“Το Τραγούδι της Καλυψώς”, Άγγελος Σικελιανός

Το ευρύχωρο άντρο, γιόμιζεν από τα κυπαρίσσια

Μιαν ήρεμη ευωδίαά-

Κι από των ξέρρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια.

Πνοήν, η θεία βραδυά.

Έτσι, ως μπροστά της έπλεξε, μια κι’άλλην πλεξούδα,

Γιομάτη και χρυσή,

Αργά, το ηλιοβασίλεμμα, η Νύφη, ορτή, τραγουδά

Και βόγγαε το νησί.

Και καθώς πλέρια στα πυκνά του δάσου, αχτίδα νάμπει

Στο διάνεμα πουλιού-

Κι’απ’την ισκιά ζερβόδεξα, στων μούσκλων τα βελούδα,

Αν την ακουμπά ο κρουνός,

Άγνωμη ανάβρα ολόγυρά σαλεύει η πεταλούδα

Και κόσμος εαρινός

Μ’ανεβρυτό περνάει φτερό κιι ανεβοκατεβαίνει

Στη φλόγινη αστραπή

Χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη

Διαβατική σιωπή-

 

Επιλογή: Μαρία Μωυτσίδου