Γράφει η Αθηνά Μανατάκη:
“γιατί ξεχάστηκες σαν το παιδί στη στέρνα παίζοντας με τους λογισμούς σου, που είναι χάρτινο καράβι στο νερό και νομίζεις πως είσαι εσύ ο καπετάνιος και τα κανονίζεις όλα…”(σελ. 98)
“Άλλοι τελικά στη δικιά τους ζωή κουνούσαν τα φτερά τους και πετούσαν, και αυτή ασθμαίνοντας έτρεχε ξοπίσω τους με το φόβο μην φύγει ο ήλιος και χαθεί.” (σελ. 79)
“είδε το όστρακο του χρόνου να κλείνει και τα δύο κελύφη της προφητείας να εφαρμόζουν επακριβώς και να κλείνουν ερμητικά” (σελ. 33)
“Τις νεαρές του ρίζες παρέσυρε το θολό απ’ τα χώματα ποτάμι της οργής” (σελ. 35)
“Δεν ήταν λιποτάκτης αυτή τη φορά, ήταν απότακτος της παλιάς ζωής του, που δεν είχε στεριώσει καλά κι έμοιαζε με τον κισσό που, όταν χάνει το καλάμι του, πέφτει και σέρνεται πια στο χώμα.” (σελ. 35)
“απ’ το λήθαργο του επικείμενου θανάτου και της πολύωρης ξέφρενης τρεχάλας” (σελ. 70)
“Τα φύλλα των δέντρων από πάνω της φούσκωσαν από το αεράκι κι ήταν σαν να κορόιδευαν τα λόγια της, σαν να ‘ταν κι αυτά δέντρα αρσενικά με φισεκλίκια.” (σελ. 71)
“…την έριχναν σε πολύβουες σκέψεις που κόχλαζαν αντιφατικές, δύστροπες να χωρέσουν σε κατηγορίες.”
“…μια που πάντα ο εγκιβωτισμένος χρόνος περνάει αργόσυρτα και τυραννικά.” (σελ. 114)
“Πάνω απ’ τη στέγη ακουγόταν το μουρμουρητό της βροχής.” (σελ. 129)
“το κρασί του θόλωνε το μυαλό και του καθάριζε εκείνο το άλλο που είναι πιο πάνω από τη λογική,..” (σελ. 142)
Γράφει η Αγγελική Αλιγιζάκη:
«Το χώμα της γης είχε πετρώσει απ” την παγωνιά και θαρρείς είχε βγάλει δόντια και πολεμούσε κάθε αξίνα και υνί που πήγαινε για λίγο να το σκαλίσει»
«Υπάρχουν κάποια πρωινά που έτσι, ίσως και χωρίς κανένα λόγο, οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι γερνάνε. Εκείνο το πρωί η Αννίκα έχασε το πρώτο πουλί απ” τη φωλιά της, ακούμπησε όμως και τη βεβαιότητα πως η πρώτη της μεγάλη ανηφόρα και η κορυφή είχαν τελειώσει. Τώρα πήγαινε από πίσω, στην άλλη πλευρά του βουνού, όπου δύει ο ήλιος κι έπρεπε πια να κατεβαίνει με τις φτέρνες, να βάζει κόντρα στη βαρύτητα. μην την νικήσει η κατηφόρα και κατρακυλήσει.»
«Το μάνταλο της πόρτας άνοιξε βίαια και μπήκαν και οι δυο τους μέσα σκοτεινοί σαν να ήταν η έξω νύχτα επιδημία και είχε κολλήσει στο πετσί τους.»
«Ο Μάρκος την έβλεπε έτσι άγουρη, αγκαθωτή στα λόγια και στις κινήσεις, θηλυκό δύστροπο που δεν είχε βρει ακόμα το δρόμο του, και αποφάσισε να την ξεριζώσει για τον εαυτό του και να την κάνει σύνευνή του»
«Δε φοβάται τις σκιές τους, γιατί έχει τώρα κι αυτή φτερά και να τηνα, πετάει στη λιακάδα, πάτησε στους ώμους του Κωσταντή και μ” έναν πήδο απλώθηκε και είναι πάνω πια απ” τη σκιά της, στρίβει τώρα όπως θέλει, σπαθίζει τον αέρα και βλέπει κάτω τον ίσκιο και στρίβει και ανεβαίνει και κατεβαίνει, κι όταν θα βρει σύννεφο, θα μπει από κάτω και η σκιά της δε θα υπάρχει πια, θα καεί, και η τέφρα της θα γίνει γύρη να πλαγιάζει με τον αγέρα.»
«Σφίχτηκαν με δύναμη σαν ερωτευμένα θηρία. Άσπρο φόρεμα από ταφτά και μαύρο χωριάτικο φουστάνι, μαλλιά, λόγια, δάκρυα, οι μυρωδιές τους, όλα μαζί!»
«Λίγους μήνες αργότερα, αστερόεσσα νύχτα ήταν πάλι, το ξανάκανε»
«Πέθανε σφραγισμένος από έναν παλιό θρύλο που ήταν ζωντανός για αιώνες στα μέρη εκείνα πέρα στην πατρίδα, στη Ρωμυλία.»
«Αυτός έχωσε τα πόδια του στην οργωμένη γη και περίμενε με τους χυμούς του έρωτα να βγάλει ρίζες, να γίνει δέντρο, που όσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο δύσκολα το ξεριζώνει απ” το χώμα του ο άνεμος ή ο πόλεμος»
«Δεν ήταν λιποτάκτης αυτή τη φορά, ήταν απότακτος της παλιάς ζωής του, που δεν είχε στεριώσει καλά κι έμοιαζε με τον κισσό, που, όταν χάνει το καλάμι του, πέφτει και σέρνεται πια στο χώμα»
