Δημοτικά Τραγούδια της Επανάστασης του 1821

1. Σαράντα παλικάρια και ένας γέροντας.  

Από την Θράκη

 Σαράντα παλικάρια κι ένας γέροντας
στολίστ’καν κι αρματώθ’καν για τουν πόλιμου.
Βάζουνε τα ντουφέκια τ’ς, φέγγουν τα βουνά,
βάζουν και τα σπαθιά τους, λάμπουν θάλασσες.
Παίρνουν το δρόμο πάνε, τη γιαλόστρατα,
στη μάνα τους πηγαίνουν την ευχή τ’ς να τ’ς δώσ’.
Ώρα καλή παιδιά μου κι αντέτ’ στο καλό.

n1

2. Όντεν εθεμελιώνανε.
Από την  Κρήτη

Όντεν τη θεμελιώνανε -

ε, οι γιαγγέλοι την Πόλη
’πού τ’ Άγιον όρος το νερό,

’πού τ’ Άγιον όρος το νερό, κι από τη Χιο το χώμα

κι από την Αντριανούπολη παίρνουν τα κεραμίδια.
Κι απίς την αποχτίσασι οι γιαγγέλοι την Πόλη,
στέκουν και σοντηρούν τηνε κι αποθαμάζουνέ τη.
Και πώς θα τηνε βγάλουμε, και πώς θα τηνε λέμε;
Πόλη Κωνσταντινούπολη, του Κωνσταντίνου Πόλη.

n2

3. Τα χελιδόνια τση Βλαχιάς.
Από την Κρήτη

Τα χελιδόνια τση Βλαχιάς και τα πουλιά τση Δύσης

κλαίσιν αργά, και κλαίσιν ταχιά, κλαίσιν το μεσημέρι,
κλαίσιν την Αντριανούπολη τη βαροκουρσεμένη,
οπού την εκουρσεύανε τσι τρεις γιορτές του χρόνου·
τω Χριστουγέννω για κερί, και τω Βαγιώ για βάγια
και την ημέρα τση Λαμπρής για το Χριστός Ανέστη.

n3

4. Πήραν την Πόλη, πήρανε.

Από την Μακεδονία

 Πήραν την Πόλη, πήρανε, μωρέ πήραν τη Σαλονίκη

πήραν κι την- πήραν κι την Αγια-Σοφιά.Πήραν κι την Αγια-Σοφιά, το μέγα μαναστήρι,
μι τιτρακόσια σήμαντρα, μ’ ιξήντα δυο καμπάνις πάσα καμπάνα κι παπάς.

n4

5. Καλογριά μαγέρευε.
Από την Θράκη 

Καλογριά μαγέ- μαγέρευε ψαράκια στο τηγάνι
και μια φωνή, ψιλή- ψιλή φωνή, απάνωθε της λέγει.

«Πάψε γριά το μαγερειό κι η Πόλη θα τουρκέψει,
κι ο Μουχαμπέτης θε να μπει στην Πόλη καβαλάρης».
«Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγουν και ζωντανέψουν
τότε κι ο Τούρκος θε να μπει κι η Πόλη θα τουρκέψει».
Τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν
κι ο Αμιράς εισέβηκεν στην Πόλη καβαλάρης.

n5

6.   Ούλες οι χώρες χαίρουνται

Από την Κρήτη

Ούλες οι χώρες χαίρουνται.

Εμ, ούλες – ε, ούλες οι χώρες χαί- ούλες
οι χώρες χαίρουνται
κι ούλες καλή καρδιά – καλή καρδιά ’χουν.

Ε, μα η Ρό- ε, μα η Ρόδο η βαριό- μα η Ρόδο η βαριόμοιρη,
μα η Ρόδο η βαριόμοιρη στέκ’ αποσφαλισμένη.
Τρεις χρόνους τηνε πολεμούν στεριάς και του πελάου
κι οι πόρτες τ’ς αραχνιάσανε και τα κλειδιά σκουριάσαν.
Μηνούν του πρωτομάστορα, του πρώτου τω μαστόρω.
Μάστορα, πρωτομάστορα και βούηθηξε τση Ρόδος.

n6

7. Χαρά που τo ’χουν τα βουνά

Από την Πελοπόννησο

Μωρέ, χαρά που τo ’χουν, χαρά που το ’χουν τα βουνά,

χαρά που το ’χουν τα βουνά κι οι κάμποι περηφάνεια.

Γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει κι η πατρίδα.
Σαν βλέπουν διάκους με σπαθιά, παπάδες με ντουφέκια,
σαν βλέπουν και το Γερμανό, της Πάτρας το Δεσπότη,
για να βλογάει τ’ άρματα, να φχιέται τους λεβέντες.

n7

8. Παιδιά μ’ σαν θέλτε λεβεντιά.
Από την Μακεδονία

Πιδιά μ’ σαν θέ- μαύρα πιδιά,

πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά κι κλέφτις να γινείτι,

ιμένα να ρουτήσιτι του τι τραβούν οι κλέφτις.
Δώδικα χρόνους έκανα στους κλέφτις καπιτάνιους.
ν-Όλη μιρούλα πόλιμου, του βράδυ καραούλι.1
Ζιστό ψουμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια.

n8