Διήγημα από την Ελένη- Ιωάννα Δημοπούλου: Νέα Αρχή

Νέα Αρχή

Η μέρα δεν είχε ξεκινήσει καλά, μα δεν ήμουν προετοιμασμένη για τη συνέχεια. Όλα ξεκίνησαν από τις πρώτες ώρες της ημέρας.

Καθόμουν στο κρεβάτι μου. Στα χέρια μου κρατούσα το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Διάβαζα γρήγορα και μερικές φορές πηδούσα κάποιες γραμμές, ήταν η εικοστή έκτη φορά που διάβαζα το έργο. Τα χέρια μου γύριζαν τις απαλές σελίδες του βιβλίου. Επαναλάμβανα τα λόγια από μέσα μου. Εάν είναι στ” αλήθεια τίμια αγάπη που ομολόγησες . . . Η προσοχή μου όμως αποσπάστηκε από ένα χτύπημα στην πόρτα.

«Περάστε» είπα, ενώ άφηνα ανοιχτό το βιβλίο πάνω στο κρεβάτι μου.

Ένας φρουρός άνοιξε την πόρτα. Από το πορφυρό χρώμα που αντανακλούσε η πανοπλία του κατάλαβα πως ήταν αυτοκρατορικός φρουρός. Κοίταξα το πρόσωπό του, δεν μου ήταν γνωστό. Θα πρέπει να είναι καινούργιος.

«Έριν, σας ζητάει ο Υψηλότατος» η φωνή του ήταν απότομη, πιο απότομη από ό,τι επιτρεπόταν να μιλάει ένας φρουρός στον σύμβουλο του Αυτοκράτορα.

Σηκώθηκα γρήγορα και τον ακολούθησα, δεν ήταν μόνος του. Ο άλλος φρουρός μου ήταν γνωστός, με συνόδευε τις περισσότερες φορές στον Αυτοκράτορα. Αν δεν μισούσα τόσο την Αυτοκρατορία της Κίνας ίσως να ήμασταν φίλοι.

«Το όνομά μου είναι Έλιν, όχι Έριν» τον διόρθωσα, πάντα αυτό κάνω.

Τους τελευταίους μήνες έχω παρατήσει την προσπάθεια να προφέρουν σωστά το όνομά μου, όπως και το να τους μάθω Αγγλικά. Η ελάχιστη επικοινωνία που θα μπορούσα να έχω μαζί με τα περισσότερα άτομα ήταν μέσω των λίγων Ιαπωνικών που ξέρουν. Ούτως ή άλλως δεν έχω λόγο να τους μιλάω, εδώ είμαι επειδή έχω χάσει τον πόλεμο.

Η Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας, εκεί όπου δούλευα ως σύμβουλος του Αυτοκράτορα Μικότο, ήταν σπουδαία. Εκεί, οι άνθρωποι μπορούσαν να εκφραστούν, ήταν ίσοι και μονοιασμένοι. Όμως η λαχτάρα της δύναμης που είχε η Αυτοκρατορία της Κίνας μας έβαλε σε πόλεμο. Χάσαμε μετά από ένα ύπουλο χτύπημα στο Παλάτι. Μας κράτησαν αιχμάλωτους εμένα και τον κύριο Μικότο στο Παλάτι του Αυτοκράτορα Τσεν. Μόνο εμείς δεν είχαμε κλειστεί πίσω από μια σειρά σίδερα ή πίσω από μια δρύινη πόρτα. Η ευφυΐα μου ήταν αυτή που με έσωσε και με όρισε σύμβουλο του Αυτοκράτορα. Το μόνο που μπορώ να κάνω τώρα είναι να καταστρώνω κρυφά μια επανάσταση εναντίον του, κάτω από την μύτη του. Δεν τα πάω κι άσχημα για ένα δεκαεφτάχρονο παιδί . . .

Καθώς ήμουν απορροφημένη στις σκέψεις μου και στην αναδρομή της οδυνηρής ανάμνησης που είχα από τον πόλεμο, δεν συνειδητοποίησα πως είχαμε φτάσει στις πύλες της Αίθουσας του Θρόνου. Συγκεντρώσου, σκέφτηκα. Γιατί είσαι τόσο αφηρημένη σήμερα;

Οι πύλες άνοιξαν με την βοήθεια των δύο φρουρών που στέκονταν απ” έξω. Καθώς το φως τύφλωνε τα μάτια μου, προχώρησα μπροστά και μπήκα στην αίθουσα.

Μπορεί να έφταιγε η λιακάδα που είχε έξω, αλλά σήμερα η αίθουσα μου φαινόταν μεγαλύτερη. Τα μαρμάρινα πατώματα και οι τοίχοι αντανακλούσαν το φως προσφέροντάς σου υπερβολική γαλήνη. Ο Αυτοκράτορας και η γυναίκα του ήταν στο βάθος της αίθουσας. Τα κιμονό που φορούσαν τους έκαναν εκθαμβωτικούς και μαγευτικούς, ενώ παράλληλα εσύ ο ίδιος έμοιαζες ασήμαντος μπροστά τους.

Προχώρησα πιο μπροστά από τους δύο φρουρούς. Έκανα μια βαθιά υπόκλιση. Μετά από τρία δευτερόλεπτα, ίσιωσα το σώμα μου και κοίταξα τον Αυτοκράτορα Τσεν στα μάτια. Ήμουν από τα λίγα άτομα που έιχαν την εξουσία να το κάνουν.

«Αγαπητή Έλιν» η φωνή του ήταν δυνατή και καθαρή. Χαιρόμουνα όταν ήξερα πως δεν είμαι η μόνη που μιλάει Αγγλικά.

«Αυτοκράτορα Τσέν» απάντησα, δεν χρειαζόταν να πω τίποτα παραπάνω.

«Ξέρεις, συλλογιζόμουν για μερικά θέματα και αποφάσισα πως η κριτική σου θα μου φανεί χρήσιμη. Μήπως θυμάσαι έναν κρατούμενο του Παλατιού; Αν δεν με απατά η μνήμη μου, ήταν δικός σας στρατηγός στον πόλεμο».

Έκεινη την στιγμή συνειδητοποίησα πως δεν θα τελείωνε καλά η μέρα. Ξεροκατάπια. Καταλάβαινα ακριβώς ποιο άτομο εννοούσε, μα έπρεπε να παίξω θέατρο.

«Δεν νομίζω να θυμάμαι. Δεν υπάρχουν αρκετοί δικοί μας στρατηγοί και αξιωματούχοι κρατούμενοι σε αυτό το Παλάτι;»

«Όντως υπάρχουν» συμφώνησε, «Όμως αυτός ο ένας ήταν πολύ σημαντικός . . .» κόιταξε την υποτιθέμενη απορημένη μου έκφραση και γέλασε. «Δεν σε αδικώ που δεν θυμάσαι κορίτσι μου, δεν περιμένω από εσένα να θυμάσαι τα πάντα. Αναφέρομαι στον στρατηγό Κλαίητον, αγαπητή μου» έκανε παύση για να δει ότι κατάλαβα και συνέχισε «Θεωρώ πως είναι καιρός πια να τελειώνουμε μ” αυτόν, πιστεύω πως ήρθε η ώρα να τον εκτελέσουμε».

Πνίγηκα. Ένιωθα λες και έβλεπα εφιάλτη. Όχι, όχι και πάλι όχι, αυτό πάει ενάντια κυριολεκτικά σε όλα μας τα σχέδια. Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ, έπρεπε να κάνω κάτι γρήγορα.

«Αυτοκράτορα Τσεν, το ξέρω πως δεν μας έχει βοηθήσει καθόλου μα πιστεύω πως είναι στα πρόθυρα να καταρρεύσει. Αν συνεχίσουμε την ανάκριση θα μπορέσουμε να πάρουμε τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε», ολοκλήρωσα την σκέψη μου με ένα χαμόγελο.

Ο Αυτοκράτορας ήταν σκεπτικός, ζύγιζε την ιδέα. Φάνηκε να μουρμουρίζει κάτι στον εαυτό του. Είχε περάσει ένα λεπτό όταν τα μάτια του φωτίστηκαν και με κοίταξε. Το χαμόγελό του έφτανε ως τ” αυτιά του και γέλασε σαν μικρό παιδί.

