψει το παιδί. Έτσι, τον άφησε στο ορφανοτροφείο της περιοχής. Εκεί οι συνθήκες ήταν άθλιες. Τα παιδιά επιτρέπονταν να βγουν από το κτήριο µόνο τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, στις ετήσιες εκδροµές τους. Φυσικά δε γινόταν λόγος για να γιορτάσουν γενέθλια. Η εκδροµή των Χριστουγέννων δεν ήταν παρα µόνο ένας περίπατος µπροστά από τα σπίτια των πλουσίων στην πλατεία της πόλης. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Μάικ µισούσε τα Χριστούγεννα.

Αν και στην πραγµατικότητα, αυτό που απεχθανόταν δεν ήταν τα ίδια τα Χριστούγεννα αλλά ο τρόπος που τα περνούσαν τα άλλα παιδιά. Ειδικά τα παιδιά των Μίλερ, ο Μπένζαµιν και η Ελίζαµπεθ που ανήκαν στην πλουσιότερη οικογένεια της πόλης. Κάθε χρόνο τους έβλεπε να βγαίνουν έξω µε τους γονείς τους και να αγοράζουν τα πιο ακριβά παιχνίδια που µπορούσαν να βρουν στα µαγαζιά, ενώ τα παιδιά του ορφανοτροφείου δεν είχαν λάβει ούτε οδοντογλυφίδα για δώρο.

Μετά από 12 χρόνια στο ορφανοτροφείο, όταν ο Μάικ έγινε 15, τα περισσότερα παιδιά είχαν υιοθετηθεί από καλές οικογένειες και είχαν προστεθεί στη λίστα παιδιών που παρακολουθούσε µε ζήλεια ο Μάικ τα Χριστούγεννα. Όταν πια είχε κλείσει τα 16, αποφάσισε να το σκάσει και περίµενε την ευκαιρία του. Συγκεκριµένα, τον ετήσιο περίπατο των Χριστουγέννων για να φύγει. Όταν επιτέλους ήρθε η µεγάλη µέρα ο Μάικ µάζεψε τα λίγα πράγµατα που είχε και πήγε στην υποτιθέµενη εκδροµή µαζί µε τα άλλα παιδιά. Μόλις έφτασαν στην πλατεία, έτρεξε µακριά από τους υπόλοιπους. Κρύφτηκε πίσω από το µεγάλο δέντρο στο κέντρο της πλατείας για να µην τον εντοπίσουν. Πέρασαν ώρες και ακόµα καθόταν εκεί, βλέποντας οικογένειες να κάνουν τα χριστουγεννιάτικα ψώνια τους.

«Και τώρα; Τώρα τι κάνω;» σκέφτηκε.

Λίγα λεπτά αργότερα άκουσε κάποιον να κάθεται δίπλα του και γύρισε για να δει ποιος. Φυσικά δεν περίµενε να δει τον Μπένζαµιν Μίλερ. «Γεια» είπε ο Μπεν. Ο Μάικ δεν απάντησε. Πίστευε πως το αγόρι ήταν εκεί για να τον κοροϊδέψει και σιγουρεύτηκε για αυτό όταν φώναξε την 12χρονη αδελφή του εκεί. Ήταν πεπεισµένος ότι θα αρχίσουν να γελάνε, αλλά δεν έγινε αυτό. Απλώς περίµεναν. Περίµεναν να τους µιλήσει.

«Γεια σου.» ξαναείπε ο Μπένζαµιν και αυτή τη φορά ο Μάικ απάντησε «γεια».

«Ήσουν µε τα παιδιά του ορφανοτροφείου, έτσι; Σε βλέπω κάθε χρόνο που είσαι µαζί τους στον περίπατό τους.» είπε η Ελίζαµπεθ. «Γιατί είσαι εδώ;» συνέχισε το κορίτσι «σε παράτησαν όπως και οι γονείς σου;» ρώτησε γελώντας.

Ο Μπένζαµιν τη σκούντηξε και απολογήθηκε εκ µέρους της.

«Συγγνώµη. Με λένε Μπεν και αυτή είναι η ανώριµη αδελφή µου, Μπεθ.»

Η Ελίζαµπεθ ενοχλήθηκε από αυτό το σχόλιο και αντέδρασε Μια πλάκα έκανα. Δεν είπα τίποτα κακό.» Ο Μάικ τους παρατηρούσε χωρίς να βγάζει άχνα. Δεν περίµενε πότε ότι θα µιλούσε στα παιδιά των Μίλερ.

«Πώς λένε;» ρώτησε η Μπεθ.

«Τι; Α..Με λένε Μάικ.» απάντησε το αγόρι.

Τα παιδιά Μίλερ έκατσαν κάτω και άρχισαν την κουβέντα. Έµαθαν πως έφυγε ο Μάικ από το ορφανοτροφείο και πόσο άθλια µεταχειρίζονται τα παιδιά εκεί και υποσχέθηκαν στον Μάικ πως θα πείσουν τους γονείς τους να κάνουν κάτι για αυτό. Μετά από την ολιγόλεπτη συζήτησή τους, εµφανίστηκε η µαµά των παιδιών, η Ρέιτσελ για να δει τι συµβαίνει. Η Ελίζαµπεθ της τα εξήγησε όλα και µετά από µία οικογενειακή συζήτηση ανάµεσα στους Μίλερ, η οικογένεια αποφάσισε να δεχτεί ένα νέο µέλος. Ο Μάικ δάκρυσε όταν το έµαθε και σηκώθηκε αµέσως για να συστηθεί σωστά στους νέους του γονείς. Επέστρεψαν στο σπίτι και του έδωσαν καινούρια ρούχα και ένα προνόµιο που δεν είχε ποτέ. Το δικό του δωµάτιο. Ήταν αργά το βράδυ και ήταν µία κουραστική µέρα για όλους, οπότε αποφάσισαν να πάνε για ύπνο. Την επόµενη µέρα ο Μάικ ξύπνησε από το δυνατό φως που περνούσε από το παράθυρο του. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πως ήταν Χριστούγεννα ακόµα. Κατέβηκε στον κάτω όροφο για να βρει τον Μπένζαµιν και τους υπόλοιπους να κρατάνε κάποια µεγάλα πακέτα στα χέρια τους, και απόρησε τι είναι. «Καλά Χριστούγεννα» είπε η Ρέιτσελ και του έδωσε ένα πακέτο. Ένα δάκρυ κύλησε στο µάγουλο του Μάικ όταν κατάλαβε τι γινόταν. «Το πρώτο µου δώρο..» σκέφτηκε. Όταν µοίρασαν τα δώρα, κοίταξε τους υπόλοιπους απολογητικά και τους εξήγησε πως δεν τους είχε πάρει κανένα δώρο. Εκείνοι γέλασαν και έκατσαν στο τραπέζι για να φάνε. Ο Μάικ έκατσε ανάµεσα στα νέα του αδέλφια, τον Μπένζαµιν και την Ελίζαµπεθ χαρούµενος. Η µέρα τελείωσε και η οικογένεια είχε περάσει υπέροχα. Ο Μάικ σταµάτησε να µισεί τα Χριστούγεννα και η Ρέιτσελ µε τον Τσάρλι, τον κύριο Μίλερ, έκαναν µήνυση στο ορφανοτροφείο. Οι ιδιοκτήτες συνελήφθησαν και το µέρος το ανέλαβε ένα νέο ζευγάρι που είχε µόλις µετακοµίσει στην πόλη.

Έτσι, µέσα σε 48 ώρες, η ζωή πολλών παιδιών και τεσσάρων ενηλίκων άλλαξε τελείως. Αυτή είναι η ιστορία του Μάικ Μίλερ, που δεν έµαθε ποτέ τι απέγινε η βιολογική του µητέρα. Επίσης δεν έµαθε ποτέ για την αδελφή της, αλλιώς γνωστή ως Ρέιτσελ Μίλερ.

Μυρτώ Κωνσταντάκη, Α2

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης