Ο παππούς μου ο κοσμοπολίτης

Ο παππούς μου στέκει εμπρός μου τόσο αληθινός, σα να ήταν χτες που έφυγε, σα να είναι δω και να μας παρακολουθεί με εκείνη την αυστηρή και συνάμα αγαπητική ματιά του. Όλοι ομολογούσαν ότι κουβαλούσε κάτι κοσμοπολίτικο που τον ξεχώριζε από τους άλλους γέροντες του χωριού. Ο μπάρμπα Φώτης ο σεβάσμιος και απαιτητικός, ο κοινωνικός και ευπρεπής.

Τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα μας μάζευε στο τζάκι και μας μιλούσε ατελείωτα. Εγώ, μικρό παιδάκι και ο παππούς μου θα ΄ταν τότε πενήντα χρονών. Μικρόσωμος το δέμας, με το γκρίζο του μουστάκι και τα καλοχτενισμένα μαύρα μαλλιά του-πήραμε όλοι τα άφθονα μαλλιά του που αργούν να ασπρίσουν- κυρίως όμως εκείνο το λευκό του πουκάμισο. Δεν καταδέχτηκε να φορέσει άλλο χρώμα παρά μόνο λευκό πουκάμισο.

Οι μέρες κυλούσαν σε ένα περίκλειστο από βουνά χωριό στη θεσσαλία τη δεκαετία του ΄70,όταν ούτε το νερό ούτε το φως ήταν εύκολη υπόθεση .Και όταν ο Αχελλώος δημιουργούσε τεράστια εμπόδια στις μετακινήσεις μας. Όταν και το ψωμί δεν ήταν σε αφθονία και στο δείπνο μας πότε πότε μοιράζαμε τις τηγανίτες μας με αυστηρή δικαιοσύνη.

Όταν όμως πιάναμε θέση στο τζάκι, δίπλα στον παππού, τα κρύα βράδια του χειμώνα και άρχιζε το αηδόνι τα τραγούδια και τις αφηγήσεις του δε θέλαμε ούτε φαί ούτε γλυκό. Το τραγούδι της Γκόλφως και του Τάσου, πολύστιχο και δραματικό μας ταξίδευε στο Χελμό της Πελοποννήσου που μόνο με το σχολικό χάρτη μπορούσαμε να φτάσουμε.

Εκεί όμως που τα μάτια μας διαστέλλονταν ήταν στις ιστορίες του πολέμου. Ποιου πολέμου; ποιου άλλου; μα του Μικρασιατικού !

Ο παππούς μας πολέμησε στο Μικρασιατικό πόλεμο. Πόσο μακριά αλήθεια έφτασε ο παππούς μας! σκεφτόμασταν τότε

Και όχι μόνο αυτός. Και τα δυο του αδέλφια, ο Γιάννης, ο μεγάλος του αδελφός και ο δεύτερος ο Αλέξης. Όταν σκοτώθηκε ο Γιάννης, ο Αλέξης επέστρεψε στο χωριό –λόγω φονευθέντος αδελφού-ο παππούς παρέμεινε όμως στο μέτωπο.

Και μιλούσε ο παππούς για τα βάθη της Ασίας. Μας μιλούσε για το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ. Μας έλεγε ο παππούς για την εξοικείωση με το θάνατο. Ο καημένος ο παππούς ομολογούσε στα βλασταράκια του, που τον παρακολουθούσαν μα το στόμα ανοιχτό, την πικρή αλήθεια του πολέμου. Επτά φορές «εφ όπλου λόγχη»! ποιος; ο παππούς ο δικός μας που δεν άντεχε να σφάξει ούτε κότα!

-«Σκοτώναμε γιατί αλλιώς θα μας σκότωναν» μας έλεγε

-«Δίπλα μας πτώματα, τρυπημένα με την ξιφολόγχη! Κοιμηθήκαμε δίπλα σε πτώματα!»

Και κάποια άνοιξη λουλουδιασμένη στην Μικρασιατική γη ο παππούς έβγαλε εξανθήματα στα χέρια. Ο γιατρός ανησύχησε για το στράτευμα και πρότεινε να μπει στην απομόνωση γιατί θα μπορούσε να είναι ανεμοβλογιά. Παρακάλεσε ο παππούς να τον αφήσουν απέξω και υποσχόταν ότι δε θα φύγει. Μα δεν εισακούστηκε και πάνω στο θυμό του ,την ώρα που η Γιαννούλα η νοσοκόμα κλείδωνε την πόρτα της απομόνωση,ς της δάγκωσε το χέρι. Παρατηρούσε για μέρες το χέρι της που δε έλεγε να σβήσει η δαγκωματιά.

Αχ !παππού πως γελούσε το χειλάκι του όταν μιλούσε γι αυτό΄

-Ήμουν νέος ,έλεγε, και είχα γερά δόντια και η Γιαννούλα αφράτο και παχουλό χέρι!

Γλύκαινε τότε τη φωνή του και μας ταξίδευε σε παραδεισένιες αυλές.

Πολιτισμός, παιδιά μου, έλεγε. Ούτε στα όνειρά τους οι Έλληνες δεν έζησαν τέτοιο πλούτο. Τόσα χρόνια μετά και ο παππούς δε μπορούσε να βρει στην ελληνική επικράτεια τέτοια πολιτιστική και οικονομική ευημερία.

-«Γυναίκες όμορφες, περιποιημένες και καθαρές ,σπίτια ανοιχτά και φιλόξενα. Γη ευλογημένη και δουλεμένη από ανθρώπους μερακλήδες, χώματα καρπερά, δέντρα γεμάτα καρπούς .»

Είκοσι χρονών παλικάρι τότε. Τρία χρόνια στον πόλεμο ο παππούς, νέος γεμάτος πάθος για τη ζωή. Ποιος ξέρει τι καρδιοχτύπια ένοιωσε στον μακρινό τόπο!

-«Θα μπορούσα να παντρευτώ εκεί μας είπε κάποτε. Η καρδιά μου άνοιγε σα τριαντάφυλλο μπρος στην ιωνική ομορφιά.»

Και μεις τον ρωτούσαμε τον παππού αν κάποια από τις γυναίκες του χωριού μας έμοιαζε με αυτές τις μικρασιάτικες.

Ο παππούς τότε άφηνε ένα ειρωνικό μειδίαμα.

Αχ βρε παιδιά ,έλεγε….

Φαίνεται τότε να γύριζε εκεί και πάλι. Μύριζε τη θάλασσα και τα λουλούδια των σπιτιών τους, άκουγε τη κελαριστή γλώσσα τους, γευόταν τους καρπούς τους…

Καμιά φορά, την ώρα εκείνη την γλυκιά που μας μιλούσε έμπαινε στο σπίτι η νύφη του η Γιάννενα ,η χαροκαμένη. Ο παππούς τότε σταματούσε απότομα και εμείς καταλαβαίναμε ότι θα συνεχίζαμε μετά την αποχώρησή της.

Η Μικρασία ήταν τότε μπροστά μας «σε όλο της το μεγαλείο». Ψηλή και αδύνατη με βαθουλωμένο πρόσωπο. Μαυροφορεμένη από τα νύχια έως την κορφή, χήρα με τρία μικρά παιδιά που τα μεγάλωσε με τη σύνταξη του «φονευθέντος». Και ο αδελφός ,ο Γιάννης, εκεί να κείτεται στα εύφορα, ευλογημένα χώματα .

Ποιος ξέρει; Μπορεί για αυτό να την αγάπησε τόσο ο παππούς τη Μικρασία, μπορεί για αυτό να ήθελε να παντρευτεί εκεί. Εκεί είχε αφήσει ένα κομμάτι από τη σάρκα του..

Ο παππούς μου ο κοσμοπολίτης, ο παρά λίγο Μικρασιάτης.

Για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης