«Η ιστορία μιας μάνας», ένα παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

https://www.orp.gr/wordpress/?p=13745

Η Ιστορία μιας μάνας.

Του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Μία μάνα καθόταν δίπλα στο μωρό της. Ήταν πολύ θλιμμένη, φοβόταν ότι θα πεθάνει. Ήταν τόσο χλωμό με τα ματάκια του κλειστά, ανέπνεε με δυσκολία και κάθε τόσο έβγαζε έναν λαχανιασμένο στεναγμό σαν βογγητό. Η μητέρα του το κοίταζε με καρδιά γεμάτη θλίψη

Εκείνη την ώρα χτύπησαν την πόρτα. Μπήκε ένας φτωχός γέροντας, τυλιγμένος σε μία μεγάλη κουβέρτα, σαν εκείνες που συνήθως βάζουν στα άλογα, για να τα κρατάει ζεστά και ακριβώς εκείνος την είχε ανάγκη γιατί ήταν ένας χειμώνας σκληρός.

Έξω ήταν όλα σκεπασμένα με χιόνι και πάγο και ο άνεμος φυσούσε να σου κόβει το πρόσωπο. Ο γέρος έτρεμε από το κρύο και επειδή το μωρό είχε για λίγο αποκοιμηθεί η μάνα έβαλε στην φωτιά να ζεστάνει μπύρα να την δώσει στον γέρο που έτρεμε. Εκείνος κούναγε την κούνια του μωρού και η μητέρα κάθησε δίπλα του. Κοίταξε που ανέπνεε με δυσκολία και του σήκωσε το χεράκι του.

─Πιστεύεις ότι θα το χάσω; Ο Κύριος δεν θέλει να μου το αφαιρέσει» Ο γέρος που ήταν ο Θάνατος, έκανε ένα νεύμα που μπορούσε να σημαίνει και ναι και όχι.

Η μάνα χαμήλωσε το βλέμμα, τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της, το κεφάλι βάρυνε. Για τρεις ημέρες και τρεις νύχτες δεν είχε κλείσει μάτι και τώρα ναρκώθηκε για μια στιγμή. Μετά τινάχτηκε ριγώντας από το κρύο.

─ Τι συνέβη; φώναξε κοιτώντας γύρω της. Ο γέρος είχε φύγει και επίσης το μωρό είχε εξαφανιστεί. Ο Γέρος το είχε πάρει μαζί του. Από την γωνιά έφθανε το ΤΙΚ-ΤΑΚ του ρολογιού, κατόπιν το μεγάλο εκκρεμές κύλησε στο πάτωμα. Μπούμ και το ρολόι σταμάτησε.

Η φτωχή μάνα όρμησε έξω από το σπίτι , φωνάζοντας το μωρό της. Εκεί έξω, ανάμεσα στα χιόνια βρισκόταν μία γυναίκα με μαύρα και της είπε: « Ο Θάνατος ήταν στο σπίτι σου. Τον είδα να φεύγει τρέχοντας με το παιδί σου. Πηγαίνει πιο γρήγορα και από τον Άνεμο και δεν ξαναφέρνει πίσω αυτό που έχει πάρει.» «Πες μου προς τα που πήγε; Σε ποια κατεύθυνση; » ικέτευσε η μάνα και εγώ θα τον βρω.

« Εγώ την γνωρίζω» απάντησε η μαυροφορεμένη, μα πριν στην πω, πρέπει να μου τραγουδήσεις όλα τα τραγούδια που έχεις πει στο μωρό σου. Μου άρεσαν πολύ. Τα έχω ακούσει, γιατί εγώ είμαι η Νύχτα και έχω δει τα δάκρυά σου όταν τραγουδούσες».

« Θα στα τραγουδήσω όλα, όλα» απάντησε η μάνα « αλλά μην με σταματάς τώρα πρέπει να βρω το παιδί μου.» Μα η Νύχτα παρέμεινε σιωπηλή και ακίνητη. Η μάνα λυγίζοντας τα χέρια, τραγούδησε κλαίγοντας. Ήταν πολλά τα τραγούδια αλλά περισσότερα ήταν τα δάκρυα της. Τέλος η νύχτα είπε: « Πήγαινε δεξιά προχώρησε στο σκοτεινό δάσος με τα έλατα, εκεί κατευθύνθηκε ο Θάνατος με το μωρό σου».

