Δημιουργική Γραφή

Ο πατέρας διαβάζει το γράμμα του γιου του

Ο Αντώνης καθόταν στην κουζίνα. Απέναντί του η Βαγγελία ξεφλούδιζε πατάτες κουνώντας μηχανικά το μαχαίρι στο χέρι της. Το γράμμα βρισκόταν μπροστά του με το χαρτί να τρεμοπαίζει από το βάρος του βλέμματός του. Είχε σταθεί εκεί, στη μέση της πρώτης παραγράφου. «Εγκαταλείπω», λέει. Το παιδί μας. «Το Πανεπιστήμιο». Έπιασε το ποτήρι με το νερό χωρίς να το σηκώσει. Είχε ξεραθεί το στόμα του. Η Βαγγελία τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της. «Αντώνη, τι λέει; Τι γράφει ο μικρός;». Εκείνος δεν απάντησε αμέσως. Ξαναδιάβασε. «Δεν καλύπτομαι πνευματικά και συναισθηματικά από τις σπουδές, γράφει. Θέλω να ταξιδέψω, να γνωρίσω τον κόσμο. Να μπαρκάρω.» Η φωνή του έσπασε στη μέση της πρότασης σαν να μην μπορούσε να ολοκληρώσει αυτό που διάβαζε. Σηκώθηκε απότομα και άρχισε να περπατάει στο δωμάτιο. «Το καταλαβαίνεις; Έναν χρόνο πριν τελειώσει! Έναν χρόνο! Κι ύστερα; Να γίνει τι; Να δουλεύει στα καράβια; Να ζει μέσα στο αλάτι και στο λάδι;». Τα λόγια του έβγαιναν κοφτά, γεμάτα θυμό. Δεν ήταν μόνο ο θυμός, όμως. Ήταν και η απογοήτευση, το μούδιασμα που τον έκανε να νιώθει αδύναμος. Η Βαγγελία άφησε το μαχαίρι στον νεροχύτη και γύρισε προς το μέρος του. «Μα Αντώνη, σκέψου. Δεν είναι ότι μας γράφει πως τα παρατάει και δεν ξέρει τι θα κάνει. Έχει σχέδιο. Θέλει να ταξιδέψει. Να δει τον κόσμο». «Και ποιος του είπε ότι ο κόσμος εκεί έξω είναι εύκολος; Ότι μπορεί να αφήσει το Πανεπιστήμιο έτσι απλά; Εμείς τι κάναμε; Δουλεύαμε μια ζωή για να τον δούμε να προοδεύει. Να γίνει κάτι καλύτερο από εμάς». Έπιασε το γράμμα και το δίπλωσε νευρικά. Δεν ήξερε αν ήταν περισσότερο θυμωμένος μαζί του ή με τον εαυτό του. Η Βαγγελία πλησίασε, του άγγιξε το χέρι. «Αντώνη, μην το βλέπεις έτσι. Είναι το παιδί μας. Ίσως δεν τον καλύπτουν αυτές οι σπουδές. Μπορεί να βρει αλλού αυτό που ψάχνει. Δεν θα τον κρατήσει το Πανεπιστήμιο αν νιώθει ότι χάνει τον εαυτό του». Σώπασαν και οι δύο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το ρολόι στον τοίχο. Ο Αντώνης κάθισε ξανά. Το βλέμμα του βυθίστηκε στον καφέ που είχε κρυώσει. «Ίσως έχεις δίκιο,» είπε τελικά, σχεδόν ψιθυριστά. «Αλλά φοβάμαι, Βαγγελία. Φοβάμαι για το τι θα βρει εκεί έξω. Και αν αποτύχει; Και αν το μετανιώσει και είναι αργά;». Η Βαγγελία χαμογέλασε ελαφρά. «Θα είναι πάντα εδώ το σπίτι μας, Αντώνη. Για να γυρίσει αν χρειαστεί. Αλλά πρέπει να τον αφήσουμε. Να κάνει τα δικά του λάθη, τις δικές του επιλογές». Ο Αντώνης πήρε μια βαθιά ανάσα. Δίπλωσε προσεκτικά το γράμμα και το άφησε στο τραπέζι. Το βλέμμα του πλανήθηκε έξω από το παράθυρο. «Ελπίζω μόνο να ξέρει τι κάνει,» είπε, περισσότερο στον εαυτό του παρά στη γυναίκα του. Η Βαγγελία δεν απάντησε. Έπιασε ξανά το μαχαίρι και συνέχισε να ξεφλουδίζει τις πατάτες, ενώ η κουζίνα γέμισε από τη σιωπή μιας απόφασης που είχε ήδη παρθεί.

Στράτος Κισσαμιτάκης

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης