Ανταλλαγές πληθυσμών…..

ΑΠΟ: 5ο ΛΥΚΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ - Μάι• 28•24

download

Ο πικρός Γενάρης του 1923

Η ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών

Η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας ήταν μια διαδικασία που ξεκίνησε μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1922 και ολοκληρώθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Η ανταλλαγή πληθυσμών είχε σοβαρές ανθρώπινες και κοινωνικές συνέπειες και οδήγησε στη μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από τις δύο χώρες. Πολλοί από αυτούς τους πληθυσμούς είχαν ζήσει για αιώνες στην περιοχή που αντάλλαξαν, και η ανακατάταξή τους είχε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην πολιτιστική και κοινωνική δομή των περιοχών αυτών.

 

Η Ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας  προήλθε από τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τούρκικων πληθυσμών που υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 30 Ιανουαρίου 1923 από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας. Αφορούσε τουλάχιστον 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους (1.221.489 Έλληνες Ορθόδοξους από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τον Καύκασο, και 355.000 – 400.000 Μουσουλμάνους από την Ελλάδα), οι περισσότεροι από τους οποίους έγιναν βίαια πρόσφυγες και de jure αποξενώθηκαν από τις πατρίδες τους.

Η τελευταία πράξη του μικρασιατικού δράματος γράφτηκε από τη διεθνή διπλωματία στη «Συνδιάσκεψη Ειρήνης» της Λωζάνης (20 Νοεμβρίου 1922 – 24 Ιουλίου 1923). Στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου της ελβετικής πόλης συνήλθαν οι αντιπρόσωποι της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας και παρατηρητές από άλλες χώρες για να διευθετήσουν εκκρεμή ζητήματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Αποτέλεσμα της πολύμηνης διεθνούς διάσκεψης ήταν η τελική «Συνθήκη Ειρήνης» της 24ης Ιουλίου, με την οποία τερματιζόταν οριστικά η εμπόλεμη κατάσταση που είχε συνταράξει την Ανατολή από το 1914 μέχρι το 1922.

Το  αίτημα για ανταλλαγή πληθυσμών ήρθε, υπό πίεση, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο σε επιστολή που υπέβαλε στην Κοινωνία των Εθνών στις 16 Οκτωβρίου 1922, (η καταστροφή της Σμύρνης είχε λάβει χώρα μόλις ένα μήνα νωρίτερα) ως ένας τρόπος για την εξομάλυνση των σχέσεων, καθώς η πλειονότητα των επιζώντων Ελλήνων κατοίκων της Τουρκίας είχε καταφύγει μέχρι τότε στην Ελλάδα μετά από τις πρόσφατες σφαγές .

Για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία η διεθνής κοινότητα αποδέχθηκε και επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή εκατομμυρίων ανθρώπων, πληθυσμών όχι κάποιων συγκεκριμένων περιοχών, αλλά ολόκληρων χωρών.

Αυτή η μεγάλη υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, ή η συμφωνημένη αμοιβαία εκδίωξη, δεν βασίστηκε στη γλώσσα ή την εθνικότητα, αλλά στη θρησκευτική ταυτότητα, και αφορούσε σχεδόν όλους τους γηγενείς ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας (το ρωμαϊκό/βυζαντινό μιλλέτ), συμπεριλαμβανομένων ακόμη και αρμενοφώνων και τουρκόφωνων ορθόδοξων, και από την άλλη πλευρά τους περισσότερους γηγενείς μουσουλμάνους της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και ελληνόφωνων μουσουλμάνων, όπως οι Βαλαχάδες της Μακεδονίας και οι Τουρκοκρητικοί, αλλά και μουσουλμανικών ομάδων Ρομά.

Το Άρθρο 2 της Συμβάσεως εξαιρούσε από την ανταλλαγή τους «Έλληνορθόδοξους (Ρωμιούς) κατοίκους της Κωνσταντινούπολης», και τους «Μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης». Επίσης από την ανταλλαγή εξαιρούνταν, σύμφωνα με το Άρθρο 14 της Συνθήκης της Λωζάνης, οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου.

Πηγή: Βικιπαίδεια

download (1)

Μαρτυρίες

Σαρούλα Σκύφτη
[από Ερίκιοϊ – Αθήνα]

«Στο χωριό μας είχαμε ησυχία. Ήταν Αύγουστος του ’22 τότε που έγινε η Καταστροφή της Μικρασίας∙ όπου μάθαμε πως ήρθ’ ένα γράμμα στον παπά κλεισμένο σ’ ένα τενεκεδάκι κι είπανε πως θ’ ανοιχτεί σε δύο μέρες και σα θα διαβάσουν, θα δουν τι θα γίνει. Το άνοιξαν σε κρυφό χώρο μαζί με τη χωροφυλακή∙ έλεγε να πισοχωρούμε και να φύγει η χωροφυλακή από το χωριό. Τη δεύτερη μέρα είδαμε μια περίεργη κίνηση, γιατί είχαν επιτάξει το σχολείο που ήταν απέναντί μας. Μάζευαν τα πράματά τους∙ δεν ξέραμε τι συμβαίνει και τι είναι. Ένας γνωστός χωροφύλακας του θείου μου μάς είπε πολύ εμπιστευτικά –και να μη το πούμε καμιανού− πως ως το μεσημέρι θα φύγουνε.

Οι χωροφύλακες πήγαν στο Τουρκομαχαλά∙ κλείσαν πόρτες και παράθυρα και δεν άφηναν κανένα Τούρκο να βγει όξω. Επίταξαν και τα ζα τους, για να φορτώσουν τα πράματά τους. Σαν έφυγε η χωροφυλακή και μαθεύτηκε, αναστατώθηκε το χωριό. Βγήκε ο νωματάρχης και φώναξε: “Δε θα φύγετε, για σας δεν έχει τίποτα”. “Τι; εσείς φεύγετε κι εμείς θα μείνουμε;”. Και πήραμε κι εμείς το δρόμο. Άλλοι με κάρα, άλλοι με ζα, άλλοι με τα πόδια. Πήγαμε στη Μαγνησιά.

Όλος ο κόσμος είχε βγει στο δρόμο∙ ο δρόμος ήταν γεμάτος. Αν δεν φεύγαμε, θα μας πετσόκοβαν. Όπως περπατούσαμε, ένας γνωστός μας Τούρκος πήγαινε με το κάρο του στη Μαγνησία και μας λέει: «Μπείτε στο κάρο!». Ήμασταν δυο ξαδερφάδες, η μάνα μου κι εγώ. Γειτόνοι ήμασταν, τ’ αμπέλια μας ήτανε κοντά. Ήταν πολύ φοβισμένος κι ήρθε κοντά μου και μού ’πε: “Να χαρείς, Σαρούλα, πες μου τι συμβαίνει; Γιατί είν’ όλος ο κόσμος στο δρόμο;”. Τότες του είπα: “Παππού-Μεμέτ, αυτό που ξέρω θα σου πω, έρχεται πολύς στρατός στο χωριό μας και γι’ αυτό φεύγουμε”. Τότες αναστέναξε κι είπε: “Βάι, τι θα γίνουμε!”. Δεν του ’πα την αλήθεια γιατί μπορούσε να το πει και σ’ άλλους. Λοιπόν εμείς κατεβήκαμε στο Χαμιντιέ∙ είχαμε συγγενείς και κουμπάρους…»

 

Δέσποινα Τσαλίκογλου
[από Σκοπή – Αθήνα]

«Πριν φύγομε στρώσαμε ένα μεγάλο τραπέζι το πρωί, για να φάμε όλοι μαζί οι συγγενικές οικογένειες που απομείναμε. Οι χανούμισσες μας χαιρετούσαν κλαίγοντας. Μετά πήγα με τον αδερφό μου στο αμπέλι μου κι ήπιαμε για τελευταία φορά νερό. Εγώ έκλαιγα και ο αδερφός μου μού είπε να μην στεναχωριέμαι γιατί κι εκεί που θα πάμε κάτι θα βρούμε. Ακόμη θυμάμαι το αμπέλι μου, δίπλα στα χωράφια μου και τον κήπο. Ήταν τόσο καθαρά! Σαν σκουπισμένα. Όποιος περνούσε απ’ το δρόμο στεκόταν και το καμάρωνε.

Αφήσαμε το τραπέζι μας όπως ήταν μετά το φαγητό για να φύγουμε. Τι να κάνομε; Να τα παίρναμε μαζί μας; Είχαμε ένα άλογο κι ένα σκυλάκι – Καρσί Καγιά το λέγαμε. Ο αδερφός μου σκέφτηκε να τα δώσει σε έναν Τούρκο. Τι να κάνομε; Να τα πουλούσαμε; Ποιος να τ’ αγοράσει; Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να φύγομε, δίνει τα ζώα στον Τούρκο και ξεκινάμε. Πιστεύεις, παιδί μου, πως τα μάτια του αλόγου έτρεχαν; Σαν άνθρωπος έκανε, έτρεχε πίσω από τον αδερφό μου, και το σκυλί μας. Τρεις άντρες συγκράτησαν το ζώο να μη μας ακολουθήσει».

Από την εφημερίδα «Μνήμη», φ. 5 (Ιανουαρίου 2011) του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας]

Μυζίθρας Θοδωρής- Β4, Μάλλιος Κώστας – Β1

 

Top