
To Xελιδόνι
Ήτανε τέλη Σεπτεμβρίου. Τα σχολεία είχαν αρχίσει κι ο κόσμος είτε μάζευε ξύλα για το τζάκι είτε άναβε καλοριφέρ γιατί φέτος η θερμοκρασία μειώθηκε πιο σύντομα απ’ ότι έπρεπε. Σιγά, σιγά έφτανε κι η ώρα οπού τα ζώα θα έπεφταν σε χειμερία ανάρκη και τα χελιδόνια θα φεύγανε σε πιο ζεστά μέρη.
Μια μέρα εκεί που καθόμουν αναπαυτικά στον καναπέ του σαλονιού μου, άκουσα έναν χτύπο στο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Βγαίνω έξω και τι να δω. Ήταν πεσμένο κάτω ένα μικρό χελιδόνι με βαριά τραυματισμένο το ένα του φτερό. Έτρεχε πολύ αίμα κι άμα το άφηνα έτσι μπορεί και να ψοφούσε. Το πήρα στη χούφτα μου και το πήγα στον κτηνίατρο. Του περιποιήθηκαν τις πληγές πολύ καλά αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι μπορούσε να πετάξει. Το λυπήθηκα κι αποφάσισα να το κρατήσω σπίτι μου για τον χειμώνα.
Το χελιδόνι σε μια βδομάδα με είχε συνηθίσει και δεν με φοβόταν καθόλου. Ενώ όταν πήγα να το βοηθήσω είχε τρομάξει πάρα πολύ. Με είχε αγαπήσει και με ακολουθούσε παντού. Κι εγώ φυσικά το λάτρεψα κι ένιωθα περήφανη που έσωσα ένα αβοήθητο ζώο.
Μπήκε ο Μάρτιος. Το χελιδόνι ήτανε καλύτερα από ποτέ, μπορούσε ξανά να πετάξει κι είχε πια μεγαλώσει. Είχε έρθει όμως η ώρα να το αφήσω ελεύθερο γιατί τα χελιδόνια ζουν έξω κι όχι σε κλουβί. Ήμουν τόσο στενοχωρημένη αλλά τι να ‘κανα; Το έβγαλα στο μπαλκόνι και πέταξε ψηλά στον ουρανό. Τουλάχιστον ήξερα ότι δεν χρειαζόταν να φορέσω μάρτη μιας κι είδα χελιδόνι πριν καν μπει η άνοιξη.
Από τότε περιμένω την άνοιξη και συγκεκριμένα τον Μάρτιο πως και πως για να ξαναδώ χελιδόνια. Ήταν μια ανάμνηση που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ.