Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι

Η Μάρω και τα καλικαντζαράκια

Μια φορά και έναν καιρό, σε κάποιο χωριό την Ελλάδα ζούσαν δύο κόρες με την μητέρα τους. Οι δύο κόρες ήταν εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Η μεγαλύτερη κόρη  η Μάρω ήταν η πιο όμορφη και γλυκιά κοπέλα στο χωριό και όλοι συζητούσαν για τα κάλλη της. Η Μάρμπω όμως η μικρότερη κόρη που ήταν άσχημη και κακιά, την ζήλευε. Για αυτό έμενε όλη την ημέρα στο σπίτι ακόμα και αν η μητέρα της το ζητούσε. Έτσι όλες τις δουλειές τις έκανε η Μάρω, και πήγαινε όπου της έλεγε η μητέρα της. Επίσης η Μάρω έκανε τις δουλειές καλύτερα από τον καθένα γιατί εκτός από εργατική ήταν και πολύ έξυπνη. Μια μέρα λοιπόν, παραμονή Χριστουγέννων ( τότε που βγαίνουν τα καλικαντζαράκια και τρώνε τους ανθρώπους που δεν είναι σπίτι τους) Ζητάει η μητέρα από την Μάρω να πάει να αλέσει το σιτάρι για να φτιάξει ψωμί για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι:

- Πήγαινε, βρε Μάρω μου να αλέσεις το σιτάρι για να έχω αλεύρι να φτιάξω το ψωμί.

- Ναι, μητέρα θα πάω, μήπως θέλεις να έρθεις μαζί μου Μάρμπω;

- Όχι, να το κάνεις μόνη σου, αφού είσαι τόσο καλή!

Ξεκινάει λοιπόν, η Μάρω για να πάει στον μύλο και κάθεται εκεί ώρες μέχρι που νυχτώνει και αποφασίζει να φορτώσει τα σακιά με το αλεύρι για να μην την πιάσουν τα καλικαντζαράκια και την φάνε δεν πρόλαβε όμως γιατί πριν ανέβει στο κάρο για να φύγει βγήκαν τα καλικαντζαράκια και την έπιασαν. Και τότε τα καλικαντζαράκια λένε με τσιριχτή φωνή:

-Χα! Σε πιάσαμε και θα σε φάμε!

Σκέφτεται, η Μάρω τι θα κάνει για να γλυτώσει και τους λέει:

-Εντάξει λοιπόν να με φάτε, δεν λέω, αλλά έτσι; Δεν τρώγεται έτσι η Μάρω!

Τότε ρωτάνε με περιέργεια την Μάρω:

-Και πώς τρώγεται η Μάρω;

-Να τώρα που είναι γιορτινές μέρες δεν μπορείτε να με φάτε ξυπόλητη.

-Και τι θέλει η Μάρω;

-Η Μάρω θέλει καινούργια όμορφα παπούτσια

Τρέχουν τα καλικαντζαράκια να βρουν παπούτσια για την Μάρω. Γυρνάνε πίσω στον μύλο, της δίνουν τα ωραία παπούτσια και τις λένε:

- Τώρα θα σε φάμε!

- Α, όχι έτσι θέλω και φόρεμα μακρύ κι ωραίο.

Τρέχουν τα καλικαντζαράκια να βρουν μακρύ κι ωραίο φόρεμα για την Μάρω. Γυρνάνε πίσω στον μύλο, της δίνουν το ωραίο το φουστάνι και τις λένε:

-Τώρα ήρθε η ώρα σου! Θα σε φάμε!

-Σε τέτοια κατάσταση;Εγώ θέλω και παλτό!

Τρέχουν τα καλικαντζαράκια να βρουν παλτό. Επιστρέφουν στον μύλο χαρούμενα για να της δώσουν το παλτό. Αυτό συνεχίστηκε όλο το βράδυ ζητούσε ότι της ερχόταν στο μυαλό:  τιάρα , γάντια, γούνα, κάλτσες. Ζήτησε τσατσάρα, καθρεφτάκι, βελόνια και κλωστές, πούδρες και τσιμπιδάκια και δαχτυλίδια μέχρι που ξημέρωσε και τα καλικαντζαράκια δεν μπορούσαν το φως και έφυγαν αφήνοντας επιτέλους την Μάρω ελεύθερη. Παίρνει όλα αυτά τα πράγματα, φορτώνει το αλεύρι και επιστρέφει σπίτι όπου η μάνα της την περίμενε με αγωνία. Χαίρεται η μητέρα της και την καμαρώνει περισσότερο. Την επόμενη εβδομάδα γίνεται πάλι το ίδιο και η μάνα χρειάζεται πάλι αλεύρι αλλά αυτή την φορά πάει η Μάρμπω και όταν συναντάει τα καλικαντζαράκια δεν ξέρει τι να κάνει και αυτά την χτυπάνε και την γρατζουνάνε το πρόσωπο μέχρι να ξυπνήσει ο μυλωνάς ,και να την πάει σπίτι της όπου η Μάρω της έδωσε κάποια από τα δικά της δώρα και την παρηγόρησε. Έτσι ζήσαν αυτοί καλά και οι δύο τους μετά παντρεύτηκαν και ήταν ευτυχισμένες.

Χωρίς τίτλο5 Χωρίς τίτλο6

 

 

 

 

 

 

 

 

Συντάκτης του άρθρου :Μπαλάφα Νεφέλη, τμήμα  Α4

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης