Το ευρύχωρο άντρο, γιόμιζεν από τα κυπαρίσσια
Μιαν ήρεμη ευωδίαά-
Κι από των ξέρρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια.
Πνοήν, η θεία βραδυά.
Έτσι, ως μπροστά της έπλεξε, μια κι’άλλην πλεξούδα,
Γιομάτη και χρυσή,
Αργά, το ηλιοβασίλεμμα, η Νύφη, ορτή, τραγουδά
Και βόγγαε το νησί.
Και καθώς πλέρια στα πυκνά του δάσου, αχτίδα νάμπει
Στο διάνεμα πουλιού-
Κι’απ’την ισκιά ζερβόδεξα, στων μούσκλων τα βελούδα,
Αν την ακουμπά ο κρουνός,
Άγνωμη ανάβρα ολόγυρά σαλεύει η πεταλούδα
Και κόσμος εαρινός
Μ’ανεβρυτό περνάει φτερό κιι ανεβοκατεβαίνει
Στη φλόγινη αστραπή
Χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη
Διαβατική σιωπή-
Επιλογή: Μαρία Μωυτσίδου