ένα λογοτεχνικό κείμενο, δημιουργία της μαθήτριας Ηλιάνας Κορφιάτη,
Πρώτα άκουσε το σιωπηλό ουρλιαχτό της δυστυχίας από εκατομμύρια ψυχές που σπάραζαν μέσα σε ένα μονοπάτι θλίψης και πένθους.
Μύρισε τις αναθυμιάσεις και το οξύ από αμέτρητα σώματα που έλιωναν μέσα στον εαυτό τους.
Ένιωσε τη σκουριά στις πύλες της κολάσεως που άνοιγαν στο πέρασμά του περιμένοντας να τον συνθλίψουν με μίσος.
Γεύτηκε τον ψυχρό αέρα να μετατρέπεται σε απόλυτο χάος που εισέρχονταν στα πνευμόνια του καίγοντάς τα.
Μα καθώς διάβηκε τις πύλες ο φόβος του μετατράπηκε σε οίκτο αντικρίζοντας ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, να υποφέρουν μετανοώντας για τα λάθη τους, χωρίς μαστίγια και κρεμάλες, δίχως φωτιά και λάβα, μα με τον διάβολο να κάθεται και να κλαίει μαύρα δάκρυα προσπαθώντας να τους ελευθερώσει από τις αμαρτίες και τις ενοχές τους.
Γιατί το μόνο κακό για τον άνθρωπο είναι αυτό που προκαλεί ο ίδιος στον εαυτό του.