Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πάρα πολύ αστείος άνθρωπος με ένα πολύ μικρό σώμα. Αυτός πήγαινε στο σχολείο κάθε μέρα και έκανε συνέχεια πολλά αστεία. Όλοι γελούσαν. Μια μέρα όμως άρχισε να τρίβει μερικά ξύλα και τότε άναψε φωτιά. Σκέφτηκε πως χρειαζόταν λίγο νερό για να σβήσει τη φωτιά. Αυτό που έκανε δεν ήταν καθόλου αστείο. Μετά άρχισε να δακρύζει γιατί κατάλαβε ότι αυτό που έκανε δεν άρεσε σε κανέναν. Το πρόσωπό του ήταν πάρα πολύ λυπημένο. Ένα παιδάκι τον ρώτησε αν ήθελε λίγο φαγητό, για να του φτιάξει το κέφι. Κι αυτός είπε πως πεινούσε πάρα πολύ. Αφού έφαγε, έκλεισε την τσάντα του και ζήτησε συγγνώμη γι’ αυτό που έκανε. Τα παιδιά του είπαν πως δεν πειράζει, άλλη φορά να προσέχει.
Χθες με τον φίλο μου τον Νίκο πήγαμε στη θάλασσα για μπάνιο. Εκεί φτιάξαμε ένα κάστρο με λάσπη, πέτρες και άμμο. Μετά γυρίσαμε στο σπίτι, κάναμε μπάνιο και πήγαμε στο γήπεδο, όπου παίξαμε μπάλα. Είχαμε πολύ καιρό να βρεθούμε και χαρήκαμε πολύ.
Σήμερα πήγα με τη φίλη μου τη Δήμητρα στον Λιμένα. Μπήκαμε σε ένα κατάστημα ρούχων και αγοράσαμε ρούχα και παπούτσια. Μετά πήραμε ένα ταξί και πήγαμε στη θάλασσα. Κάναμε μπάνιο και φτιάξαμε κάστρα. Όταν φύγαμε από την θάλασσα κάναμε μπάνιο στο σπίτι μας. Εκεί κάναμε πιτζαμοπάρτι. Ένιωσα πολύ ωραία, γιατί ήμουν μαζί με τη φίλη μου.