Η Γειτονιά μου

Γράφει ο  Κωνσταντίνος Κωστάκης 

 

Η γειτονιά μου ήταν απλή με μια εκκλησία,
ένα ποτάμι και πιο κάτω τα σφαγεία.
Τώρα τσιμέντα, σούπερ μάρκετ, φασαρία,
κάτι εργοστάσια με απόβλητα ως τη Ντία.

Είχε καλάμια ένα σωρό εκεί τριγύρω
και εμείς τα παίρναμε για τους χαρταετούς.
Τώρα τα ξήλωσαν, Θεέ μου, που να γείρω;
Την προσευχή μου, όταν θα λέω, πώς θα ακούς;

    Το γεφυράκι το περνούσαν μόνο άνθρωποι,
με κάνα γάιδαρο και κάνα δυο κατσίκες.
Τώρα το μπάζωσαν και έχτισαν τα σύνορα
φτιάξανε πάρκινγκ για αμάξια και νταλίκες.

Οι μάνες βγαίναν και μιλάγαν στα παράθυρα,
και τα μπαλκόνια είχαν πάντοτε λουλούδια.
Τώρα κεραίες ανεμίζουνε σαν λάβαρα,
κ’ η μουσική ησύχασε  πίσω από τα παντζούρια.

Και ενώ το γεφυράκι ένωνε προάστια,
σπίτια προσφύγων από τη Μικρά Ασία,
Τώρα φανάρια στέκονται εκεί αγέρωχα,
για να επιβάλουν την τάξη και την πειθαρχία.

Κλείνοντας τώρα με ένα τελευταίο τετράστιχο,
αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η ζωή μας,
Αν δεν υπήρχανε πόλεμοι και εργοστάσια,
ούτε και τράπεζες μα αγάπη στη ψυχή μας;

20210202_191738

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης