Ο Ανδροκλής και το Λιοντάρι

ΑΠΟ: Οι μικροί μας δημοσιογράφοι - Δεκ• 03•18

ανδροκλής

Μια φορά και έναν καιρό ένας σκλάβος, ο Ανδροκλής, δραπέτευσε από τον αφέντη του και κατέφυγε στο δάσος. Καθώς περιπλανιόταν εκεί, σκόνταψε σε μια μεγάλη πέτρα. Πήγε να κάνει μία προσπάθεια να σηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε. Έτσι σύρθηκε μέχρι ένα κοντινό δέντρο και ακούμπησε την πλάτη του στον κορμό του. Η πληγή του διαπίστωσε ότι είχε προκληθεί από ένα αγκάθι που λογικά του καρφώθηκε όταν έπεσε. Στέναζε και βογκούσε συνεχώς από τον πόνο.

  Με όλα αυτά το σούρουπο δεν άργησε να έρθει και σε λίγο θα νύχτωνε και υπήρχαν διάφορα άγρια ζώα που μπορούσαν να τον σκοτώσουν. Ο Ανδροκλής το κατάλαβε αυτό και έτσι πήγε να σηκωθεί. Μόλις έκανε την κίνηση να μετακινηθεί, πόνεσε τόσο η πληγή του που άφησε ένα βογκητό που ακούστηκε σε όλο το δάσος. Πλέον αφού δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, βολεύτηκε λίγο καλύτερα στον κορμό και ακούμπησε το δόρυ του δίπλα  για παν ενδεχόμενο. Σιγά, σιγά  άρχιζε να τον παίρνει ο ύπνος. Ξαφνικά, όμως μέσα στον λήθαργο του άκουσε ένα περίεργο θόρυβο πίσω από τους θάμνους και άνοιξε τα μάτια του. Μετά από κάτι λεπτά ακούστηκε ένας βρυχηθμός από το ίδιο σημείο και άρπαξε αμέσως το δόρυ του. Τότε εμφανίστηκε ένα λιοντάρι μπροστά του, μέσα από τους θάμνους. Το λιοντάρι άρχισε να τον πλησιάζει και να έρχεται όλο και πιο κοντά του. Ο Ανδροκλής δεν έκανε τίποτα γιατί φοβόταν μην του ορμήσει. Τότε το λιοντάρι έκανε κάτι που δεν το περίμενε, πήγε και έκατσε δίπλα του χαμηλά στα πόδια του. Ο Ανδροκλής αφού κατάλαβε ότι είχε αποκοιμηθεί, άρχισε να το παρατηρεί. Ήταν αρκετά γεροδεμένο με πλούσια χαίτη αλλά η έκφραση στο πρόσωπο του φαινόταν πονεμένη και μελαγχολική. Ξεκίνησε να το παρατηρεί καλύτερα και εκείνη την στιγμή είδε κάτι που δεν είχε δει πριν. Είδε ότι στο πόδι είχε μία πληγή που έτρεχε πολύ αίμα λόγω ενός καρφωμένου  κλαδιού. Ανακάθισε και με προσοχή έπιασε και τράβηξε το κλαδί και έδεσε την πληγή του κόβοντας ύφασμα από τον χιτώνα του όπως είχε δέσει και το δικό του πόδι. Έπειτα από λίγο κοιμήθηκε και αυτός.

Όταν ξύπνησε το πρωί κατάλαβε ότι δεν βρισκόταν πλέον στο δάσος αλλά σε ένα μεγάλο κελί μαζί με το λιοντάρι. Τότε συνειδητοποίησε  ότι κατά την διάρκεια της νύχτας οι στρατιώτες του άρχοντα τον συνέλαβαν. Καθώς σκεφτόταν δεν κατάλαβε ότι ο άρχοντας είχε εμφανιστεί μπροστά του έξω από το κελί. Όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν του είπε:

-          Η τιμωρία σου θα είναι ότι μόλις ξυπνήσει το λιοντάρι θα το ταΐσω αλλά θα του δώσω εσένα. Και επειδή έχω καλέσει σήμερα το μεσημέρι και κάτι άρχοντες, θα βγεις στην αρένα για να δώσετε μία μάχη μέχρι θανάτου!

Και έφυγε. Αλλά πριν φύγει διέταξε δύο στρατιώτες να πάρουν το λιοντάρι και να το βάλουν σε ένα άλλον κελί.

Οι ώρες πέρασαν και το μεσημέρι ήρθε. Μπήκαν μέσα οι στρατιώτες και του πέταξαν μια παλιά πανοπλία για να φορέσει. Στη συνέχεια τον οδήγησαν στην αρένα. Ο άρχοντας και όλοι οι αξιωματικοί και άρχοντες της γύρω περιοχής ήταν εκεί για να δουν το θέαμα. Αμέσως μετά το λιοντάρι αφέθηκε ελεύθερο από το κρησφύγετο του και όρμησε κατά πάνω του. Αλλά μόλις πήγε κοντά του αναγνώρισε τον φίλο του και άρχισε να γλύφει τα χέρια του σαν ένας σκύλος. Οι άρχοντες και όλοι που βρίσκονταν εκεί εξεπλάγην από το θέαμα αυτό. Ο άρχοντας κάλεσε τον Ανδροκλή και αυτός του εξιστόρησε όλη την ιστορία. Εντυπωσιάστηκε από την ιστορία του και μετά από μία ημέρα άφησε ελεύθερο αυτόν αλλά  και το λιοντάρι.

Η ευγνωμοσύνη είναι αυτό που χαρακτηρίζει τις ευγενείς ψυχές και ευγενής μπορεί να είναι κάποιος ανεξαρτήτως της όψης ή της φήμης του.

Μαζοκοπάκη Αμαλία

Top