«Θα τον βασανίσουμε» η καρδιά μου πήγε να σταματήσει. «Ποτέ δεν σε αμφισβήτησα, πάντα μα πάντα είσαι ένα βήμα πιο μπροστά από μένα. Πρέπει να μου διδάξεις το μυστικό σου» είχα μείνει άφωνη, «Είχα έτοιμο πρόγραμμα για έναν άλλο κρατούμενο, θεωρώ όμως πως θα ταιριάζει καλύτερα στον Κλαίητον. Φέρτε το πρόγραμμα του Σουζούκι Ακέμι και μια πένα. Πιστεύω πως πρέπει να πας να του πεις τα νέα».

Μια υπηρέτρια μπήκε ευθύς στην αίθουσα. Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου για να μου δώσει ένα κομμάτι πάπυρο και μια πένα καλλιγραφίας. Όταν έπιασαν τα χέρια μου το τραχύ κομμάτι το ξετύλιξα και έριξα μια γρήγορη ματιά. Φυσικά, ήταν στα Ιαπωνικά.

«Αν θέλεις μπορώ να ζητήσω να στο μεταφράσουν στα Αγγλικά, εφόσον είναι η μητρική γλώσσα του κύριου Κλαίητον».

«Δεν μου είναι πρόβλημα, μπορώ να κάνω την μετάφραση» χαμογέλασα καθώς άλλαζα το όνομα με τα τσαπατσούλικα γράμματά μου.

«Πολύ καλά τότε».

Δεν κατάλαβα πότε φτάσαμε στις κατακόμβες του παλατιού. Το άγχος μου μεγάλωνε με κάθε χτύπο της καρδιάς μου. Οι πέτρινοι σκοτεινοί διάδρομοι ήταν παροδόξως φιλόξενοι. Το κρύο και η υγρασία έρχονταν σε αντίθεση με τον ζεστό καιρό πάνω από τη γη. Οι μόνες πηγές φωτός προέρχονταν από δαυλούς και φανάρια. Οι ήχοι τον βημάτων μας αντηχούσαν στην ησυχία που επικρατούσε. Δεν είχα έρθει πολλές φορές στις κατακόμβες, μα οι λίγες επισκέψεις ήταν αρκετές για να μου δημιουργήσουν εφιάλτες.

Το γεγονός πως υπήρχαν υπόγειες σπηλιές κάτω από το Παλάτι, ήταν αρκετά βολικό ώστε να φτιάξουν μικρές φυλακές. Κάθε αυτοκράτορας είχε τα αγαπημένα του άτομα εδώ, τα πιο σημαντικά. Ανάλογα με την αξία τους είχαν και διαφορετικά κελιά. Οι λιγότερο σημαντικοί ήταν πίσω από μια σειρά σίδερα. Οι αμέσως επόμενοι ήταν αυτοί που ήταν κλεισμένοι πίσω από μια δρύινη πόρτα και είχαν μια μεγαλύτερη άνεση.

Όμως από την στιγμή που ορίστηκα σύμβουλος του αυτοκράτορα, δημιουργήθηκε ένα ξεχωριστό κελί για τον πιο σημαντικό κρατούμενο, τον Κλαίη. Η ελάχιστη γνώση που είχα πάνω στην μαγεία ενός σπάνιου λουλουδιού, κατάφερε να φτιάξει μια απαραβίαστη φυλακή.

Το ένστικτό μου έλεγε πως πλησιάζουμε. Η θερμοκρασία έπεφτε και αυτό σήμαινε δύο πράγματα: απομακρυνόμασταν από την επιφάνεια και ήμασταν κοντά σε μια σπηλιά.

Πράγματι, στο βάθος του διαδρόμου φαινόταν τώρα μια πόρτα. Το ξύλο οξιάς σε συνδυασμό με την ασημένια κληματαριά,έκανε την πόρτα του κελιού του να ξεχωρίζει. Δύο φρουροί κάθονταν μπροστά στην πόρτα. Όταν σταθήκαμε μπροστά τους μίλησαν στα Κινέζικα. Η καρδιά μου είχε τρελαθεί, ενώ τα δάκτυλά μου κρατούσαν πιο σφικτά τον πάπυρο. Μετά απο ένα λεπτό παρατεταμένης σιωπής ο ένας φρουρός άνοιξε την πόρτα.

