“Ποίηση”, Ουμπέρτο Σάμπα (μτφρ. Θεοδόσης Κοντάκης)

Είναι σαν, για έναν άνθρωπο δαρμένο απ’ τον άνεμο,

τυφλωμένο απ’ το χιόνι ‒ολόγυρα μαστίζει

κόλαση πολική την πόλη‒

ν’ αφήνει ο τοίχος μια πόρτα ανοιχτή.

 

Μπαίνει. Ξαναβρίσκει ζωντανή καλοσύνη,

γλυκύτητα σε μια γωνιά ζεστή∙ ένα όνομα,

ξεχασμένο, δίνει ένα φιλί

σε πρόσωπα χαρωπά που δεν έβλεπε πια,

παρά μόνο μες στη σκιά, σε όνειρα απειλητικά.

Γυρνά

πίσω στο δρόμο∙ ακόμα κι ο δρόμος είν’ άλλος.

Ο ωραίος ο καιρός ξανάρθε∙ τους πάγους

σπάνε πρόθυμα χέρια, το γαλανό επιστρέφει

στον ουρανό και στην καρδιά του. Και σκέφτεται

 

πως κάθε κακό ακραίο κάτι καλό προμηνά.

 

Επιλογή: Αθηνά Παπανικολάου