Είναι σαν, για έναν άνθρωπο δαρμένο απ’ τον άνεμο,
τυφλωμένο απ’ το χιόνι ‒ολόγυρα μαστίζει
κόλαση πολική την πόλη‒
ν’ αφήνει ο τοίχος μια πόρτα ανοιχτή.
Μπαίνει. Ξαναβρίσκει ζωντανή καλοσύνη,
γλυκύτητα σε μια γωνιά ζεστή∙ ένα όνομα,
ξεχασμένο, δίνει ένα φιλί
σε πρόσωπα χαρωπά που δεν έβλεπε πια,
παρά μόνο μες στη σκιά, σε όνειρα απειλητικά.
Γυρνά
πίσω στο δρόμο∙ ακόμα κι ο δρόμος είν’ άλλος.
Ο ωραίος ο καιρός ξανάρθε∙ τους πάγους
σπάνε πρόθυμα χέρια, το γαλανό επιστρέφει
στον ουρανό και στην καρδιά του. Και σκέφτεται
πως κάθε κακό ακραίο κάτι καλό προμηνά.
Επιλογή: Αθηνά Παπανικολάου