«Δύο λεπτά» είπε και μου έκανε νόημα να μπω.

Παίρνοντας μια ανάσα μπήκα στον χώρο, χωρίς να ξέρω τι να περιμένω. Η σπηλιά που είχε γίνει το κελί του Κλαίη ήταν φιλόξενη. Στο βάθος δεξιά και αριστερά μπορούσα να διακρίνω λίμνες. Ο χώρος ήταν γεμάτος βρύα, ενώ οι σταλακτίτες και οι σταλαγμίτες έδιναν μια ωραία πινελιά στον χώρο. Φως στον χώρο έδιναν μερικά φανάρια και μερικά φυτά. Όλος ο χώρος έμοιαζε λες και έχει αναπτύξει το δικό του οικοσύστημα.

Στο κέντρο υπήρχε μια γιγάντια κολώνα. Εκεί υπήρχε ένα σκαλιστό κρεβάτι με εκείνον να κάθεται πάνω του.

Όταν γύρισε το πρόσωπό του σε εμένα φάνηκε λες και τα πάντα σταμάτησαν. Είχα μείνει με κομμένη την ανάσα, ενώ ήμουν ανίκανη να κάνω ένα βήμα παραπέρα.Η χαμογελαστή μάσκα η οποία πάντα κάλυπτε το πρόσωπό του φαινόταν ανέγγιχτη στο χρόνο. Ένιωθα τα μάτια του γεμάτα έκπληξη πίσω από την μάσκα. Ήταν ακριβώς όπως πριν τέσσερα χρόνια, όταν την πρωτοείδα και όταν χάσαμε τον πόλεμο.

Γέλασε. Το σαρκαστικό του γέλιο αντήχησε σε όλη την σπηλιά.

«Πως και από εδώ;» με μια κίνηση σηκώθηκε όρθιος και με πλησίασε. «Πότε ήταν η τελευταία φορά που ήρθες; Πριν κανένα χρόνο; Ναι, μάλλον» μπορεί να μην έβλεπα το πρόσωπό του μα είχα την αίσθηση πως μου χαμογέλασε.

Τα πάντα άρχισαν να μου φαίνονται θολά, δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Έβλεπα ελάχιστα την φιγούρα του Κλαίη να με πλησιάζει. Ένιωσα το απαλό του χέρι να ακουμπάει την άκρη του μάγουλού μου και να σκουπίζει τα μάτια μου. Τότε κατάλαβε πως είχα βουρκώσει.

«Έλιν είσαι καλά;» η φωνή του είχε ένα τόνο ανησυχίας. Η όρασή μου άρχισε να ξεθολώνει όλο και περισσότερο. Είδε τον πάπυρο που κρατούσα και τον πήρε. Με κοίταξε με απορημένο ύφος. «Ξέρεις ότι παρόλο που πολέμησα με την πλευρά των Ιαπώνων, ποτέ δεν έμαθα την γλώσσα τους. Θα μπορούσες να μου μεταφράσεις;»

«Θα σε βασανίσουν» η φωνή μου ήταν κενή. «Αν δεν πάρουν τις πληροφορίες που θέλουν θα σε βασανίζουν κάθε μέρα μέχρι να λυγίσεις» τα χέρια μου έτρεμαν από το μίσος για τον εαυτό μου. «Θα σε σκότωναν, αλλά τους πρότεινα να σε κρατήσουν ζωντανό και-»

«Τουλάχιστον μου έσωσες την ζωή» μπορεί η μάσκα του να έκρυβε το πρόσωπό του, μα ήξερα πως χαμογελούσε. «Έλιν είσαι ακόμα παιδί, μην το παίρνεις πάνω σου. Καταλαβαίνω πως νιώθεις. Στα δεκαοχτώ με κάνανε στρατηγό και τώρα στα εικοσιτέσσερά μου είμαι κρατούμενος. Αλλά τουλάχιστον ήμουν εν μέρει ενήλικας», αναστέναξε. «Αν είχαμε το κλειδί για να με βγάλετε από εδώ . . .» συνέχιζε να μιλάει μα εγώ δεν άκουγα, μου είχε έρθει μια ιδέα.

«Μα αν δεν είχαμε το κλειδί, θα ήταν ακόμα καλύτερα» χαμογελούσα, το πρόσωπό μου φωτίστηκε, όλες μου οι ανησυχίες είχαν εξαφανιστεί.

«Αρχίζω να ανησυχώ για την ψυχική σου υγεία». η φωνή του ήταν διστακτική.

«Κλαίη, αν δεν έχουμε το κλειδί και ούτε εκείνοι, τότε-»

«Δεν θα μπορούν να μπουν» συμπλήρωσε, είχε ήδη καταλάβει την ιδέα μου.

«Και αν δεν μπορούν να μπουν-»

«Δεν μπορούν να με βασανίσουν» γέλασε. «Και αν δεν έχουν άλλα κλειδιά-»

«Θα στείλουν εμένα και τον κύριο Μικότο να βρούμε».

«Κι έτσι θα μπορείτε να φτιάξετε και ένα κλειδί για εσάς! Ο αυτοκράτορας ούτε που θα το καταλάβει! Είσαι ιδιοφυΐα!» ήταν έτοιμος να ουρλιάξει από την χαρά του. Όμως,όπως πάντα, βρήκα ένα κενό στο σχέδιό μου.

«Δεν θα πεινάσεις;» τον κοίταξα ερωτηματικά. «Δεν ξέρουμε πόσο καιρό μπορεί να πάρει.

«Μπορώ να φυλάξω λίγο φαγητό, πάντα αυτό κάνω. Για την ακρίβεια, τώρα που μιλάμε έχω αρκετές προμήθειες για μια εβδομάδα. Επιπλέον, μπορώ να μην φάω για μερικές μέρες» είδε το ανήσυχο πρόσωπό μου. «Μην ανησυχείς για αυτό, εσύ διακινδυνεύεις την ζωή σου κάθε μέρα εκεί πάνω. Τώρα πρέπει να σκεφτείς ποιος θα καταστρέψει τα κλειδιά, χρειάζεστε και εσύ και ο Μικότο άλλοθι».

«Έχω κάποιους στον νου μου».

«Ορίστε;» δεν φανταζόμουν πως ο Κέντζι θα μπορούσε να έχει πιο απορημένη έκφραση.

«Είπα να μπείτε παράνομα στο Παλάτι για να κάψετε τα κλειδιά της φυλακής του Κλαίη», ήμουν αποφασισμένη να τους κάνω να συμφωνήσουν.

Αφού έφυγα από το κελί του Κλαίη, πήγα κατευθείαν στον κύριο Μικότο. Όταν άκουσε το σχέδιο συμφώνησε μαζί μου για το ποια άτομα θα κατέστρεφαν τα κλειδιά, οι τρεις καλύτεροι φίλοι μου που τύχαινε να είναι οι τρεις πιο καταζητούμενοι στην Αυτοκρατορία της Κίνας. Ο Κέντζι, ο Φίλιπ και ο Άλαν. Ο Κέντζι ήταν γιος του κύριου Μικότο-ο μεγαλύτερος. Έμοιαζαν πάρα πολύ, εκτός από τα κοντό κούρεμα που είχε συνεχώς. Ο Φίλιπ από την άλλη, ήταν από τους καλύτερους στρατιώτες στον πόλεμο και είχε έρθει από την Νότια Αμερική. Ήταν αρκετά φιλικός. Ο Άλαν ήταν το πρώτο πρόσωπο που γνώρισα όταν έφτασα στην Ιαπωνία. Ήταν έναν χρόνο μικρότερος μου και ας πήγαινε να προπονηθεί για να ενταχθεί στην φρουρά του Αυτοκράτορα, ήταν υπερβολικά ώριμος για την ηλικία του. Αν κάποιος τους γνώριζε θα παραξενευόταν πως καταφέρνουν να είναι ακόμα ομάδα.

«Εγώ συμφωνώ, αλλά γιατί πρέπει να τα κάψουμε;» είπε και μάζεψε τα μαλλιά του σε μια κοτσίδα ο Φίλιπ.

«Γιατί ο πυρήνας των κλειδιών είναι φτιαγμένος από ένα μαγικό φυτό. Τι περιμένεις να κάνεις για να τον καταστρέψεις; Να τον ποτίσεις ή να τον φυτέψεις;» ήμουν απολύτως σαρκαστική.

«Έλιν θα σου πρότεινα να ηρεμήσεις»,ο κύριος Μικότο ήξερε πως ήμουν έτοιμη να εκραγώ.

«Εγώ είμαι μέσα! Τι λέτε;» ο Άλαν όπως πάντα ο πιο πρόθυμος.

Η μικρή αποθήκη κρασιών που είχαμε συναντηθεί δεν ήταν και η καλύτερη για να καταστρώνουμε σχέδια. Ήταν όμως το μόνο σημείο που μπορούσαμε να μιλάμε με ασφάλεια, σπάνια έμπαινε κάποιος.

«Λοιπόν είμαστε μέσα αλλά-» άπλωσε το χέρι του με την παλάμη προς τα πάνω.

«Αλλά;» ρώτησα, σήμερα δεν θα έπαιζα τα παιχνίδια του.

«Έλα τώρα, ξέρεις τι θέλουμε» είπε ένω συνέχιζε να έχει το χέρι του ψηλά.

«Όχι δεν το γνωρίζω» δεν θα έκανα πίσω.

«Μπαίνουμε σε τόσο κόπο, ούτε λίγα νομίσματα δεν θα πάρουμε» τώρα ήταν ο Φιλίπ αυτό που μίλησε. Άκουσα τον κύριο Μικότο να αναστενάζει.

«Συνειδητοποιείτε πως είστε οι τρεις πιο καταζητούμενοι άνθρωποι στην Αυτοκρατορία; Τυχαίνει να είμαι η σύμβουλος του αυτοκράτορα. Αν θέλετε τα κεφάλια σας στην θέση τους θα κάνετε αυτό που σας ζητάω» όλοι είχαν μείνει ακίνητοι. Ο Κέντζι κατέβασε το χέρι του με αργές κινήσεις. Τους είχα τρομοκρατήσει.

«Π-ποιανού ήταν ι-ιδέα να ζητήσουμε χρήματα;» ο Άλαν έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να κρατήσει την φωνή του σταθερή.

«Πες το σχέδιο» ο Κέντζι είχε παραδεχτεί την ήττα του.

Έβγαλα ένα τεράστιο κομμάτι πάπυρο που είχα κρύψει πίσω από ένα βαρέλι πριν την συνάντηση. Γύρω του είχα τυλίξει ένα γράμμα. Το έδωσα στον Κέντζι.

«Σας έχω εξηγήσει περιληπτικά το σχέδιο, αυτός ο πάπυρος περιέχει τα σχέδια του παλατιού. Στο γράμμα αναφέρω τις βάρδιες όλων των φρουρών σε όλους τους διαδρόμους και σε όλες τις αίθουσες. Έχω σημειώσει σε ποια αίθουσα υπάρχουν τα κλειδιά. Επειδή είναι διάσπαρτα στο χώρο,θα πρέπει να τον κάψετε ολόκληρο και να το κάνετε να φανεί σαν ατύχημα. Επίσης έχω γράψει το μόνο διάλειμμα που κάνουν οι φρουροί του Κλαίη και που πάνε. Αν χρειαστεί – μισώ που το λέω – κάνετε το αδύνατον δυνατόν να καταστρέψετε το κλειδί χωρίς να σας δουν, μπορεί να χρειαστεί να τους ρίξετε κάποιο φανάρι ή δαυλό ώστε να καεί το κλειδί. Τι λέτε;»

Διέκρινα τα χαμόγελά τους για δράση, ήταν έτοιμοι – όχι, ήμασταν έτοιμοι. Η μέρα τελικά εξελίχθηκε τέλεια. Αυτός που μου μίλησε ήταν ο Κέντζι.

«Ας πάμε να ρίξουμε έναν υπνάκο. Αύριο θα είναι μεγάλη μέρα και μια καινούργια αρχή»

. . .

Ελένη-Ιωάννα Δημοπούλου

Β1

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης