Πρόσφατα στο μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ασχοληθήκαμε με το βιβλίο της Φιλιώς Χαϊδεμένου με τίτλο “Γιαγιά Φιλιώ η Μικρασιάτισσα”. Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα που βασίζεται στην αληθινή μαρτυρία μιας γυναίκας η οποία βίωσε το δράμα της Μικρασιατικής καταστροφής και με πραγματικό σπαραγμό καταθέτει αυτά της τα βιώματα. Η ηρωίδα κάνει λόγο για τη ζωή της στην αγαπημένη της πατρίδα, τη Σμύρνη, μέχρι που μπλέχτηκε στα δίχτυα του πολέμου τα οποία της την στέρησαν για πάντα. Στα λόγια της ακούμε τη φωνή όλων των Ελλήνων Μικρασιατών, που υπήρξαν μάρτυρες σκηνών θηριωδίας, σκηνών που χαράχτηκαν για πάντα στη μνήμη τους και στιγμάτισαν τη ζωή τους ανεξίτηλα.
Η γιαγιά Φιλιώ αποκαλεί την πατρίδα της «αλησμόνητη». Είναι η πατρίδα που πάντοτε θα κατέχει μια θέση θεμελιώδη στην καρδιά και στο μυαλό της, η πατρίδα που θα παραμείνει στην μνήμη της και στη συνείδησή της μέχρι να κλείσει τα μάτια της. Σύμφωνα με την αφηγήτρια, την πατρίδα του ο άνθρωπος δεν την ξεχνά ποτέ ακόμα και αν του την στέρησαν με τρόπο βίαιο και ανυπόφορο. Η πατρίδα μένει σε μας αξέχαστη, κρατά μέσα της τις καλύτερες και χειρότερες αναμνήσεις μας. Αυτός είναι και ο λόγος που όταν την ανακαλούμε στην μνήμη μας κατακλυζόμαστε από εικόνες, μικρές στιγμές της ζωής μας σε αυτά τα μέρη τα δικά μας, τα γνωστά. Με την πάροδο του χρόνου η πατρίδα αρχίζει να φαντάζει «αλησμόνητη», αισθανόμαστε πως ανήκουμε σε αυτήν ακόμα κι αν είμαστε μακριά. Έχει πλέον καταχωρηθεί «στα αρχεία» μας.
Οι φιλικές σχέσεις που οι Έλληνες Μικρασιάτες είχαν αναπτύξει με κάποιους ιθαγενείς Τούρκους μας καλούν να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας πάνω στο θέμα των εθνικών διαφορών. Τίποτα δεν χώρισε τους Μικρασιάτες, Έλληνες και και Τούρκους. Τίποτα δεν χωρίζει και εμάς από τις υπόλοιπες εθνότητες. Όπως μας αφηγείται η Φιλιώ Χαϊδεμένου, η οικογένεια του Μπάμπη του Σιδερή, έτρεφε συναισθήματα φιλίας και αλληλοβοήθειας με μια τουρκική οικογένεια δίπλα από το κτήμα τους. Ο πατέρας της οικογένειας, ο οποίος ονομαζόταν Αμπντουλά και ήταν παπάς είχε μια ιδιαίτερη φιλία με τον Μπάμπη τον Σιδερή. Σε μια συζήτηση τους ο Αμπντουλά λέει του φίλου του: «ξέρεις ότι εμείς είμαστε φίλοι και σας αγαπάμε αλλά πρέπει να προσέξεις, να φυλάξεις και την οικογένειά σου». Του δε παππού της τουρκικής οικογένειας ονόματι Αλί, ο Μπάμπης τού φιλούσε το χέρι από σεβασμό για την προχωρημένη του ηλικία. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως τους ανθρώπους αυτούς ένωνε ένας δυνατός δεσμός με βασικές αρχές την αλληλεγγύη, το ενδιαφέρον, τον άκριτο σεβασμό, που πηγάζουν από την αγάπη και την αμοιβαία εκτίμηση. Οι ήρωες αυτής της ιστορίας αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για όλους εμάς και έρχονται να υπενθυμίσουν την ανάγκη αρμονικής συνύπαρξης με όλους τους ανθρώπους του πλανήτη.
Η καθημερινότητα των προσφύγων Ελλήνων Μικρασιατών υπήρξε δύσκολη. Φεύγοντας από το νησί της Νάξου, η αφηγήτρια εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Μοσχάτου όπου έμενε ένας συγγενής σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο χημικών. Οι πρόσφυγες εκεί ζούσαν σε αποθήκες υπό την προϋπόθεση να καθαρίζουν μια από αυτές. Οι συνθήκες ζωής εκεί ήταν αντίξοες πολύ περισσότερο βέβαια για μια νεαρή κοπέλα όπως ήταν η Φιλιώ. Ο χώρος που διέθεταν ήταν λιγοστός και στεναχώρος αλλά όλοι οι άνθρωποι έκαναν κουράγιο και αξιοποιούσαν την δύναμη που τους είχε απομείνει για να επιτελέσουν ένα συγκεκριμένο κοινό σκοπό, την επιβίωση. Πράγματι δεν είχαν συνηθίσει να ζουν υπό τέτοιες συνθήκες φτώχειας και πείνας στην μικρά Ασία που τους παρείχε τα πάντα. Έτσι ο ένας προσπαθούσε να ενθαρρύνει τον άλλον όσο μπορούσε και όσο άντεχε. Χωρισμένοι στις αποθήκες διαβίωναν δώδεκα οικογένειες, όλοι ταλαιπωρημένοι, κουρελιασμένοι, προσπαθώντας να συνέλθουν από αυτά που είχαν δει τα μάτια τους. Στην περιοχή του Ταύρου στην Καστέλα, οι Έλληνες είχαν προσφέρει στους πρόσφυγες τετράγωνες παράγκες, οι οποίες όμως, ενώ κάπως εξασφάλιζαν τα προς το ζην -όσον αφορά στη στέγη- ήταν τρύπιες και παρατημένες. Η Φιλιώ μάλιστα, στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει στην οικογένειά της μια καλύτερη εγκατάσταση, αποφάσισε να χτίσει την παράγκα. Κάτι που αποδεικνύει για ακόμα μια φορά τη μεγάλη εργατικότητά της παρά το νεαρό της ηλικίας της. Παραδειγματίστηκαν και οι άντρες των άλλων παραγκών και έχτισαν και εκείνοι τις παράγκες τους προκειμένου να ζήσουν λίγο πιο ανθρώπινα. Οι συνθήκες ωστόσο διαβίωσης των προσφύγων στην περιοχή έμοιαζαν να έχουν καλυτερεύσει. «Είχαν αρχίσει να δίνουν νέο πρόσωπο στην Αθήνα».
Η συμβολή των Ελλήνων Μικρασιατών στη χώρα ήταν καταλυτική. Στη γνωστή σε όλους μας Βαρβάκειο αγορά, το έργο τους ήταν αξιοσημείωτο και η συνεισφορά τους ιδιαίτερα σημαντική. Προσπάθησαν να μεγαλώσουν την αγορά κερδίζοντας χρήματα και εξασφαλίζοντας έναν καλύτερο βίο σε «ξένα χωράφια». Έτσι άφησαν το στίγμα τους στην Αθήνα. Είχαν οργανώσει και ένα σωματείο, την “παμβουρλιώτικη” οραματιζόμενοι ένα μουσείο που θα χάραζε το όνομα των Μικρασιατών στη μνήμη των Ελλήνων. Πηγαίνανε συνάμα στα παλαιά ανάκτορα όπου άλλοτε μάθαιναν πληροφορίες από τους συμπατριώτες τους για τα κοντινά τους πρόσωπα και άλλοτε έπαιρναν ρουχισμό, είδη πρώτης ανάγκης και κουβέρτες. Βέβαια οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πρωτόγονες για τους Μικρασιάτες. Όσον αφορά μάλιστα στην υγιεινή, έκαναν μπάνιο στους δρόμους, πίσω από παραπετάσματα με τσουβάλια που έβαζαν οι ίδιοι όπως όπως. Αξίζει ωστόσο να αναγνωρίσουμε τον ηρωισμό των προσφύγων αυτών και τον κόπο τους, καθώς και το κατόρθωμά τους να προχωρήσουν, να σφίξουν τα δόντια, να μην παραιτηθούν, αλλά να συνεχίσουν να ζουν ακαταπόνητοι και μαχητές παρά τις αντιξοότητες.
Το βιβλίο αυτό, πιο επίκαιρο από ποτέ καθώς ακόμη και σήμερα οι άνθρωποι εξοντώνονται για εθνικές διαφορές, έρχεται να μας υπενθυμίσει με τον καλύτερο τρόπο το εξής: Κι αν είμαστε διαφορετικοί, είμαστε ίδιοι…
Γκουτζουρή Ζωή Γ΄1 (σχολ. έτος 2021-2022)
Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας με καθηγήτρια την κ. Έλενα Βότση.