Διήγημα από την Ελένη- Ιωάννα Δημοπούλου: Ναός

(προτείνω να διαβάσετε το «Νέα Αρχή» πρώτα πριν την ανάγνωση αυτής της ιστορίας καθώς μπορεί να σας εξηγήσει το θέμα της)

                                            Ναός

Δεν με ενδιέφερε που πήγαινα. Απομακρυνόμουν από το χωριό με κάθε μου βήμα. Ένοιωθα τον αέρα να φυσάει στο πρόσωπό μου, τον ήλιο να απλώνει τις ακτίνες του πάνω μου, τα ψηλά αγριόχορτα που υπήρχαν δεξιά και αριστερά μου να με γρατζουνούν λίγο. Το λιγοστό χιόνι που είχε μείνει έλιωνε καθώς το πατούσα και πιτσιλιζόμουν με λάσπες. Το στενό μονοπάτι που ακολουθούσα δεν ήταν πολύ περιποιημένο. Σκεφτόμουν το πόσο γρήγορα περνούσε ο χρόνος. Πριν από δύο εβδομάδες είχαν καταστραφεί τα κλειδιά, πριν από μία εβδομάδα είχαμε βρει μια ντουζίνα μαγικών φυτών που τα φέραμε στον μόνο άνθρωπο που ξέρει να προωθεί την μαγεία τους σε κλειδιά. Σε λίγες μέρες θα γυρίζαμε πίσω. Σε λίγες μέρες θα ξεκινούσαμε μια επανάσταση.

Οι τελευταίες μέρες όμως ήταν πιο παράξενες και αν σκεφτώ το γεγονός ότι το λέω εγώ, ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι που είναι σύμβουλος ενός αυτοκράτορα, είναι αφύσικο να θεωρώ κάτι παράξενο στην ζωή μου.

Στατηγός Σμίθ, άλλος ένας σπουδαίος στρατηγός που πέθανε στον πόλεμο, είχα απομνημονεύσει τα ονόματα των περισσότερων νεκρών. Τον συγκεκριμένο τον είχα γνωρίσει πριν κατακτήσουν την Ιαπωνία, ήταν πολύ νεαρός, θα μπορούσε να ήταν στο πανεπιστήμιο ή να έψαχνε δουλειά. Έτσι όταν βλέπεις κάποιον που θεωρείται νεκρός μπροστά σου, τότε ξέρεις πως δεν τα έχεις δει όλα στην ζωή σου.

Τον είδαμε σε μια από τις βόλτες μας στο χωριό. Εγώ και ο κύριος Μικότο ήμασταν έκπληκτοι, το ίδιο και ο Γουίλ. Καθίσαμε σε μια καφετέρια καθώς μας εξηγούσε το πως επέζησε, το πως κατάφερε να ξεφύγει, το πως βοήθησε και άλλους στρατιώτες να φύγουν και το πως κατέληξε εδώ, στο Βόρειο κομμάτι της Κίνας. Ύστερα του είπαμε και την δική μας ιστορία. Ήταν ευχάριστο να μιλάς με κάποιον τον οποίο μπορείς να εμπιστευτείς και ειδικότερα όταν καταλαβαίνει την κατάσταση διότι την έχει ζήσει ο ίδιος. Του είπαμε και για την επανάσταση, για το σχέδιο που υπήρχε μέχρι στιγμής. Επιτόπου προσφέρθηκε να κατεβεί στην Πρωτεύουσα για να μας βοηθήσει.

«Θα μου λείψει πολύ αυτό το μέρος. Από τους νομάδες που έβλεπα να περνούν από εδώ ένοιωθα τυχερός που βρήκα σπίτι, έστω και εγκαταλελειμμένο. Επιπλέον έχω δει αρκετές διμοιρίες να περνάνε από εδώ . . .» συνέχιζε να μιλάει με τον κύριο Μικότο σχετικά με τους στρατιώτες που είχε δει.

Τώρα όμως δεν ήμουν ούτε με τον κύριο Μικότο, ούτε με τον Γουίλ. Σκεφτόμουν τους γονείς μου και την συζήτηση που είχαμε την τελευταία φορά που τους είδα. Έλιν δεν είναι αργά για να φύγουμε από εδω, επέμενε η μητέρα μου. Όχι, θα μείνω εδώ πρέπει να βοηθήσω – μπορώ να βοηθήσω, θυμάμαι πως είχα πεισμώσει. Φοβόμαστε για εσένα, δεν είναι αργά για να φύγουμε από εδώ, έλεγε ο πατέρας μου. Από ότι φαίνεται είναι αργά για να με μεταπείσετε, το τελευταίο αεροπλάνο φεύγει σε λίγο για αυτό λοιπόν μην καθυστερείτε, αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που τους είπα. Το ειρωνικό είναι πως μετά από μια εβδομάδα χάσαμε τον πόλεμο. Μετά τους μιλούσα με γράμματα, πάντα ήθελα να τους πω συγνώμη και το πόσο ήθελα να γυρίσω πίσω, μα δεν μπορούσα. Ήξερα πως έπρεπε να βοηθήσω στην επανάσταση και το ένστικτό μου μου έλεγε πως θα πρέπει να συμμετάσχω κιόλας.

Όλες μου οι σκέψεις διακόπηκαν όταν άκουσα έναν ήχο από πίσω μου. Έβγαλα το μαχαίρι που είχα στην ζώνη μου και έστριψα προς την πηγή που είχε έρθει ο ήχος. Το γρασίδι ήταν αρκετά ψηλό, στο ύψος των ματιών μου και με δυσκόλευε να δω. Δεν φαινόταν να υπήρχε άλλο ίχνος ζωή εκτός από εμένα. Κάποιο ζώο πρέπει να ήταν, όμως κράτησα το μαχαίρι σφικτά στο χέρι μου για καλό. Ένοιωθα κάποιον να με παρακολουθεί. Τότε ήταν που είδα μπροστά μου έναν μικρό ναό.

Κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Από την αρχιτεκτονική του έπρεπε να ήταν χριστιανικός. Ήταν ένας απλός πέτρινος ναός, εγκαταλελειμμένος, κάποιος άλλος μπορεί και να έφευγε από εκεί τρέχοντας, αλλά κάτι με τραβούσε προς τα εκεί. Καθώς πλησίαζα φαινόταν πως ήταν λίγο μεγάλος.

Η πόρτα ήταν ελάχιστα εκατοστά ανοιχτή, δεν χωρούσα. Πήγα απαλά να την ανοίξω, ήταν σφηνωμένη. Ακούμπησα πάνω στην ξύλινη επιφάνεια και έσπρωξα με δύναμη. Η πόρτα άνοιξε και πάτησα πάνω στο πέτρινο πάτωμα. Κάποιος θα πρέπει να πήγαινε εκεί συχνά διότι υπήρχαν πατημασιές στο σκονισμένο πάτωμα. Τα στασίδια φαίνονταν σάπια. Ένα σημείο της οροφής είχε καταρεύσει και από το φως του ήλιου που έλουζε τον ναό έβλεπες την σκόνη που υπήρχε στον αέρα. Υπήρχαν ελάχιστες τοιχογραφίες. Στην Πλατυτέρα εικονιζόταν η Αγία Τριάδα, κάτι που με παραξένεψε, δεν ήταν συνηθισμένο. Πλησίασα πιο κοντά. Η επαφή μου με τον θεό δεν ήταν και η καλύτερη τελευταία. Έχω ακόμα πάψει να γράφω το όνομά του με το πρώτο γράμμα κεφαλαίο.

«Να που ξανασυναντιόμαστε» μιλούσα σαν να έβλεπα έναν παλιό μου φίλο, πάντα τέτοια σχέση είχα μαζί του. Κοίταξα τα μάτια του στην τοιχογραφία. «Μπορώ να φανταστώ πόσο στεναχωριέται η γιαγιά μου που με βλέπει. Πάντα προσπαθούσε να μου δείξει πως να σε σέβομαι, να πηγαίνω στην εκκλησία, να κάνω την προσευχή μου. Έχουν περάσει πολλά χρόνα από την τελευταία φορά που έκανα κάτι από τα δύο. Ειδικά αφού χάσαμε τον πόλεμο.»

Αναστέναξα. Δεν ξέρω τι με έφερε εκεί, αλλά δεν μου άρεσε να σκέφτομαι το παρελθόν, παρόλο που το έκανα συχνά.

«Στο παλάτι της Ιαπωνίας πάντα κυκλοφορούσαν πολλές φήμες. Αν σκεφτούμε και το γεγονός ότι ελάχιστοι πίστευαν σε εσένα ή σε άλλους θεούς, πάντα μιλούσαν για θεϊκές δυνάμεις που βοηθούσαν στον πόλεμο. Ποτέ δεν το πίστεψα. Αν όμως κάποιος βοήθησε και τις δύο πλευρές;» γέλασα.

«Ένα πράγμα θέλω να σου πω. Όσο μεγάλος και να νομίζουν όλοι ότι είσαι, όσο σπουδαίο σε ονομάζει η Βίβλος, δεν έχεις το δικαίωμα να εμπλέκεσε στους πολέμους μας. Μας έχει δοθεί ελεύθερη βούληση, παίρνουμε τις δικές μας αποφάσεις. Αν προσπαθείς να το καταπατήσεις αυτό, τότε είσαι ένας τύραννος» άρχιζα να φωνάζω.

«Αν νομίζεις ότι μετά από αυτόν τον πόλεμο είσαι πανάγαθος, τότε χαίρομαι που σε διαψεύδω. Αυτός ο πόλεμος είναι δικό μας θέμα, μπορεί να μην το επιλέξαμε μα προσαρμοστήκαμε, γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι. Όλοι όσοι σε παρακαλούσαν όλα αυτά τα χρόνια, απλώς μιλούσαν στον αέρα. Δεν έχεις βοηθήσει την ανθρωπότητα και ούτε θα το κάνεις. Το έχω καταλάβει όμως πως προσπαθείς να με σταματήσεις από το να συμετάσχω στην επανάσταση» η φωνή μου ηρέμησε.

«Διαισθάνομαι πως υπάρχει κάτι σε όλο αυτό το . . . θέμα. Οφείλω να πω πως φοβάμαι πως κάτι θα συμβεί» και πράγματι έτσι ένοιωθα, μια μικρή φωνούλα να μου λέει πως τώρα είναι η ευκαιρία να φύγω.»Συγνώμη που σου φώναξα. Ξέρεις είμαι ακόμα εν μέρει στην εφηβεία» γέλασα και αναστέναξα.»Είμαι όμως αποφασισμένη, αυτή η επανάσταση θα γίνει, θα πάρουμε πίσω την αυτοκρατορία μας. Αν χάσουμε το πολύ να πεθάνουμε. Θα αξίζει όμως όταν έχουμε στο νου μας ένα καλύτερο αύριο. Είμαστε έτοιμοι όμως, είτε με την βοήθειά σου, είτε όχι» κατέρρευσα.

Ένοιωθα την ώρα να περνάει. Ο ήλιος άλλαζε θέσεις. Δεν μπορούσα όμως να κουνηθώ. Μια παράξενη κούραση με απέτρεπε από το να κάνω το οτιδήποτε. Τα μάτια μου έπεσαν πάνω σε μια εικόνα, όχι αγιογραφία, που βρισκόταν πάνω σε κάτι χαλάσματα. Γύρισα για να την κοιτάξω καλύτερα, η κούραση γινόταν περιέργεια.

Αυτό που με παραξένεψε περισσότερο ήταν που απεικόνιζε κάτι που στην αρχή έμοιαζε με γαλαξία. Πολύ παράξενο να βρσκεται μέσα σε έναν χριστιανικό ναό. Όταν το κοίταξα όμως πιο προσεκτικά είδα πως αυτό που στην αρχή φαινόταν σαν τις πτυχές του γαλαξία, στην πραγματικότητα απεικόνιζε διάφορα μέρη. Ψηλές χιονισμένες βουνοκορφές, απότομοι γκρεμοί, μαγευτικοί καταρράκτες, τροπικά δάση, μέρη που φαίνονταν ξεχασμένα από τον χωροχρόνο, πυκνοκατοικημένα χωριά, τσοπάνηδες με τα κοπάδια τους, απέραντες θάλασσες, ναυτικούς που ονειρεύονταν το σπίτι τους. Κάθε απεικόνιση και με διαφορετικό χρώμα και διαφορετικές αποχρώσεις. Όλες αυτές οι μικρές εικόνες σχημάτιζαν μια ενιαία εικόνα του γαλαξία. Πιο κάτω υπήρχε κάτι σαν ένα ελαφρά σχεδιασμένο πρόσωπο και-

Πριν προλάβω να μελετήσω κι άλλο την εικόνα άκουσα μια φωνή να με φωνάζει. Στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω σε ποιον άνηκε η φωνή.

«Έλιν, είσαι καλά;» κάτι μου θύμιζε η βρετανική προφορά της, όμως το μυαλό μου αρνιόταν κατηγορηματικά να συνεργαστεί. Ένοιωσα δύο χέρια να με σφίγγουν και να με γυρίζουν προς το μέρος της φωνής.

«Αν το παίζεις νεκρή δεν κάνεις και πολύ καλή δουλειά, φαίνεται πως αναπνέεις» εστίασα την προσοχή μου στο πρόσωπο. Ήταν νεανικό, καστανές μπούκλες έκρυβαν το ένα μάτι του. Το άλλο που φαινόταν πιο καθαρά είχε μια μελί απόχρωση.

«Δεν έχουμε και όλη την ημέρα ξέρεις. Οι φρουροί θα αρχίσουν σε λίγο να σας ψάχνουν» ο Γουίλ μου χαμογέλασε και επανήλθα στην πραγματικότητα.

«Οι φρουροί! Τους είχα ξεχάσει τελείως» σηκώθηκα απότομα

«Ουάου, συνήθως όταν χαμογελάω στα κορίτσια του χωριού χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας και εσύ απλώς θυμάσαι πως έχουμε μια επανάσταση μπροστά μας. Είσαι όντως παράξενη» τον κοίταξα σοβαρή «Δεν είναι ώρα για αστεία, ε;»

«Όχι. Πρέπει να γυρίσουμε» σηκωθήκαμε και οι δύο.

«Είσαι όντως εντάξει;»

«Θα μπορούσα να είμαι και καλύτερα»

«Θες να το συζητή-»

«Όχι» σκέφτηκα μισό λεπτό, κάτι πήγαινε λάθος «Πώς με βρήκες; Είμαι στην μέση του πουθενά μερικά χιλιόμετρα μακριά από το χωριό» τον κοίταξα απορημένη.

«Μπορεί και να σε ακολούθησα;» τουλάχιστον ήταν ειλικρινής.

«Εσύ ήσουν που έκανες εκείνον τον θόρυβο στα χόρτα;» η φωνή μου έτρεμε.

«Ναι, πριν όμως με μαχαιρώσεις -σε παρακαλώ πάρε το χέρι σου μακριά από το μαχαίρι- ήξερα πως είτε θα χανόσουν είτε θα ερχόσουν εδώ. Το μέρος καταφέρνει να ελκύει τους ανθρώπους κατά κάποιον τρόπο. Αν και είμαι ο μόνος που έρχεται εδώ πια, θα πρέπει να κάνω μια ανακαίνιση» σήκωσε τους ώμους του.

«Οι περισσότερες πατημασιές είναι φρέσκιες. Έρχεσαι συχνά;» γέλασε.

«Σε ένα χρόνο γίνεσαι ενήλικη, αν περιμένεις μέχρι τότε θα σου απαντήσω -αστειεύομαι σε παρακαλώ μην πλησιάζεις το χέρι σου στο μαχαίρι- και ναι έρχομαι αρκετά συχνά εδώ. Το μέρος σε γαληνεύει και σε μαγεύει εύκολα» μου χαμογέλασε.

«Είσαι πάντα έτσι;»

«Καθόλου για την ακρίβεια. Προσπαθώ απλώς να σε κάνω να νοιώσεις καλύτερα, αλλά από ότι φαίνεται φέρνω το αντίθετο αποτέλεσμα. Θα σταματήσω όμως» τώρα ήμουν εγώ αυτή που χαμογέλασε.

«Το χρειαζόμουν, ευχαριστώ» ήταν παροδόξως ευχάριστη παρεά. Ξαφνικά σοβάρεψε.

«Καταλαβαίνω γιατί σε ήθελαν και ο Μικότο και ο Τσεν, είσαι λογικό άτομο. Συνειδητοποιείς το περιβάλλον γύρω σου. Ξέρεις τι είναι σωστό και τι λάθος. Νομίζω έχουμε καταλάβει και οι δύο από που πηγάζουν τα προβλήματά μας, στην Αυτοκρατορία της Κίνας. Αν δεν υπήρχε τότε δεν θα είχαμε εμπλακεί ποτέ στον πόλεμο διότι δεν θα υπήρχε. Θα ασχολούμασταν με τους βαθμούς μας και με τεστ και όχι με το αν θα ζήσουμε για να δούμε μια ακόμα μέρα. Νομίζω πως βαθιά μέσα σου το γνωρίζεις πως η Αυτοκρατορία της Κίνας δεν πρόκειται να μας αφήσει σε ησυχία»

Πράγματι το ήξερα. Δεν θα σταματούσε εκεί η ιστορία, θα ήθελαν να μας κατακτήσουν πάλι. Η ιστορία θα επαναλαμβανόταν. «Τι θες να πεις με αυτό;» τα λόγια βγήκαν διστακτικά από το στόμα μου.

«Πολύ πιθανόν να χρειαστεί να καταστρέψουμε την Αυτοκρατορία της Κίνας. Είσαι μέσα;» δεν χρειάστηκε και πολύ για να απαντήσω.

«Ποιός ξέρει; Ίσως να πειραματιστώ με λουλούδια που εκρήγνυνται την επόμενη φορά»

γελάσαμε και οι δύο.

«Έλα πάμε, θα μας περιμένουν» πριν προλάβω να απαντήσω είχε προλάβει να βγει από την εκκλησία.

«Περίμενε μισό λεπτό, θέλω να δω κάτι» γύρισα και κοίταξα την εικόνα, σχεδόν την είχα ξεχάσει. Πλησίασα πιο κοντά. Ένα ουρλιαχτό πήγε να βγει από το στόμα μου.

Κάτω από το «πρόσωπο» υπήρχε ένα ακέφαλο σώμα, ένα ανθρώπινο σώμα. Το κοίταξα έντρομη. Φαινόταν λες και η απουσία του κεφαλιού του να μην του δημιουργούσε πρόβλημα. Ήταν όρθιο, φορούσε καθαρά ρούχα και κρατούσε κάτι λευκό στο χέρι του. Όχι . . . είναι αδύνατον. Το πρόσωπο είναι . . . ; Αν το πρόσωπο είναι το κεφάλι του ανθρώπου, τότε είναι εν μέρει και ο γαλαξίας.

Μια κραυγή διέκοψε όλες μου τις σκέψεις. Ερχόταν από έξω. Η ιδέα του κινδύνου που υπήρχε, γέμιζε το αίμα μου με αδρεναλίνη.

«ΓΟΥΙΛ!» έβγαλα το μαχαίρι μου από την ζώνη μου και έτρεξα έξω.

Είδα τον Γουίλ να είναι ελαφρά σκυμμένος. Κοίταξα γύρω μου δεν υπήρχε κανείς.

«Υπήρχε μια αράχνη» με κοίταξε με τρομαγμένο ύφος. Τα χέρια μου έτρεμαν.

«Φωναξες επειδή υπήρχε μια αράχνη;» κράτησα το μαχαίρι πιο σφικτά στο χέρι μου, θα μπορούσα άνετα να του ανοίξω τον λαιμό.

«Ναι, υπήρχε μια τεράστια τριχωτή αράχνη πάνω μου. Σαν κι αυτές που βρίσκεις στην Αυστραλία» τώρα είχε απολογητική έκφραση.

«Ξέρεις κάτι; Ο Κλαίη είχε δίκιο, εσείς οι Βρετανοί είστε όντως παράξενοι» αυτό το έλεγα εν μέρει και στον εαυτό μου, τώρα χρωστούσα στον Κλαίη 5 δολλάρια.

«Όριστε; Χα, κοίτα ποιος μιλάει! Ο Αμερικάνος!» είχε θιχτεί «Ελπίζω να μην μιλούσε και για την Βασίλισσα».

«Χα; Χα;! Μιλάς για την Βασίλισσα που πούλησε εσένα και χιλιάδες στρατιώτες στην Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας; Νομίζω έπεσες θύμα εξαπάτησης» ένα χαμόγελο άρχισε να σχηματίζεται στο πρόσωπό μου.

«Μίλησε το κορίτσι που δεν είναι καλά καλά ενήλικη και έχει γίνει δύο φορές σύμβουλος Αυτοκρατόρων» χαμογέλασε κι εκείνος.

Συνεχίσαμε έτσι σε όλη την διαδρομή, πειράζαμε ο ένας τον άλλον. Γελούσαμε, μιλούσαμε και εγώ αγνοούσα μια μικρή φωνή μέσα μου. Ένοιωθα όμως κάτι να είχε αλλάξει. Βαθιά μέσα μου ήξερα πως θα μετάνιωνα μια μέρα ότι είχα πει και δει. Θα μετάνιωνα τον πειρασμό μου να πειραματιστώ και άλλο με μαγικά λουλούδια, θα μετάνιωνα που συμφώνησα στην καταστροφή της Αυτοκρατορία της Κίνας. Θα ζητούσα πίσω την άγνοιά μου για ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, θα ευχόμουν να μην είχα δει ποτέ αυτή την εικόνα. Για ένα πράγμα ήμουν σίγουρη. Χαιρόμουν που είχα γνωρίσει τον Γουίλ, θα μετάνιωνα κάποια στιγμή όμως και για αυτό;

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης