Το Πάσχα της παιδικής μου ηλικίας

Καμιά φορά, με τον καινούριο Απρίλη, με πιάνει μια αναθύμηση της πασχαλιάτικης εφηβείας μου, όχι νοσταλγία, μακριά από μένα τα γλυκόπικρα. Είμαι βέβαιη ότι αυτό το ξεφανέρωμα είναι δουλειά της Άνοιξης.  Αυτή η εποχή με τραβάει συνέχεια από το μανίκι, που και να κάνω πως την αγνοώ, δεν μου το επιτρέπει. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν θέλω κιόλας, γιατί ως γνήσιο κορίτσι του Μάη, είμαι ταγμένη σ΄ αυτήν.

Για να πάρω όμως το πράγμα από την αρχή, τού Πάσχα προηγείται πάντα η εβδομάδα των Παθών, που δεν την λες ακριβώς έτσι, όταν είσαι μαθήτρια και το σχολείο κλείνει για το δεκαπενθήμερο. Το πιάνεις σαν γιορτή, μέχρι να ανακαλύψεις ότι πάντα υπάρχουν τρόποι να συμμετέχεις κι εσύ στο Θείο δράμα, όπως όλοι.

Από την Κυριακή των Βαΐων κιόλας μετά τα ωσαννά μπαίναμε στην Μεγάλη Δευτέρα με την τηλεόραση σε ρυθμό σιωπηλού οδυρμού με απανωτές δόσεις κλασικής μουσικής. Κάτι δεκαετίες πριν, συνηθιζόταν την θλίψη του μεγαλοβδόμαδου να την βιώνει η ελληνική κοινωνία με Μπαχ. Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι ο μουσουργός είχε πέσει θύμα της κουλτούρας που είχε αποφασίσει ότι το είδος είναι μόνο για τις στενοχώριες.

Ασπρόμαυρα έπαιζε τότε η τηλεόραση, μαύρο είχε γίνει και το μάτι μας από τη νηστεία. Και δεν μιλάμε για την σημερινή τύπου μάστερσεφ με γάλα καρύδας  στο ρυζόγαλο και καλαμαράκια στο τηγάνι. Ζούσαμε καθαρή στέρηση, με γκουρμέ παρέκκλιση τις τηγανητές πατάτες με τα χόρτα. Το πρωινό είχε τσάι με ελιές και ψωμί, το μεσημεριανό όσπρια με ψωμί, και το βραδινό ψωμί και στραγάλια για σνακ.

Αυτή η προσομοίωση μοναχισμού ωστόσο δεχόταν επίθεση εκ των έσω, καθώς η μαμά στο πικ του μεγαλοβδόμαδου έφτιαχνε κουλούρια και τσουρέκια. Το σπίτι μύριζε φρέσκο βούτυρο και οι λαμαρίνες με τα κουλούρια μάς είχαν περικυκλωμένους.

Όμως, να τα λέμε κι αυτά, δεν δοκιμάζαμε τίποτα, για τέτοια εγκράτεια μιλάμε, αλλά τα τσουρέκια δεν χρειάζονταν δάγκωμα για να αντιληφθούμε την κατάπτωσή τους. Ξεφουρνίζονταν βαριά σαν πέτρα, κάνοντας την μαμά να σκάει από στενοχώρια, μέχρι την στιγμή που τα έστελνε στο πυρ και ξανάπιανε τον αγώνα με καινούριο πάθος. Και επειδή ο επιμένων νικά, νενίκησε και η μαμά κι από τότε πια απολαμβάναμε τις μαστίχες και τα κακουλέ, χωρίς κόπο, καθότι το τσουρέκι είναι μεγάλο πρότζεκτ και δεν θέλαμε να της στερήσουμε την πατέντα.

Εκτός όμως από τη νηστεία υπήρχε και η προσευχή. Ο μπαμπάς, ερασιτέχνης ψάλτης και θεματοφύλακας αξιών, επέβαλλε να δίνουμε παρουσία στην εκκλησία της ενορίας κάθε βράδυ. Αυτό σήμαινε δίωρη και βάλε ορθοστασία  και με τη σύνοψη στο χέρι για να καταλαβαίνουμε και τον ρου των γεγονότων. Η σύνοψη ήταν ένα μικρό βιβλιαράκι με όλα τα τροπάρια και τους ψαλμούς της Μεγάλης Εβδομάδας που χρησίμευε και σαν χρονόμετρο, αφού ξέραμε σε ποια πρόταση έκλεινε η ακολουθία. Εκείνη την εποχή ό, τι είχε εξώφυλλο και γράμματα στις σελίδες με τραβούσε σαν μαγνήτης κι έτσι η σύνοψη έγινε το αγαπημένο μου γκάτζετ που οδήγησε τελικά  στην αδυναμία μου στα βιβλία τσέπης.

Στο μεταξύ η Μεγάλη Τρίτη έμπαινε με τις δέκα Παρθένες, πέντε σωστές και πέντε μωρές. Αυτές οι δεύτερες δεν είχαν λάδι για τα λυχνάρια τους κι εμείς για τις φακές μας. Αυτό, γιατί ξημέρωνε η Μεγάλη Τετάρτη, ζοφερή και νερόβραστη, όμως ευτυχώς είχαμε τα θάρρη μας στην Μεγάλη Πέμπτη.

Αυτή ήταν η μέρα της μετάληψης, την οποία ακολουθούσε παραδοσιακό γεύμα με ένα συνονθύλευμα από μπιζέλια, φασολάκια και κουκιά με μπόλικο λάδι στον φούρνο, μια τρομερή λιχουδιά σε σκοτωμένο πράσινο. Είναι γνωστό ότι στην πείνα η νοστιμιά έρχεται δεύτερη. Μια χαρά όμως μας έβγαζε τα δώδεκα ευαγγέλια και τη σταύρωση μαζί που ομολογώ ότι μου έκοβε το αίμα από το δημοτικό, που μας είχαν δείξει μια ταινία χωρίς σήμα καταλληλότητας.

Και κάπου εκεί στα μισά της εβδομάδας των Παθών, άλλαζε άρδην το σκηνικό και μπαίναμε σε ρυθμό Πάσχα στο χωριό. Πάει το ασπρόμαυρο, έκλεινε και ο Μπαχ το όργανο, έβαζα και την σύνοψη στο συρτάρι, καθότι στην εκκλησία του χωριού δεν είχε καμία χρησιμότητα. Εκεί, όπως ήταν το έθιμο, κοιτάζονταν όλοι μεταξύ τους για να δουν ποιος γέρασε πιο γρήγορα, ενώ η τάξη δεκατέσσερα άνω τύρβαζε περί άλλων.

Αχάραγα λοιπόν κάναμε την ηρωική έξοδο, περνούσαμε τον Ισθμό και, όταν πια διασχίζαμε τις γραμμές του τρένου που έκοβαν το χωριό στα δύο, αναγάλλιαζε το μέσα μας. Εκεί να δεις χαμομήλια στους αγρούς, κατσικούλα να βόσκει, σκυλί να γαβγίζει και τριαντάφυλλα να μοσχοβολάνε. Αυτή ήταν η αυθεντική Μέρα της γης. Μυθικές διαστάσεις έπαιρνε η ζωή. Ανακαλύπταμε αβγά κρυμμένα στο χορτάρι, τα ποτιστικά βαρούσαν χτύπους στα χωράφια και το γάλα ερχόταν κατευθείαν από την αγελάδα για να πήξει το γιαούρτι της γιορτής.

Πάνω εκεί κατέφθανε και η Μεγάλη Παρασκευή με το Γλυκύ της έαρ, που ποτέ δεν έπαψε να με συγκινεί μαζί με τις πασχαλιές και τις βιολέτες που δεν έχω καλύτερη μυρωδιά . Ήταν όμως και η μέρα που κάναμε το ντεμπούτο μας  στο εκκλησίασμα. Περνούσαμε μια ελαφριά ιερά εξέταση, τύπου Τίνος είσαι και πώς είσαι και γιατί, αλλά ευτυχώς το δύσκολο έργο αναλάμβαναν η μαμά και οι θείες που ήταν εξοικειωμένες με το σπορ. Ήμασταν βέβαια και παιδιά της πόλης, τρομάζαμε δηλαδή με τις σφήκες και δεν ενθουσιαζόμασταν με τη σφαγή των αμνών κι όσο να πεις δίναμε καλή τροφή στην τοπική κοινωνία.

Αλλά το Πάσχα είναι Άνοιξη και η Άνοιξη Πάσχα και πάντα υπάρχουν περισπασμοί. Η περιφορά του Επιταφίου ήταν ένας από αυτούς. Μετά τα εξαίσια τροπάρια που πάντα μου φέρνουν δάκρυα από την τόση ομορφιά, έβγαινε το κουβούκλιο από το ναό για να ξεκινήσει η πομπή. Το κρατούσαν στους ώμους τους οι νέοι του χωριού αλλάζοντας βάρδιες και κάπως έτσι αποκτούσε ένα πρόσθετο ενδιαφέρον η βραδιά. Κατά το προσφυγικό έθιμο, προσφυγικό το χωριό, ο Επιτάφιος σταματούσε κάθε δυο τρία σπίτια και πατούσε στο χαλί που είχε στρωθεί στον δρόμο, με το λιβανιστήρι από δίπλα και όλα τα φώτα αναμμένα. Δεν είχα καλύτερο από αυτό το τελετουργικό.  Να είναι Άνοιξη, η νύχτα να μπερδεύει το λιβάνι με την άγρια μέντα, τα κεριά να ρίχνουν το σιγαλό τους φως κι από πάνω μας να φέγγουν τ΄ αστέρια. Δεν ζητούσα τίποτα άλλο. Βέβαια είχαμε και λίγη ψιλοκουβέντα στην περιφορά, γιατί παντού ξεφύτρωναν γνωστοί, αλλάζαμε όμως και ματιές με συνομήλικους  χωρικούς, διότι και ο έρως  θρησκεία είναι.

Και μετά ερχόταν το Μέγα Σάββατο, η μέρα της θυσίας των αρνιών. Μαζευόμασταν στο σπίτι του παππού για να παρακολουθήσουμε την διαδικασία που παραδόξως τότε μου προκαλούσε μόνο περιέργεια. Το έθιμο ήταν τόσο βαθιά ριζωμένο που έβλεπα όλα τα στάδια χωρίς το παραμικρό πισωπάτημα. Μόνο που δεν μπορούσα να καταλάβω πώς η θεία μου τάιζε το αρνάκι της με το μπιμπερό και είμαι σίγουρη ότι το είχε αγαπήσει στ΄ αλήθεια, αλλά δεν είχε στο μυαλό της την πιθανότητα να αποτρέψει την μοίρα του.

Γενικά το Μεγάλο Σάββατο είχε ένα σωρό δουλειές που έπρεπε να γίνουν, έτσι που όλοι μαζεύονταν κατάκοποι νωρίς το βράδυ στα σπίτια τους, περιμένοντας την καμπάνα των έντεκα. Η μαμά έσπαγε τη νηστεία για να δοκιμάσει τη μαγειρίτσα στο αλάτι και κρυφογελούσε με την ενοχή της κι εγώ με την μεγάλη μου αδελφή βγάζαμε από τη ντουλάπα την ανοιξιάτικη κολεξιόν. Έξω έτσουζε η ξαστεριά κι εμείς ετοιμάζαμε βαμβακερά και λινά, διότι καθόλου δεν μας πτοούσε η δροσιά του Απρίλη. Έτσι τουρτουρίζαμε κομψά έξω από τον Άη Γιώργη και κρατιόμασταν σφιχτά τρέμοντας από την ψύχρα, παρακαλώντας να χτυπήσει το ρολόι δώδεκα για να μας απαλλάξει από το βάσανό μας.

Ώσπου να έρθει όμως αυτή η ώρα, μέσα στο ναό είχε προλάβει να γίνει της κακομοίρας με το Άγιο φως, καθώς το εκκλησίασμα ορμούσε στο ιερό για να πάρει την πρωτιά, ενώ ο παπάς κραδαίνοντας τα κεριά, προσευχόταν να μην λαμπαδιάσει. Μετά, το ευσεβές πλήθος ξεχυνόταν στον περίβολο για την Ανάσταση. Ταυτοχρόνως, οι μπουρλοτιέρηδες του χωριού είχαν ακροβολιστεί στα πέριξ και περίμεναν το σύνθημα. Οι ηλικιωμένοι, σοφά σκεπτόμενοι, ήταν από νωρίς ταμπουρωμένοι μέσα στο ναό κι εμείς είχαμε πιάσει τις εξώπορτες για να φυλάμε τα νώτα μας. Στο Χριστός και πριν ακόμα το Ανέστη, είχε ανάψει το πρώτο μπαρούτι. Από δω να σκάνε δυναμίτες δίπλα στις γραμμές του τρένου, αποκεί να δίνονται τα φιλιά της αγάπης και παραπέρα να ανοίγονται ανθρωπιστικοί διάδρομοι.

Μέχρι να φτάσουμε σπίτι είχαμε μετρήσει καμιά εξάδα πατερημά και κάτι καντήλια κάθε φορά που κινδυνεύαμε να χάσει ο δυναμίτης τον δρόμο του και να σκάσει στα πόδια μας. Αξέχαστες εποχές.

Αυτή η διονυσιακή πανδαισία συνεχιζόταν και την Κυριακή του Πάσχα, όταν  οι μεγάλοι έπαιζαν μπαλωθιές με πρωτοστατούσα την θεία μου την Μπουμπουλίνα. Η θεία μου λοιπόν σημάδευε στον αέρα την ξεκοκαλισμένη σπάλα του αρνιού, αφού πρώτα είχαν διαβαστεί πάνω της τα μελλούμενα. Αυτός ο πρωτογονισμός που σήμερα θα με άφηνε κόκκαλο, τότε δεν μου έδινε ερωτηματικά. Ήταν η εποχή της νεανικής μας αφέλειας που δεν αμφισβητούσε τα παιχνίδια των ενηλίκων, γιατί αυτά έτσι ήταν. Την ίδια ώρα γυρίζαμε την σούβλα με βάρδιες, περιχαρείς που μας είχαν δώσει την άδεια να λαβαίνουμε κι εμείς μέρος στο έθιμο. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν στην αυλή, το γλέντι άλλαζε από το ούζο στο κρασί, αβγά τσουγκρίζανε και πλανόδιοι τσιγγάνοι εμφανίζονταν με νταούλια την ώρα που σέρναμε το χορό.

Αργά το απόγεμα είχαν καταλαγιάσει όλα, τα πιάτα είχαν πλυθεί, τα τραπέζια είχαν τραβηχτεί στην άκρη και όλοι έκλεβαν λίγο ύπνο πριν μπει ο καφές στο μπρίκι. Κι ενώ καθόμασταν μαχμουρλούδες σε καναπέδες και καρέκλες, στον αέρα απλωνόταν μια γλυκιά γκρίνια, παραφάγαμε, παραήπιαμε, παραχορέψαμε.

Αλλά τώρα, που το γυρίζω στο μυαλό μου, μάλλον αυτό που μάς έφερνε ζάλη ήταν η Άνοιξη που δεν έχει έλεος, όταν ψάχνει να αναγεννηθεί.

 

Χαρά Γιαννοπούλου από το joystravelbook.blogspot.com

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης