Της Βασιλικής Χιονίδου
Ξύπνησε μία ώρα πριν το κουδούνι, στις εφτά και τέταρτο. Το κινητό της πρέπει να χτυπούσε τουλάχιστον δέκα λεπτά, όταν τελικά το πήρε απόφαση και σηκώθηκε για να το κλείσει. Το σπίτι ήταν άδειο. Φαντάστηκε ότι ο πατέρας της θα είχε φύγει πάλι από νωρίς, γιατί «είχε πολλή δουλειά, αγάπη μου», όπως θα της έλεγε σίγουρα όταν γύριζε. Θυμήθηκε το ύφος του, την έκφραση του προσώπου του την τελευταία φορά που της είπε αυτή τη δικαιολογία και αηδίασε. Δυστυχώς, άφησε τον εαυτό της να αναρωτηθεί τι θα έκανε η μητέρα της για αυτό. Θα την υπερασπιζόταν, θα προσπαθούσε να κρατήσει τον άντρα της περισσότερες ώρες σπίτι, θα επιδίωκε μήπως να κατευνάσει τα πνεύματα και να βοηθήσει και τους δύο; Μόνο που τώρα η μητέρα της δεν ήταν εκεί. Ούτε θα ήταν ποτέ ξανά εκεί. Για μισό λεπτό, ένιωσε τα μάτια της να πλημμυρίζουν με εκείνη τη γνώριμη πια ζεστασιά που έφερναν τα δάκρυα. Αλλά δεν έπρεπε να παρασυρθεί. Δεν είχε χρόνο για κλάματα και για συναισθηματισμούς. Πήγε δυναμικά στη ντουλάπα της για να διαλέξει τα ρούχα της. Έπρεπε να συνεχίσει σαν να ήταν όλα φυσιολογικά. Έπρεπε να συνεχίσει να πηγαίνει σχολείο, να παριστάνει ότι δεν άλλαξε τίποτα. Και δεν ήταν λίγες οι φορές, που, όταν τη ρώτησαν πώς ήταν, μπήκε στον πειρασμό να τους τα εξηγήσει όλα. Μα δεν μπορούσε. Έτσι κι αλλιώς, δεν θα την καταλάβαιναν. Δεν μπορούσαν να την καταλάβουν.
Είχε χαθεί στο μυαλό της, όταν άκουσε και το δεύτερο ξυπνητήρι να χτυπάει. Έμεναν σαράντα πέντε λεπτά μέχρι το κουδούνι. Μετά από πολλές αρνητικές σκέψεις και λίγες – αποτυχημένες – προσπάθειες να απαλλαγεί από αυτές, κατάφερε να ετοιμαστεί και να βγει από το σπίτι. Δεν είχε προλάβει να κατέβει τη σκάλα, όταν ένιωσε την πρώτη σταγόνα βροχής να πέφτει στο μέτωπό της. Θα μπορούσε να γυρίσει πίσω, να πάρει την ομπρέλα της. Όμως ήταν πολύ κουρασμένη για να το κάνει. Συνέχισε να περπατάει.
Περπατούσε για δεκαπέντε λεπτά περίπου, μέχρι που έφτασε στη στάση του λεωφορείου. Ευτυχώς η βροχή δεν ήταν δυνατή, μόνο μια μικρή ψιχάλα. Είχε ήδη βάλει τα ακουστικά της και περίμενε, όταν αντίκρισε ξαφνικά κάτι που την έκανε να ανατριχιάσει. Μια γυναίκα. Μια ψηλή, μελαχρινή, μαυροφορεμένη γυναίκα. Μια γυναίκα με στρογγυλά, σκούρα καστανά μάτια, με λεπτά χείλη και έντονα ζυγωματικά, με μακριά μαλλιά που έπεφταν κυματιστά στους ώμους της καθώς προχωρούσε. Μία γυναίκα ολόιδια με τη μητέρα της. Χρειάστηκε να τρίψει τα μάτια της αρκετές φορές, ώστε να βεβαιωθεί ότι το μυαλό της δεν της έπαιζε κάποιο τρομερά άσχημο παιχνίδι. Ήλπιζε να κάνει λάθος, αλλά της έμοιαζε όλο και περισσότερο όσο περνούσε η ώρα. Κοίταξε το κινητό της, Έμεναν είκοσι πέντε λεπτά μέχρι το κουδούνι.
