Μια ιστορία γραμμένη με αφορμή το ποίημα του Κ.Π. Καβάφη «Όσο μπορείς»*

   Μια ψυχρή και βροχερή νύχτα του χειμώνα, η Νεφέλη, μια πανέξυπνη γλυκιά γυναίκα και τρυφερή μητέρα, διηγήθηκε στην μεγαλύτερη κόρη της  πώς είχε πέσει  θύμα των κοινωνικών σχέσεων της όταν ήταν στην ηλικία της, προκειμένου να την βοηθήσει με την εργασία της, που βασιζόταν στο ποίημα του αγαπημένου της ποιητή, Κωνσταντίνου Καβάφη, » Όσο μπορείς», χωρίς όμως να της πει ότι μιλούσε για την ίδια.

    Η Νεφέλη ξεκίνησε την ιστορία της λέγοντας πως η Βέλη, ένα έφηβο κορίτσι συνήθιζε από μικρή να προσπαθεί να μοιάσει στα υπόλοιπα κορίτσια και να γίνει αποδεκτή, όμως για κάποιο καιρό δεν τα κατάφερνε. Ο παιδικός της φίλος,  Ιάσονας την παρηγορούσε και προσπαθούσε καθημερινά να την κάνει να καταλάβει πως η διαφορετικότητα της την κάνει μοναδική και υπέροχη και  πως δεν υπάρχει λόγος να προσπαθεί να ταιριάξει με ανθρώπους που δεν έχουν να της προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό. Εκείνη όμως επέμενε, ήθελε απελπισμένα να γίνει φίλη με τα δημοφιλή κορίτσια και συνέχισε να προσπαθεί, θυσιάζοντας κάθε φορά ένα ακόμη κομμάτι του εαυτού της ώσπου τα κατάφερε. Όμως παρόλο που έγινε και εκείνη ένα δημοφιλές κορίτσι, το κενό που ένιωθε μέσα της δεν γέμισε, αντιθέτως το ένιωθε να μεγαλώνει μέρα με την μέρα περισσότερο. Με τον καιρό, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι είναι σαν και εκείνες, άρχισε να υιοθετεί την συμπεριφορά τους, τις αντιλήψεις τους, το στυλ τους και στο τέλος μετατράπηκε σε μια φθηνή απομίμηση τους. Σταμάτησε να κάνει παρέα με τους παλιούς της φίλους και πέρασε πολύ καιρός μέχρι να ξαναδεί τον Ιάσονα, ούτε μια μέρα όμως που να μην σκεφτόταν την παλιά της ζωή.

    Η τελευταία χρονιά της σχολικής ζωής της Βέλης, συνέχισε η μητέρα, είχε μόλις αρχίσει και την έβρισκε πάλι, όπως και τα προηγούμενα χρόνια , στην παρέα των δημοφιλών παιδιών. Όμως ένα γεγονός που συνέβη μετά από μια βδομάδα, την έκανε να ξανασκεφτεί ποια πραγματικά ήθελε να είναι. Ένα καινούριο κορίτσι είχε μόλις μεταγραφεί στο σχολείο της και η παρέα της την είχε ήδη στοχοποιήσει. Καθημερινά την κορόιδευαν για την εμφάνιση της και τον τρόπο που μιλούσε, ήταν από την επαρχία και η προφορά της ήταν διαφορετική. Το κορίτσι, έχοντας  χάσει πρόσφατα τον πατέρα της σε δυστύχημα, δεν είχε δύναμη να αντιδράσει και να υπερασπιστεί τον εαυτό του και απλά τις άφηνε να συνεχίζουν. Οι δημοφιλείς κοπέλες βλέποντας πως η Νίνα , όπως έλεγαν το κορίτσι, δεν τους έδινε σημασία αποφάσισαν να κάνουν κάτι που θα της έμενε αξέχαστο. Έτσι, εκμεταλλευόμενες το πάρτι που γινόταν σε δύο μέρες για την νίκη της ομάδας ποδοσφαίρου, της έστησαν μια  παγίδα, και καθώς εκείνη διακοσμούσε την αίθουσα χορού, την έλουσαν με κόκκινη μπογιά τραβώντας την βίντεο το οποίο και ανέβασαν στο διαδίκτυο .

   Η Βέλη, που δεν είχε πάρει μέρος στο σχέδιο αλλά παρόλα αυτά ήξερε πως θα συμβεί και βρισκόταν εκεί, ένιωσε πολύ άσχημα όταν είδε την  Νίνα  να τρέχει στον διάδρομο κλαίγοντας και να φεύγει από το σχολείο. Την επόμενη μέρα, η  Νίνα δεν πήγε σχολείο και η Βέλη της πήγε τα μαθήματα γνωρίζοντας πως ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει, αφού δεν έκανε τίποτα για να την βοηθήσει ενώ ήξερε τι της ετοίμαζαν. Όταν έφτασε στο σπίτι της Νίνας, της άνοιξε την πόρτα η μικρή της αδερφή, λέγοντας πως η Νίνα είχε πάει στο σουπερμάρκετ αλλά θα επέστρεφε σύντομα, και την κάλεσε μέσα να περιμένει. Η Βέλη γνώρισε και την μητέρα της  Νίνας  η οποία καθόταν σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, αφού είχε χτυπήσει και εκείνη στο ατύχημα. Όταν η Νίνα  γύρισε σπίτι, ξαφνιάστηκε με την παρουσία της Βέλης και παρόλο που ήταν θυμωμένη, δεν το έδειξε για να μην ανησυχήσει την μητέρα της. Αφού τα δύο κορίτσια έφτιαξαν τα ψώνια, βγήκαν στον κήπο όπου η Βέλη έδωσε στην Νίνα τα βιβλία, ζητώντας συγγνώμη και λέγοντας πόσο άσχημα ένιωθε γι” αυτό που συνέβη. Η Νίνα, όντας γλυκό και καλόψυχο κορίτσι, εκτίμησε την χειρονομία και τη συγγνώμη και προσκάλεσε την Βέλη για μεσημεριανό, όπου της διηγήθηκε  πώς βρέθηκε στην πόλη και το συμβάν του δυστυχήματος που της άλλαξε την ζωή.

   Η Βέλη γυρνώντας σπίτι και έχοντας μάθει από πόσες δυσκολίες  είχε περάσει και περνούσε η Νίνα ακόμα,  συνειδητοποίησε πως δεν ήθελε πια να είναι μέρος  αυτής της παρέας των κοριτσιών που χωρίς καν να την ξέρουν αποφάσισαν να της κάνουν την ζωή ακόμη πιο δύσκολη και δύστυχη και πέρασε την υπόλοιπη χρονιά με τους παλιούς της φίλους, την Νίνα  και τον Ιάσονα από τον οποίο ζήτησε μια ταπεινή συγγνώμη, αναγνωρίζοντας πως είχε δίκιο για όλα όσα της έλεγε για τις κοινωνικές της σχέσεις και  ποσό αυτές θα μπορούσαν να την επηρεάσουν.

                                                                                       Ειρήνη Τρουλάκη Γ2

 

*Το κείμενο αυτό είναι εργασία για το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης