Στον κεντρικό (ιστορίες κορονoϊού)

Τρέξιμο στον κεντρικό[2699]

Πήρα την απόφαση να τρέχω στον κεντρικό, στην αγορά.

Τα σκυλιά έχουν σαλέψει απ’ την κατάσταση τον τελευταίο καιρό,

και δεν μπορώ σε καμία απ’ τις συνηθισμένες μας διαδρομές να τρέξω.

Μάλλον δεν τα ταίζουν,

αλλά είναι και που δεν κυκλοφορεί ψυχή οπότε

αυτό τα μπουρδουκλώνει και τ’ αγριεύει.

Προχτές στον πλατανότοπο

άφησα το φούτερ που φοράω στην επιστροφή,

στο κλαδί ψηλά,

εκεί δηλαδή που το αφήνω πάντα,

και για πρώτη φορά μετά από εικοσιπέντε χρόνια

το βρήκα καταξεσκισμένο και μ’ αφρούς πάνω.

Αγριεύτηκα κι εγώ.

Πήρα την καλή μου βίτσα,

την έβαψα άσπρη στην άκρη και την σέρνω από πίσω.

Παράτησα το ματσούκι που είχα διαλέξει αρχικά,

γιατί το διαδίκτυο λέει

μην σηκώσετε ποτέ να χτυπήσετε σκυλί,

κι ούτε να μιλάτε δυνατά, ανεβαίνει η έντασή του.

Μείνετε, λέει, απλά ήρεμοι και αν γίνεται ακίνητοι.

Τώρα, πώς ταιριάζει αυτό με το ότι,

στα χωριά τα παίρνουν με τις πέτρες και τις φωνές

για να μην φοβούνται οι τουρίστες,

μην με ρωτάς δεν  ξέρω.

Και νά ’μαι πάνω-κάτω, πλατεία-μητρόπολη,

μέχρι να περάσω τα γνωστά πενήντα λεπτά.

Είναι τελικά πέντε πήγαιν’ έλα,

τις δύο τελευταίες με βαράκια στα χέρια.

Προσωπικά δεν μ’ αρέσουν οι επαναλήψεις,

προτιμώ την μία κυκλική διαδρομή,

αλλά όλοι πρέπει να προσαρμοζόμαστε στις εκάστοτε συνθήκες.

Κανείς δεν κυκλοφορεί στις τρεις το μεσημέρι,

είναι η πιο βολική ώρα.

Ησυχία, ανοιξιάτικος καιρός, μυρωδιές από μαγειρέματα.

Μούρλια.

Ο μόνος που κυκλοφορεί άσκοπα σαν εμένα τέτοιαν ώρα

είναι ο Τόλης βόλτα με το σκυλί του.

Την Ελένη την συναντάω κάθε μεσημέρι να γυρίζει απ’ την δουλειά.

Ο Οδυσσέας με την κυρά Αθηνούλα στο μπαλκόνι τους.

Χαμόγελα.

Προχτές οι τροχιές μας θα συναντιόντουσαν με έναν άγνωστο.

Προηγήθηκαν διαγώνια βλέμματα.

Συνέχισα την πορεία μου

και εξέπληξα τον εαυτό μου,

που δεν παραχώρησα προτεραιότητα.

Όλα αλλάζουν, όλοι προσαρμόζονται.

Ο χασάπης που συμμαζεύει τέτοιαν ώρα για να κλείσει,

πάντα με χαιρετάει φιλικά.

Τον θυμάμαι από το σχολείο,

πρέπει να ‘ναι λίγο μικρότερος από σένα, γύρω στα εξήντα.

Την τρίτη τέταρτη φορά μου λέει,

γειά σου ρε παλικάρι, έτσι είναι τα νιάτα.

Πήρα τα πάνω μου.

Τις περισσότερες φορές τα αντίστοιχα σχόλια είναι ειρωνικά,

έτσι όπως πάμε ελάχιστα πιο γρήγορα από το απλό βάδισμα,

αλλά αυτήν την φορά όχι.

Γιατί την ειρωνεία δεν την λένε τα λόγια,

την δείχνουν τα μάτια.

Και να ήταν όμως,

εγώ πάλι θα έπαιρνα τα πάνω μου,

απ’ την καλή διάθεση όπου βρίσκομαι.

Καλή και η γιόγκα,

αλλά σαν το τρέξιμο δεν υπάρχει άλλο.

Δεν είναι μόνον που τα ξεμπουκώνει όλα τα μέσα σου,

και μετά νοιώθεις πιο φρέσκος και ξεκούραστος.

Είναι πιο πολύ που, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια,

σκέφτεσαι πιο καθαρά.

Να, καλή ώρα σήμερα, την ώρα που έτρεχα,

σαν από μονάχη της εμφανίστηκε στο μυαλό μου

μια ξεκάθαρη διατύπωση:

το καλύτερο που έχεις να κάνεις για την πάρτη σου,

είναι να σταματήσεις να σκέφτεσαι μόνον την πάρτη σου.

Εφάμιλλη των ωραιοτέρων,

παρ’ ότι ολίγον ξινή,

δεν συμφωνείς;