Χωρίς να είναι σίγουρη γιατί, η Βάλια ξεκίνησε να ακολουθεί τη γυναίκα. Παρόλα αυτά, φοβόταν ακόμα να πλησιάσει πολύ κοντά, έτσι περπατούσε παράλληλα με αυτή στο απέναντι πεζοδρόμιο. Παρατηρούσε με μανία κάθε μικρή της κίνηση: τον τρόπο που κινούνταν, τον τρόπο που κρατούσε τα κλειδιά και την τσάντα της, τον τρόπο που κοίταζε το κινητό της. Προσπάθησε να λογικέψει τον εαυτό της. Δεν υπήρχε περίπτωση εκείνη η γυναίκα να είναι στην πραγματικότητα η μητέρα της. Η μητέρα της είχε πεθάνει, έπρεπε να το αποδεχτεί αυτό, δεν γινόταν να περπατούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο, ήταν αδύνατο. Όμως πριν «φύγει», μόλις έμαθε ότι οι γιατροί της είχαν δώσει μονάχα έξι μήνες ζωής, είχε πει ένα πράγμα: «Ποτέ μη σταματάς να ελπίζεις». Τότε η Βάλια είχε υποσχεθεί πως δε θα σταματούσε, και τώρα έκανε ακριβώς αυτό. Ήλπιζε σε ένα θαύμα, ή μάλλον σε ένα λάθος, ένα από εκείνα τα φρικτά λάθη που γίνονται στις ταινίες. Ένα λάθος στο οποίο η μητέρα της θα ήταν ακόμη ζωντανή.
Ένας Θεός ξέρει πόσες φορές συγκρατήθηκε για να μην ουρλιάξει «Μαμά!» μέσα στον κόσμο, όση ώρα την ακολουθούσε. Είχε μάθει, εδώ και δύο χρόνια, να μην ελπίζει στα θαύματα. Είχε συνειδητοποιήσει με πολύ δύσκολο τρόπο ότι στον κόσμο δεν υπήρχε ελπίδα, τουλάχιστον όχι πια. Για αυτό, ίσως να ήξερε βαθιά μέσα της ότι η μητέρα της δεν ήταν εκεί. Αλλά αν ήταν όντως εκείνη; Δεν θα μπορούσε να το ρισκάρει, δεν μπορούσε καν να διανοηθεί να τη χάσει για δεύτερη φορά. Της είχε δοθεί μία ευκαιρία επιπλέον, και θα πήγαινε μέχρι το τέλος. Τα πόδια της δεν υπάκουαν τώρα στο μυαλό της. Είχε χάσει κάθε ίχνος λογικής που θα της έλεγε κυνικά ότι οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους, ότι ήταν εντελώς τρελό να κυνηγά μία γυναίκα μόνο και μόνο επειδή της θύμιζε τη μαμά της. Η βροχή είχε δυναμώσει, αλλά δεν την ένοιαζε. Μπορούσε, έστω και αχνά, να διακρίνει τη φιγούρα που την οδηγούσε μέσα από την πυκνή βροχή. Έμεναν δεκαπέντε λεπτά μέχρι το κουδούνι. Δεκαπέντε λεπτά μέχρι να καταλάβουν ότι δεν ήταν στο σχολείο και να αρχίσουν να την ψάχνουν. Αν, βέβαια, την έψαχνε κανείς…
Συνέχισε να ακολουθεί τη γυναίκα σχεδόν στα τυφλά. Της φάνηκε, μάλιστα, πως αυτή κατευθυνόταν προς το σπίτι. Η Βάλια ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά, να κατακλύζεται από ένα συναίσθημα που την είχε εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό. Τα χείλη της έκαναν μία μικρή, λεπτή κίνηση προς τα πάνω, στα μάγουλα της οι κρύες σταγόνες της βροχής αναμειγνύονταν με τα καυτά της δάκρυα και έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της. Από απέναντι, η μυστηριώδης γυναίκα γύρισε προς το μέρος της και χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο μοναδικό, που η Βάλια θα μπορούσε να το ξεχωρίσει ανάμεσα σε όλα τα χαμόγελα του κόσμου. Τόσο όμορφο, τόσο υπέροχο, με το ένα δόντι λίγο σπασμένο στην άκρη, από τότε που η μητέρα της ήταν μικρή και είχε χτυπήσει πέφτοντας από το ποδήλατό της. Η γυναίκα στάθηκε μπροστά στο σπίτι της Βάλιας και άνοιξε διάπλατα τα χέρια της, σαν να την παρότρυνε να έρθει κοντά της. Κι εκείνη δεν το σκέφτηκε ούτε δευτερόλεπτο· άρχισε να τρέχει από το απέναντι πεζοδρόμιο στο σπίτι της, στην αγκαλιά της μητέρας της. Ήταν επιτέλους ευτυχισμένη, έλαμπε μέσα στη θολούρα της βροχής. Έτσι λοιπόν, όπως έτρεχε, θα ήταν αδύνατο να δει το αυτοκίνητο που ερχόταν κατά πάνω της, δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν πολύ αργά για να φρενάρει. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν η μητέρα της να περιμένει στην άλλη πλευρά, έτοιμη να υποδεχτεί τη Βάλια και να της χαρίσει μια από αυτές τις σφιχτές αγκαλιές, που τόσο της είχαν λείψει. Έμεναν δέκα λεπτά μέχρι το κουδούνι…
