Για την Κωνσταντία γράφει η Δήμητρα Βιολάκη:
Λόγω όλων αυτών που έγιναν το 1955 στην Κωνσταντινούπολη και γενικότερα λόγω όσων είχαν γίνει στη Σμύρνη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η Κωνσταντία απεχθάνεται και δεν εμπιστεύεται του Τούρκους. Επομένως, τους κατακρίνει συνέχεια. Ο φόβος της και οι αναμνήσεις που έχει από το ’55 την εμποδίζουν από να συμπαθεί οποιονδήποτε Τούρκο. «Φίλοι, φίλοι αλλά εμπιστοσύνη δεν έχουμε»’. Η Κωνσταντία όταν διαβάζει το γράμμα είναι νευρική, συναισθηματική, τοξική, κουτσομπόλα, ανυπόμονη, εθνικίστρια και ειρωνική. Αυτά φαίνονται μέσα στο κείμενο σε προτάσεις όπως ‘ωραία πατριώτισσα’ ή όταν πάει να λιποθυμήσει σαν διάβασε στο γράμμα του Γιάννη ‘νιώθω πιο κοντά στους Τούρκους πάρα στους Έλληνες.’
και η Μαρία Αγγελική Καμπουράκη:
Ξεκινώντας την ανάγνωση του μεγάλου γράμματος από τον γαμπρό της, είναι ήδη σε σύγχυση και φόβο γιατί σκέφτεται ότι μόνο κάτι κακό ή δυσάρεστο θα διαβάσει. Είναι δηλαδή προκατειλημμένη, βάζοντας διάφορα αρνητικά πράγματα στο μυαλό της. Καθώς διαβάζει το γράμμα, θυμάται δικές της εικόνες και συναισθήματα από γεγονότα που έχουν να κάνουν με την κόρη και το γαμπρό της. Π.χ.α) στο θυμό της όταν είδε το όνομα του αεροδρομίου της Σμύρνης, που ήταν αυτό του πρώην πρωθυπουργού της Τουρκίας, Μεντέρες, που ήταν ο κύριος υπαίτιος των Σεπτεμβριανών του 1955, β) η άγνοια του Γιάννη για οτιδήποτε τούρκικο (από καφέ, γλώσσα, θρησκεία) αλλά και τα δικά του παιδικά βιώματα με τις εξιστορήσεις φρίκης για τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 από συγγενείς του, μέχρι την αλλαγή της στάσης του όταν πήγε για 1η φορά και συνάντησε από κοντά την κοινωνία τη σύγχρονη της Τουρκίας. Τη θυμώνει ιδιαίτερα η αφέλεια του ως προς τους Τούρκους και θεωρεί ότι αυτά που έχουν προξενήσει οι Τούρκοι πρέπει να μείνουν αναλλοίωτα στη μνήμη του και η συμπεριφορά πρέπει να είναι πάντα εχθρική και καχύποπτη απέναντι τους.
Για την κ.Σοφία , που κοιτάει το συμφέρον μόνο (οικονομικά για αυτήν αλλά ταυτόχρονα προδοτικά για την χώρα της) δυσανασχέτησε και αισθάνθηκε ανακουφισμένη μόνο όταν έμαθε ότι η συμπεθέρα της είχε την ίδια άποψη με αυτήν.
Πιο περιγραφικός ο Μανώλης Ηλιάκης:
Η αντίδραση της Κωνσταντίας είναι απολύτως δικαιολογημένη. Η Κωνσταντία έζησε μια συναισθηματική έκρηξη διαβάζοντας το γράμμα αφού αναμνήσεις ήρθαν στην επιφάνεια, σκέψεις και σκηνές ξεσκονίστηκαν και η κάθε εικόνα μνήμης εναλλάσσεται επανειλημμένα μεταφέροντας τη στιγμή, τις φωνές, τα ουρλιαχτά και τη βία του ’55 για τη δεκάχρονη τότε ηρωίδα. Φυσικά τα συνταρακτικά γεγονότα πιστεύω πως δημιούργησαν κάτι παραπάνω από φόβο και ανασφάλεια στην Κωνσταντία. Δημιουργήσαν μια τρύπα. Μια τρύπα στην ψυχή της ώστε κάθε φορά που ακούει την λέξη Τούρκος νιώθει να την διαπερνάει ένα μαχαίρι, η ψυχή της ουρλιάζει και η καρδιά της τρέμει, η πληγή μεγαλώνει και ένα καυτερό τσουρούφλισμα διαπερνάει το στερνό της, ενώ παράλληλα ο κρύος βαρύς αέρας που εξαπλώνεται σε κάθε κύτταρο του σώματος της παγώνει την σκέψη της και αφήνει εκτεθειμένη την πληγή της. Οπότε συμπεραίνουμε πως η Κωνσταντία δεν είναι πάρα ένα παιδί από τα τόσα που τα θραύσματα των ψυχών τους είναι σκορπισμένα σε όλη την Πόλη και ποδοπατούνται καθημερινά.
Στα Σεπτεμβριανά αναφέρεται η Μαρκέλλα Ζαμπετάκη:
Με την ονομασία «Σεπτεμβριανά» έμεινε στην ιστορία το οργανωμένο πογκρόμ της νύχτας της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, που συνέβη στη Κωνσταντινούπολη, όταν καθοδηγούμενος τουρκικός όχλος προκάλεσε βίαια επεισόδια κατά των περιουσιών των Ελλήνων (Ρωμιοί) και των Αρμένιων, πλην όμως Τούρκων υπηκόων, καθώς και άλλων μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, λεηλατώντας και πυρπολώντας ελληνικά καταστήματα, σπίτια, σχολεία και βεβηλώνοντας εκκλησίες ακόμα και νεκροταφεία δημιουργώντας τρομοκρατία και ανασφάλεια για τις υφιστάμενες μειονότητες. Τα έντονα συναισθήματα της Κωσταντίας δικαιολογούνται μόλις αρχίζει να διαβάζει το γράμμα, καθώς θυμάται εκείνο το συμβάν του ’55, και φοβάται μήπως ο γαμπρός που πήρε την κόρη της, είναι όμοιος με αυτούς που της δημιούργησαν τόσο κακές αναμνήσεις σε τόσο μικρή ηλικία, ενώ αυτή νόμιζε πως η κόρη της παντρεύτηκε έναν Έλληνα, όμοιο με εκείνη.
Ο Γιάννης Μπενάκης συγκεντρώνει τα προβαλλόμενα από τον Μακριδάκη επιχειρήματα ενάντια στη μισαλλοδοξία, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό:
Ο συγγραφέας Γιάννης Μακριδάκης, μέσα από το έργο Η Άλωση της Κωνσταντίας, προβάλλει ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, αναδεικνύοντας την καταστροφική δύναμη της μισαλλοδοξίας και του εθνικισμού. Συγκεκριμένα:
- Η μισαλλοδοξία και οι εθνικιστικές διακρίσεις προκαλούν μίσος και διχασμό: Στις σελίδες 41-43, ο συγγραφέας δείχνει πώς η υπερβολική έμφαση στις εθνικές ταυτότητες και στις διαφορές μεταξύ των λαών οδηγεί σε συγκρούσεις και καταστροφικές συνέπειες. Μέσα από τους χαρακτήρες του, επισημαίνεται ότι η επιμονή στον διαχωρισμό «Ελλήνων» και «Τούρκων» έχει μόνο αρνητικά αποτελέσματα, διαλύοντας σχέσεις που στηρίζονται στην ανθρώπινη εγγύτητα.
- Η εθνική ταυτότητα ως εργαλείο εκμετάλλευσης και καταπίεσης: Ο Μακριδάκης υπογραμμίζει ότι η εθνικότητα συχνά χρησιμοποιείται από τους ισχυρούς ως μέσο για τη χειραγώγηση των λαών. Αντί να εστιάζουν σε κοινά στοιχεία, οι άνθρωποι διδάσκονται να βλέπουν τους άλλους με καχυποψία και εχθρότητα. Αυτό το θέμα αναδεικνύεται έντονα στις συγκρούσεις που περιγράφονται, οι οποίες τελικά βασίζονται σε προκαταλήψεις και όχι σε ουσιαστική διαφορά.
- Η ανάγκη για ανθρωπιστική προσέγγιση: Στη σελίδα 87, ο συγγραφέας παρουσιάζει τη θέση ότι οι λαοί μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά αν εγκαταλείψουν την ανάγκη να επιβάλλουν τις ταυτότητές τους στους άλλους. Η βασική του πρόταση είναι ότι, όταν οι άνθρωποι δουν ο ένας τον άλλο πρωτίστως ως ανθρώπους και όχι ως εκπροσώπους εθνοτήτων ή θρησκειών, θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις.
- Καταδίκη της μισαλλοδοξίας ως εμπόδιο στην πρόοδο: Ο συγγραφέας προειδοποιεί ότι η συνέχιση των διχαστικών πολιτικών και των μίσους μεταξύ των λαών θα οδηγεί πάντα σε τραγωδίες. Μέσα από την αφήγηση, γίνεται ξεκάθαρο ότι η ειρηνική συνύπαρξη δεν είναι απλώς ιδεαλιστική, αλλά αναγκαία για την επιβίωση των κοινωνιών.
Ο Μακριδάκης, λοιπόν, παρακινεί τον αναγνώστη να δει πέρα από τις συμβάσεις και τις προκαταλήψεις, προσφέροντας ένα όραμα όπου οι λαοί συνυπάρχουν αρμονικά, με βάση τις κοινές ανθρώπινες αξίες.
- Παραδείγματα χαρακτήρων που υπερβαίνουν τις διαφορές: Μέσα από τον Γιάννη και άλλους χαρακτήρες, αναδεικνύεται η δυνατότητα μετασχηματισμού των ανθρώπων. Η αλλαγή ταυτότητας του Γιάννη δείχνει πως η εθνική και θρησκευτική ταυτότητα δεν είναι καθοριστικά στοιχεία της προσωπικότητας, αλλά κάτι που μπορεί να υπερβεί κανείς όταν κινηθεί με κατανόηση και ενσυναίσθηση.
Για το δίλημμα του Γιάννη γράφει η Έφη Σκεμπέ:
Στην σελίδα 84 ο Γιάννης συνειδητοποιεί πως οι γονείς του δεν είναι αυτοί που νόμιζε και μαθαίνει πως είναι μισός Έλληνας και μισός Τούρκος. Ενώ αυτά τα υποψιαζόταν από την προηγούμενη μέρα, τότε κατάλαβε τι ακριβώς σήμαινε αυτό. Ενώ είχε μάθει μεγαλώνοντας να μισεί και να απεχθάνεται τους Τούρκους, ξαφνικά μαθαίνει πως είναι και αυτός μισός Τούρκος. Δεν ήξερε ποια θα ήταν η αντίδραση του κόσμου πλέον απέναντί του, ειδικά των Ελλήνων, αλλά και περισσότερο της γυναίκα του, Άννας. Φοβήθηκε την κοινωνική απόκλιση και απομόνωση που μπορεί να συναντούσε. Το δίλημμα που αντιμετωπίζει ο Γιάννης είναι αν θέλει να γνωρίσει τους γονείς του, να συναρμολογήσει τον νέο του κόσμο ή αν θέλει φεύγοντας από το σπίτι της Λουτβιέ να τα ξεχάσει όλα και να γυρίσει πίσω στην πραγματικότητα του και στη ζωή του ξέροντας ότι μεγάλωσε σε ένα ψέμα.
Επί του ίδιου διλήμματος τοποθετείται και ο Αλέξανδρος Ξανθόπουλος:
Αυτή η κρίση ταυτότητας του Γιάννη οφείλεται στο πόσο σκληρή είναι η αλήθεια που μαθαίνει για τους προγόνους, για όλα όσα υπέστη η μητέρα του από τον παππού του και πατέρα της όσο ήταν έγκυος σ” αυτόν και την τραγική κατάληξη που είχε. Φοβάται μήπως και η Κωσταντία
αντιδράσει όπως αντέδρασε και ο παππούς του μόλις έμαθε ότι τον είχαν ξεγελάσει και η κόρη του τελικά ήταν παντρεμένη με έναν Τούρκο και όχι με Έλληνα. Ο κόσμος του Γιάννη όπως τον ήξερε μέχρι τη στιγμή που μαθαίνει την αλήθεια για την καταγωγή του, γκρεμίζεται. Νιώθει ότι δεν αναγνωρίζει τον ίδιο του τον εαυτό πια. Είναι ένας άλλος άνθρωπος, άλλοι είναι οι πραγματικοί γονείς του, όλα είναι αλλιώτικα απ” αυτά που πίστευε. Τώρα καλείται να αποδεχτεί έναν ολοκαίνουριο εαυτό κάτι που είναι πραγματικά πολύ δύσκολο. Ο Γιάννης δε συνειδητοποιεί από την αρχή ότι όλα αυτά αφορούν τον ίδιο και πόσο θα ανατρέψουν τη ζωή του. Έτσι αντιμετωπίζει το δίλημμα, αν πραγματικά θέλει να συναντήσει τον βιολογικό του πατέρα. Από τη μία θέλει να μάθει όλη την αλήθεια από την άλλη όμως φοβάται και διστάζει.