Στις μέρες μας ακούμε όλο και πιο συχνά για σοβαρά περιστατικά βίας, που λαμβάνουν χώρα σε γυμνάσια και λύκεια, και απασχολούν έντονα την κοινωνία. Από την άλλη, φαίνεται ότι η πολιτεία δεν αποφασίζει να διερευνήσει σε βάθος τα αίτια, ούτε να προχωρήσει στην αντιμετώπιση τους.
Η καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Σοφία Βιδάλη, μιλάει για το θέμα σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στη δημοσιογράφο Φωτεινή Λαμπρίδη, και ρίχνει φως σε βασικά ερωτήματα, όπως: ποια είναι τα αίτια της βίας ανηλίκων, και πώς μπορούμε να σταματήσουμε αυτό το φαινόμενο.
Η Σοφία Βιδάλη υποστηρίζει πως η βία στους ανηλίκους είναι κάτι που υπήρχε από παλιά και οφείλεται σε ένα συναίσθημα αδιέξοδου που νιώθουν μερικοί έφηβοι. Για να ανακαλύψουμε τις ρίζες του προβλήματος, το ποια είναι αυτά τα παιδιά που ασκούν βία, πρέπει να μελετήσουμε τις σχέσεις που επικρατούν στην κοινωνία και την κοινωνική διαστρωμάτωση. Όπως παρατηρούμε, αλλά και όπως έχουν επιβεβαιώσει εγκληματολογικές έρευνες από τις αρχές του 20ου αιώνα, η άσκηση βίας σε ομάδες κυρίως αγοριών προκαλεί αυτοπεποίθηση και μερικές φορές κοινωνική αποδοχή. Σαν φαινόμενο μπορεί να είναι περαστικό, αλλά, όταν εμπλέκονται όπλα, για το θύμα δεν είναι έτσι.
Οι παράγοντες που σήμερα οδηγούν τα παιδιά στη βία έχουν σχέση με την έλλειψη ελεύθερου χρόνου, αλλά και με το πώς περνάνε τον ελεύθερο χρόνο τους. Παράλληλα, η απαξίωση της ίδιας της γνώσης και της πνευματικής καλλιέργειας συμβάλλει στη στροφή των νέων στη βία, ως έναν τρόπο καταξίωσης. Σήμερα, ακόμα και το σχολείο έχει χάσει τον ρόλο του και κάποιοι το βλέπουν μόνο ως το μέσο για να πάρει κανείς πτυχίο.
Όσον αφορά τους τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου της βίας, η κ. Βιδάλη επισημαίνει ότι η τάση που επικρατεί είναι αυξάνουμε τις ποινές και τις επιτηρήσεις. Κατά τη γνώμη της όμως, χρειάζονται άλλες προσεγγίσεις, που έχουν σχέση με το πώς διαμορφώνονται ιδεολογικά τα παιδιά. Σημαντική είναι η δυνατότητα ελεύθερου χρόνου και χώρου αναψυχής. Οι δάσκαλοι με τη σειρά τους θα πρέπει να μάθουν να χειρίζονται διάφορες δύσκολες καταστάσεις, καθώς κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι δεν είναι αρκετοί και η παρέμβασή τους δεν έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Οι καθηγητές πρέπει να μπορούν να πείσουν τα παιδιά να μην βιαιοπραγούν και να καταλαβαίνουν πότε κάποιο κάνει χρήση ουσιών. Πρέπει, όμως, να υπάρχει πραγματική θέληση για να βοηθηθούν τα παιδιά και οι καθηγητές να βοηθηθούν στο δύσκολο έργο τους.
Σύμφωνα με την κ. Βιδάλη, τις προηγούμενες δεκαετίες δεν υπήρχαν τόσο έντονα περιστατικά βίας, καθώς στη νεολαία τότε κυριαρχούσε το «εμείς» όχι το «εγώ». Στην εποχή μας, οι εξωσχολικές δραστηριότητες έχουν περιοριστεί, άρα είναι και λιγότερες οι αλληλεπιδράσεις με συνομήλικους, οι νέοι έχουν λάθος πρότυπα και δεν αναπτύσσουν την αίσθηση του πολίτη, ενώ ταυτόχρονα γύρω τους βλέπουν βία. Το σχολείο έχει απαξιωθεί και αυτό περιορίζει τον κόσμο τους, την ψυχή τους, τον τρόπο να λύνουν τα προβλήματα. Γι΄αυτό, καταλήγουν να ασκούν βία. Η βία ασκεί γοητεία, γιατί τα παιδιά αισθάνονται ότι με αυτήν είναι κάτι, προσαρμόζονται και σταματούν να ντρέπονται γι΄αυτό που πραγματικά είναι. Η φτώχεια, που επιδεινώθηκε με την οικονομική κρίση, συντελεί σε αυτή τη εξέλιξη.
Καταλήγοντας η κ. Βιδάλη, τονίζει ότι στην εποχή μας η εικόνα, η πληροφορία και τα σόσιαλ μίντια, δημιουργούν ένα κλίμα. Αυτό το κλίμα χρειάζεται να αλλάξει. Τα παιδιά χρειάζονται προοπτική. Χρειάζονται ελεύθερο χρόνο. Και χρειάζεται να καλλιεργήσουν δυνατότητες δημιουργίας. Και τέλος πρέπει να αλλάξει η καταναλωτική καταστροφή, που έχει επικρατήσει.
