ΧΙΝΟΠΩΡΟ

ΑΠΟ: Οι μικροί μας δημοσιογράφοι - Μαρ• 21•22

Συντάκτης:  Χειμωνανθός

 

Οι αέρηδες φυσομανούσαν τόσο, που έβγαινε η ψυχή και τα σωθικά τους όξω  και χαμοκυλούσαν πάνω στις στράτες και στα στενά καλντερίμια. Έπαιρναν και ξοστράκιζαν τον ήλιο και τις ζέστες του που έφερναν μεγάλες κάψες κι όλοι καψαλίζονταν, όλες οι πέτρες στα στενορύμια, και ρυάκια καυτού ιδρώτα ήταν τότε περιχυμένα σε ολονών το πρόσωπο. Κι  αφού ο ήλιος αλάργαινε, έρχονταν κουτρουβαλίζοντας τα αστραποβρόντια , να ιδούν ποιο θα φτάσει πρώτο κι έριχναν νεροποντές  μπόλικες με το τσουβάλι.  Άρπαχναν  κι ένα γεροντάκι λεπτό σαν φτερό,  με ένα σουραύλι στο  χέρι του και τον  ανεμοσκόρπιζαν  μες στα χαντάκια. Έκανε αμάν να σηκωθεί και να πάει τρεμοπατώντας   κάπου να χωθεί.

 

Όλοι σφάλισαν τα παραθύρια και κλείστηκαν στα χαμόσπιτά τους, μονάχα ο φαφούτικος γέρος,  ζητιάνος καταπώς τον έβλεπες, καθόταν ανακούρκουδα και πότε διπλογονατισμένος , σε ένα ήσυχο, απαγκερό μέρος. Πού να πήγαινε κι ο δόλιος.

Είχε  τραγίσια ροζιασμένα χείλη , τσίνουρα μάτια,  ψαρό μαλλί που όλο μάδαγε  και κάτι αχαμνές χερούκλες που όλο τρέμανε. Ο γέρο ζητιάνος καμπουράκος, στραβοκάνης και μαραγκιασμένος  ήταν με τα κόκκαλά του  να εξοκείλουν όξω από τους ώμους του. Το πετσί του ήταν μαυριδερό και κιτρινιασμένο  και το πουτούρι πάνω του ήταν σαν σακί.  Βάσταγε στις μακριές χερούκλες  του ένα σουραύλι  κι όλο αρχίναε  το τραγούδι μα όλο το κοβε, δεν του κανε.  Ύστερα έπιανε ένα μάτσο   μουσμουλόφυλλα κι αράδιαζε λίγες λέξεις, κι το τύλιγε σε ένα αντερί  , που κάποτε είχε βρει, μην του βραχεί.

Αφηνόταν όμως και λίγο στη βροχή να βρέχεται ,απελπισμένος που ήταν για τη ζωή του,  να τον μουσκεύουν τα δρολάπια και τα ανεμοβόρια , μα του μούλιασε ένα ξεροκόμματο μπομπότα  που βάσταγε, κι άρχισε να το μοιρολογά. Άπλωνε που και που τις μακριές χερούκλες του και φώναζε κατά τον ουρανό.

« Θεέ γιατί με τυραγνάς ; Πάρε με   αλλιώς στείλε τον χάρο. Γρηγορότερα θα έρθει»

Μα ύστερα μετάνιωνε, γιατί      αυτό που με κόπο έγραφε ήθελε να το τελειώσει.  Κι αν τύχαινε να περάσει και κανένας  από κει,  τρελό τον ανέβαζε και έκανε τον σταυρό του.

Ο άνεμος είχε ξεριζώσει τα φύλλα από τα κλαδιά τους, που τώρα πεσμένα ταξίδευαν , άλλα πάλι ακούνητα κοιμόντουσαν καθώς  τα είχε ήδη καταπλακώσει  το νοτισμένο χώμα. Έφτιαξε  ο γέρος ζητιάνος μια στρωματσάδα όπως όπως , και ξαπλώθηκε χάμου.  Το βαρύ πέπλο του σκοταδιού έγερνε προς τα κάτω  , κουράστηκε κι αυτό από τις φρικαλεότητες του κόσμου  ,  σκέφτηκε  να πέσει να  σκεπάσει τους ανθρώπους , μα ύστερα δεν θα είχε συντροφιά και τα παράτησε.