Στο δάσος οι δρόμοι διασταυρώνονται και η φτωχή μάνα δεν ήξερε πού να πάει. Είδε ένα βάτο χωρίς φύλλα και λουλούδια, γιατί ήταν χειμώνας, και από τα κλαδιά του κρέμονταν πάγοι.

─ Μήπως είδες να περνά ο Θάνατος με το μωρό μου;

─Ναι», απάντησε ο Βάτος μα δεν θα σου πω σε ποιο μέρος έχουν πάει εάν δεν με ζεστάνεις πάνω στην καρδιά σου. Πεθαίνω από το κρύο και είμαι σκεπασμένος με πάγο.

Εκείνη έτριψε δυνατά στο στήθος της τον βάτο ώστε να ζεσταθεί. Τα αγκάθια του διαπερνούσαν τη σάρκα της  και από εκεί πετάγονταν χοντρές σταγόνες αίματος. Αλλά στον βάτο βλάσταιναν,, σε εκείνη την παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, καινούργια πράσινα φυλλαράκια και άνθιζαν λουλούδια. Τόσο θερμή ήταν η καρδία της. Ο Βάτος της έδειξε τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει.. Εκείνη έφτασε στην όχθη μίας μεγάλης λίμνης όπου δεν υπήρχαν ούτε πλοία, ούτε βάρκες. Η λίμνη δεν ήταν παγωμένη, αλλά πολύ βαθιά για να την διαβεί. Όμως έπρεπε να  περάσει αντίπερα σαν ήθελε να βρει το παιδί της. Έσκυψε να πιεί όλο το νερό της λίμνης. Δεν ήταν δυνατόν για έναν άνθρωπο μα μπορούσε να συμβεί ένα θαύμα.

─Είναι ανέφικτο, είπε η Λίμνη. Αντιθέτως μπορούμε να κάνουμε μία συμφωνία. Κάνω συλλογή από μαργαριτάρια και τα μάτια σου είναι τα πιο λαμπερά που έχω δει έως τώρα. Εάν θα κλάψεις πού ώστε να πέσουν μέσα μου, θα σε περάσω στην άλλη όχθη στον χειμερινό κήπο όπου ο Θάνατος κατοικεί και καλλιεργεί δέντρα και φυτά. Καθένα από αυτά είναι μία ανθρώπινη ζωή..

─Ώ ,μα τι δεν θα έδινα για να προφτάσω το παιδί μου!, φώναξε η μάνα κλαίγοντας

Έκλαψε τόσο πολύ που τα μάτια της έπεσαν στην Λίμνη και μετασχηματίστηκαν σε δύο μαργαριτάρια. Η Λίμνη τότε φούσκωσε την σήκωσε, και της φάνηκε ότι είναι σε μία κούνια και πέταξε δια μιας στην άλλη όχθη όπου υπήρχε μία κατοικία πολύ παράξενη, που εκτεινόταν μίλια και μίλια. Δεν καταλάβαινε αν ήταν εξοχή με δάσος ή σπηλιές ή ήταν χτισμένη. Η φτωχή μάνα δεν μπορούσε να δει γιατί δεν είχε μάτια. ─Πού μπορώ να βρω τον Θάνατο που μου πήρε το μωρό μου; ρώτησε.

─Δεν έφτασε ακόμα εδώ απάντησε η γριά νεκροθάφτης που φύλαγε τη σέρα του Θανάτου. Πώς μπόρεσες να φτάσεις ως εδώ; Ποιος σε βοήθησε

─ Ο Κύριος με βοήθησε απάντησε η μάνα. Εκείνος είναι ελεήμων και φιλεύσπλαχνος και ας είσαι κι εσύ. Πρέπει να βρω το παιδί μου

.─Εγώ δεν το γνωρίζω απάντησε η γυναίκα και εσύ δεν βλέπεις. Πολλά λουλούδια και πολλά φυτά μαράθηκαν αυτήν την νύχτα και ο Θάνατος θα έρθει γρήγορα για να τα μεταφυτέψει. Κάθε άνθρωπος έχει το δέντρο της ζωής και το λουλούδι του όπως είναι ο καθένας καμωμένος. Φαίνονται και αυτά σαν τα άλλα φυτά της φύσης, αλλά έχουν μία καρδιά που χτυπά. Άκουσέ τες. Μπορεί να ξέρεις να αναγνωρίσεις τον χτύπο της καρδιάς εκείνη του παιδιού σου. Μα τι θα μου δώσεις για να σου πω τί άλλο πρέπει να κάνεις;

─Δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω, απάντησε η πονεμένη μάνα. Αλλά θα πήγαινα ως την άκρη του κόσμου για σένα.

─Δεν έχω τίποτα να κάνω εκεί, απάντησε η γυναίκα. Μα αν μπορείς να μου δώσεις τα μακριά μαύρα μαλλιά σου που ξέρεις πόσο όμορφα είναι. Μου αρέσουν πολύ. Σε αντάλλαγμα θα έχεις τα άσπρα μαλλιά μου. Είναι κάτι αυτό»

─ Εάν δεν επιθυμείς τίποτα άλλο της απάντησε η μάνα θα στα δώσω με μεγάλη ευχαρίστηση. ;Eτσι της έδωσε τα όμορφα μαύρα μαλλιά της και πήρε τα άσπρα σαν το χιόνι της γριάς. Μπήκαν στη σέρα του Θανάτου, όπου λουλούδια και δέντρα το ένα πλάι στο άλλο  μεγάλωναν με παράξενο τρόπο. Ήταν λεπτοί υάκινθοι κάτω από καμπάνες γυάλινες, ήταν παιόνιες μεγάλες και ρωμαλέες, μεγάλα φυτά του νερού μερικά φρέσκα, άλλα λίγο άρρωστα, νερόφιδα και μαύρες καραβίδες τα ακουμπούσαν και άρπαζαν τους μίσχους. Αλλού ήταν υπέροχοι φοίνικες, πλατάνια και βελανιδιές, πετροσέλινα και θυμάρια ανθισμένα.

Κάθε δέντρο και κάθε λουλούδι είχε το όνομά του και καθένα αντιπροσώπευε μία ανθρώπινη ζωή. Τα ανθρώπινα αυτά πλάσματα ζούσαν ακόμα το ένα στην Κίνα, το άλλο στην Γροιλανδία  σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Υπήρχαν μεγάλα καλλιεργημένα δέντρα μέσα σε στενάχωρα βάζα ,μεγάλα φυτά που φαινόνταν ότι θα έσπαζαν το βάζο, ήταν επίσης σε άλλα μέρη μικρά ασήμαντα λουλούδια φυτρωμένα στην γη, περιτριγυρισμένα από μόσχο καλά διατηρημένα και επιμελημένα.

Η θλιμμένη μάνα έσκυψε πάνω στα πιο μικρά λουλουδάκια  και άκουγε την καρδιά τους που χτυπούσε και μεταξύ χιλίων καρδιών αναγνώρισε εκείνη του παιδιού της.

─ Είναι αυτό, φώναξε και τέντωσε το χέρι κοντά σε ένα μικρό κρόκο γαλάζιο(ζάφρα) αδύνατο, γυρισμένο από την πλευρά.

«μην αγγίζεις το λουλούδι, φώναξε η γριά. Κάτσε εδώ και όταν ο Θάνατος φθάσει σε λίγο εμπόδισέ τον να αποσπάσει το φυτό φοβερίζοντάς τον ότι θα αποσπάσεις όλα τα άλλα φυτά.. θα φοβηθεί γιατί θα δώσει λόγο στον Κύριο και κανείς δεν μπορεί να ξεριζώσει χωρίς την άδειά του»

Ξαφνικά φύσηξε ένας παγωμένος αέρας στην αίθουσα και η τυφλή μάνα κατάλαβε πώς ο Θάνατος είχε φτάσει. «Τι έκανες και έφτασες μέχρις εδώ; Την ρώτησε. Πώς μπόρεσες να φτάσεις πιο γρήγορα από εμένα;» « Είμαι μία μάνα», απάντησε εκείνη. Ο Θάνατος άπλωσε το μακρύ του χέρι κοντά στο μαλακό λουλουδάκι, μα εκείνη τέντωσε τα χέρια της πάνω ,σχεδόν αγγίζοντας το φοβούμενη να αγγίξει ένα από τα πέταλά του. Τότε ο Θάνατος φύσηξε πάνω σε εκείνα τα χέρια και εκείνη αισθάνθηκε πιο κρύα από τον παγωμένο αέρα και τα χέρια της ξανάπεσαν αδρανή. «Εσύ τίποτα δεν μπορείς να κάνεις εναντίον μου», είπε ο Θάνατος. «Μα το μπορεί ο Κύριος», απάντησε η μάνα. «Εγώ κάνω αυτό το οποίο εκείνος θέλει», αποκρίθηκε ο Θάνατος.» Συλλέγω όλα τα φυτά του και τα λουλούδια του και τα μεταφυτεύω στον μεγάλο κήπο του Παραδείσου. Σε μία άγνωστη γη. Μα δεν αποτολμώ να σου διηγηθώ πώς αναπτύσσονται και πώς είναι αυτά τα μέρη» «Επίστρεψέ μου το παιδί μου! ικέτευσε η μάνα κλαίγοντας και ξαφνικά άρπαξε δύο ωραία λουλούδια που βρισκόντουσαν κοντά και φώναξε στον Θάνατο: «Θα καταστρέψω όλα τα λουλούδια σου. Είμαι απελπισμένη» « Μην τα αγγίξεις είπε ο Θάνατος. Λες πως είσαι δύστυχη και τώρα θέλεις να καταστήσεις δύστυχη μία άλλη μάνα;» «Μια άλλη μάνα; Ρώτησε η φτωχή γυναίκα αφήνοντας αμέσως τα δύο λουλούδια. «Να τα μάτια σου. Τα ψάρεψα από την λίμνη είπε ο Θάνατος. Έλαμπαν και φεγγοβολούσαν, αλλά  δεν ήξερα ότι ήταν δικά σου. Ξαναπάρτα, τώρα θα βλέπεις καλύτερα από πρώτα.» Κοίταξε το βαθύ πηγάδι εκεί κοντά. «Εγώ θα φωνάξω με τ΄ όνομά τους τα δύο λουλούδια που εσύ ήθελες να κόψεις. Έτσι θα μπορέσεις να δεις το μέλλον τους, την ζωή τους. Κοίτα εκείνο που ήθελες να αναστατώσεις και να εξολοθρεύσεις.» Η μάνα κοίταξε στο πηγάδι. Ήταν μία χαρά πως το ένα από τα δύο λουλούδια γινόταν ευλογημένο για τον κόσμο και πόση χαρά και ευτυχία διασκορπίζονταν γύρω σε εκείνο .Κατόπιν κοίταξε την ζωή του άλλου λουλουδιού και ήταν μόνο θλίψη και φτώχια , φρίκη και δυστυχία. «Αμφότεροι είναι της θέλησης του Θεού», σχολίασε ο Θάνατος. «Ποιο από τα λουλούδια είναι εκείνο της δυστυχίας και ποιο της ευλογίας;», ρώτησε η μάνα. «Δεν θα σου πω, απάντησε ο Θάνατος. Μα εγνώρισες , ότι το ένα από τα δύο λουλούδια είναι το παιδί σου. Είναι εκείνο το παιδί που είδες το πεπρωμένο του, το μέλλον του» Η μάνα φώναξε με τρόμο. «Ποιο από τα δύο ήταν το παιδί μου; Πες μου! Σώσε το αθώο , Σώσε το παιδί μου από αυτήν τη μιζέρια!  Πάρτο μακριά αμέσως! Φέρτο στο βασίλειο του Θεού! Ξέχασε τα δάκρυά μου, ξέχασε τις προσευχές μου και ό,τι έχω πει και κάνει.» «Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Θάνατος. Θέλεις να ξαναζωντανέψω το παιδί σου ή να το φέρω στην άγνωστη χώρα;» Η μάνα έπεσε στα γόνατα και λυγίζοντας τα χέρια παρακάλεσε τον Κύριο: «Μην με ακούς εάν παρακαλώ ενάντια στη θέλησή σου που είναι η καλύτερη. Μην με ακούς!. Μην  με ακούς!» και δίπλωσε το κεφάλι στο στήθος.

Ο Θάνατος έφυγε με το μωρό σε εκείνη την άγνωστη χώρα.

Aπό το βιβλίο “Andersen Farbe”, «Historien om en moder» Arena Kinderbuch Klassiker,  1847

Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάγδα Ευαγγέλου-Αναστασοπούλου.

Ζιάννη Φωτεινή ΠΕ03, Msc

 

 

 

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης