Μυλωνάδες στους παλαιότερους χρόνους λέγονταν αυτοί που εκμεταλλεύονταν τους μύλους και άλεθαν τα σιτηρά για να παράγουν αλεύρι. Όσοι από τους μύλους κινούνταν με αέρα τους έλεγαν ανεμόμυλους. Όσοι κινούνταν με νερό τους έλεγαν νερόμυλους . Οι μύλοι λειτουργούσαν κυρίως το χειμώνα, και όπου υπήρχαν τρεχούμενα νερά λειτουργούσαν και το καλοκαίρι. Η εγκατάσταση του γινόταν συνήθως πλάι στις όχθες των ποταμών και όταν υπήρχαν ειδικές συνθήκες χτίζοντας διαδοχικά ο ένας κάτω από τον άλλο στην πλαγιά ενός βουνού όπου με τη βοήθεια μεγάλης ποσότητας τρεχούμενων νερών λειτουργούσαν διαδοχικά. Ο μυλωνάς περίμενε να φυσήξει ο κατάλληλος άνεμος για να θέσει σε λειτουργία το μηχανισμό του μήλου. Άπλωνε τα πανιά της φτεριοτής, μετέφερε μέσα στο μύλο τους καρπούς πού επρόκειτο να αλεστούν, τους άδειαζε στην κοφινίδα που ήταν ένα ξύλινο κιβώτιο με πυραμιδωτή προς τα κάτω βάση, απ’ όπου έπεφτε μέσα στην κουβέρτα, ένα ξύλινο κιβώτιο, μορφής χαμηλού –πολυγωνικού πρίσματος που περιέβαλε ης μυλόπετρες, την απανώπετρα και την κατώπετρα. Έπειτα ξεκινούσε το άλεσμα .Ο μυλωνάς πληρωνόταν σε είδος ή σε χρήμα. Οι ανεμόμυλοι και οι νερόμυλοι έχουν μείνει πια ως αναμνήσεις μιας παλιάς εποχής .
Αλίνα Ζ. , Εύα Ν. , Λυδία Δ. , Αδελαΐδα Κ.