.   Το φεγγάρι αχνοφαινόταν  κι κρεμόταν σαν ξυλοκάρφι μετέωρο από τον ουρανό κι όλα τα αστέρια σμάριαζαν τρόγυρά του. Κι είχε τότε μια αστροφεγγιά , που δε φαινόταν και πολύ, μα ας είναι. Σου ‘ κλεβε την καρδιά.

Κι όλα τα σπίτια φεγγαρολούζουνταν , μα έρχονταν  πάλε τότε σφοδρές μπουνάτσες και τραμουντάνες κι όλα τα εσκόρπιζαν, μαζί με το φεγγάρι κι όλη την αγιοσύνη του. Κι έβλεπες τότες κάποιους άμοιρους με σκελεθρωμένα  πρόσωπα, λιγνοκάμωτους που σκούζαν από τη στενοχώρια τους  και ήταν τα χείλη τους ραντισμένα με θλίψη –είχαν αποκάμει τον πόνο. Γιατί πείναγαν, γιατί η σκεπή τους είχε ξερχαβαλωθεί  , το μάτσο παλιόκλαδα  στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, είχαν πια μουλιάσει και σαπίσει, το πετρόχωμα είχε διαλυθεί κι έτσι ξεστέγαστα θα έμεναν και πάλι τα παιδιά τους.

«Άι σιχτίρ» φώναζαν  , βάβιζαν και τα σοκακόσκυλα, μα οι φωνές τους περιπλέκονταν  και χάνονταν από τον απόηχο της βροχής και τις σύσμιχτες βουές του παλιόκαιρου με τα διαβολοσκορπίσματά του

 

Σαν ξεμύτισε ο ήλιος από την βουνοκορφή και φωτίστηκε όλη η πλάση , ξύπνησε κι ο γέρος και πήγε κούτσα κούτσα να καθίσει κάτω από μια γκορτσιά, που μισό αιώνα και τον συντροφεύει, αντίκρυ από κάτι μικροκάμωτα σπιτάκια κι έπιασε να μασουλά λίγα σαπισμένα αχλάδια .

Κάτι λιανοπαίδια , ξυπόλυτα, που διπλοκαμπάνιζε η καρδιά τους από την πείνα, στέκονταν  στα ακράνυχά τους , όξω από τα παραθυρόφυλλα  και ανοιγοσφαλνούσαν τα στραβοχειλιασμένα  στόματά τους  και ζήταγαν φαί , δυο παρτσάδια ψωμί  και ένα λαγήνι νερό.

“Aι σιχτίρ μολεύετε τον τόπο, σύρτε μην σας βλέπω γιατί κριματίζουμαι!” τους έλεγαν κάποιοι τους πέταγαν και πεσκίρια για να τα ντροπιάσουν, τα πετροβολούσαν  μα άλλοι τα σπλαχνίζονταν και έβαζαν στα αχαμνά χεράκια τους λίγες βουκιές κριθαρένιο μαύρο ψωμί.  Κι αυτά ευχαριστιόνταν, μα ένα ψωμί πώς να χορτάσει την τουμπανισμένη κοιλίτσα τους. Έπαιρναν λοιπόν τον κουλουρτζή στο κατόπι κι αυτός τους κυνήγαγε καταπόδας , μα αν ήταν στις καλές του, τους χέρωνε και λίγα κουλούρια.

Ο γέρος ζητιάνος ανάβραζε από τον θυμό του σαν έβλεπε να τα πετροβολούν , κι τρέχοντας, όσο βαστούσαν τα πόδια του, έμπαινε στη μέση κι έτρωγε αυτός τις πέτρες, που τον  μαστίγωναν σαν βόλια.  Ματωμένος πλενόταν σε ένα παραπόταμο , μέσα σε κακοτοπιές και έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Και τα δάκρυα τρέχανε, γέμιζαν το ποτάμι.

Κι ύστερα, σαν απόκαμε και η βροχή, πλάγιασε σε ένα μεντέρι και λαγοκοιμήθηκε. Κι ο ήλιος σπιρούνισε τις αχτίδες του να κάμουν πιο γοργά, να φτάσουν γρήγορα στης Γης , να ζεστάνουν, να ζεστάνουν και τους ανθρώπους, που πόνος και κρύο τους είχε καταφάει τα σπλάχνα. Κι έπιασε να καψαλίζει τις πέτρες και τα χαλίκια να ζεματάνε λίγο. Βγήκε τότε και το παιδομάνι όξω και έπαιζε να χορτάσει ,  έτρεχαν ξεχάσκωτα στα χωράφια και στις μεσαριές , άλλοι κλωθογύριζαν  ρέμπελα από εδώ κι από εκεί  κι άλλοι το έριχναν στην τεμπελιά και το ραχάτι.  Βούλιαζαν  και οι πατούσες τους στο ανήλιαγο χώμα και στις λασπαριές.

 

Και πάλι έπεσε ο ήλιος  σε λήθαργο και βγήκε σεργιάνι η βροχή, που βαριόχνωτη έπεφτε.  Κι πάλι κόπηκαν με δίκοπο μαχαίρι οι λαλιές των πουλιών και τα γλυκομουρμουρητά τους . Κι όλα έπαψαν, παρά μόνο ο αγέρας φύσαγε σαν τον διάβολο ,  τα γροικίσματα  των ανθρώπων και το κλάμα ενός μωρού.  Μα τώρα έπαψε και το μωρό-φοβήθηκε μάλλον τον διάβολο.

Ένα σοκακόπαιδο, με αδρά κατσαρά μαλλιά, βάδιζε βαρυκαρδισμένος στο λιθίοστρωτο, γογγώντας. Ήταν μακροκάλαμο μα πετσί δεν είχε διόλου. Ένα σακί κόκκαλα ήταν , με ένα δέρμα ξεφλουδισμένο από τον ήλιο και σακουλιασμένο.   Τα πουτούρια πάνω του έπεφταν βαριά. Το απανωκόρμι του ήταν ξεχάσκωτο να παίρνει αέρα.

« Τι έχεις τζιέρι μου ;»

Το παιδί γύρισε κι είδε έναν γέρο με καταμουστωμένα τα χείλη του να μασουλάει σαπισμένα φρούτα και δυο  βουκιές κριγιάσι. Το παιδί τον πλησίασε.

« Μην κλαις τζορμπατζή μου. Πάρε λίγα σύκα και σταφύλια.

Το παιδί άπλωσε την απαλάμη του και φούχτωσε μερικά.

« Πώς σε λένε παιδί  μου;»

« Δεν έχω όνομα. Δεν..»

« Έννοια σου . Θα σε λέω Γκέκα.  Έτσι λέγανε και το παππού μου. Σ’ αρέσει;»

Ο Γκέκας χαμογέλασε. « Μ ΄αρέσει…»

« Κι για πε μου, τι έχει βρε σεβντά μου κι κλαίεσαι. Μπα και σε πείραξε κανένας, πε μου εμένα και θα τον καταχερίσω.»

« Όχι παππού κανένας.  Μόνο δεν έχω σπίτι, μάνα και πεινώ.»

Ο παππούς σκοτείνιασε. « Μια από τα ίδια γιαβρούδι μου.»

Σώπασαν για λίγο. Μύριζε καβουρμάς και αναγουλιαστικές μυρουδιές  τους τρύπωναν τα ρουθούνια απ’ τα αντικρινά μικροκάμωτα  σπιτοκάλυβα.

Ο παππούς έβγαλε το μάτσο του μουσμουλόφυλλα κι άρχισε να γράφει.

« Τι γράφεις εκεί παππού;»

« Μια ιστορία Γκέκα μου. « ψέλλισε αδύναμα.

« Τι ιστορία παππού;»

« Της ζωής μου» και το κοίταξε πονώντας.

Το παιδί του χαμογέλασε.  «Την τελειώνεις;»

« Θα… Θα τελειώσει σαν πεθάνω. Μα, έννοια σου Γκέκα μου. Δεν θα πεθάνω εγώ γρήγορα. Τώρα… τώρα που βρήκα κάποιον , δε , δε θα πεθάνω» Και κοίταξε προς τον ουρανό.

Σιωπή απλώθηκε ξανά για λίγο, μονάχα  οι λέξεις στο φύλλο έκαναν θόρυβο.

« Δε μου λε γιαραμπή μου» είπε έπειτα ο παππούς «κάτω η πέρα στους κατωμαχαλάδες έχω ένα χαμόσπιτο από ξύλα σιασμένο. Μόνος μου το φτιαξα!» είπε ο παππούς  κι χάρηκε με το κατόρθωμά του. « Δε μου λες, δεν έρχεσαι κει κάτω; Έχω έναν φίλο, φαί θα έχουμε από δαύτον, μόνο κι αυτός φτωχός είναι και μου δίνει λίγο.  Θ α τα πορέψομε  όμως. Τι λες τζιέρι μου;»

Το παιδί σαν να φωτίστηκε το πρόσωπό του κι ένα χαμόγελο αγκιστρώθηκε  στο πρόσωπό του. Ύστερα σώπασαν πάλι.

« Δε μου λες, παππού πώς τον λένε αυτόν τον διαβολόκαιρο;»

« Χινόπωρο. Χινόπωρο τον λένε »

« Χινόπωρο ; Στον αγύριστο!»

Ο παππούς γέλασε. « Εμένα μ’ αρέσει. Δε μυρίζεις τη μυρουδιά του νοτισμένου χώματος τι ωραία που ναι!» Ο γέρος τρύγησε μια ρόγα. « Και τα φουρφουρίσματα των φύλλων. «

« Καλά λες παππού.»

Κι αρχίσανε να γελάνε. Κι έπειτα, πήραν τον κατήφορο και χάθηκαν στο απογύρισμα του δρόμου.

«Χινόπωρο!» φώναζαν και γελοκαμώνονταν.

Μα σαν βαρέθηκε ο χάρος, βγήκε σεργιάνι  κει στα μέρη τους.  Τους είδε δυστυχισμένους , τους είδε αποκαμωμένους κι  είπε να τους κάμει πιο δυστυχείς.   Κρεβατώθηκαν μια εβδομάδα, πόνοι  μαστίγωναν το σαπισμένο σώμα τους και όλο ετρεμούλιαζε. Φαί μήτε  νερό δεν  έβαναν στο στόμα τους και  το σώμα τους όλο πληγές σαν να χε μόλις βγει από μπερντάχι.  Μα κάποτε, σαν να τους άγγιξε ο Θεός, έγιαναν και στάθηκαν πάλι στα πόδια τους.  Πέρασε ο καιρός, έφυγε βιαστικός να πάει να βασανίσει κι άλλους, κι ήρθε  ο χειμώνας.

Μια μέρα, σαν είχε πέσει το δείλι  ο παππούς δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι του.  Πανιασμένος  έτρεξε  ο Γκέκας στο κλινάρι του παππού.  Ο παππούς τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Ανάσαινε αγκουσεμένα και  πλαντεμένα .

« Παππού μου… Τι έχεις;»  Οι λέξεις τρέμανε.

Ο παππούς μπουρδούμπιζε, δεν καταλάβαινες τι έλεγε.

« Πιο σιγά παππούλη. Τι , τι έχεις;»

«Την  τέλειωσα»

« Τι, τι τέλειωσες παππού;»

«Την… την ιστορία»

Το αποταχύ,  τα φυλλοκάρδια του παππού σταμάτησαν για πάντα.

Ύστερα  μαύρα σύννεφα ήρθαν κι απλώθηκε σκοτεινιά .

Το απόγιομα,   σαν πήρε ο ήλιος να αλαργαίνει και να χάνεται, άνθισε και η κερασιά τους όξω, μα  δεν πρόλαβε να τη δει ο Γκέκας. Είχε ήδη κλείσει τα ματόφυλλά του , είχε ήδη φύγει μακριά από τη στενοχώρια του.  Κρίμα, κι είχε ανθίσει πρώτη φορά η κερασιά! Μα έπειτα μαράθηκε κι αυτή. Μόνο δύο ανθάκια έμειναν.  Και σιγά σιγά, όλος ο κορμός έγινε γκρίζος, κούφιος και έπειτα σκόνη να πετά στον ουρανό.  Και τότε φύσηξε αγέρας, και τα δύο ανθάκια πήγαν και κατακάθισαν πάνω από το φρέσκο χώμα της αγαπημένης τους γκορτσιάς. Εκεί τους έθαψαν. Κι όλος ο κόσμος τους θυμάται, γιατί τους βρήκαν αγκαλιασμένους.

 

Συντάκτης:  Χειμωνανθός

 

 

 

 

Top