O AMEΡIKANOΣ

ΕΞΩΦΥΛΛΟ

Περίληψη

«Ο Αμερικάνος» είναι ένα από τα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στο βιβλίο του:

«Τα Χριστουγεννιάτικα, τα Πρωτοχρονιάτικα και των Φώτων»

Είναι ένα όμορφο και συγκινητικό διήγημα εποχής. Βρισκόμαστε γύρω στα 1870. Σε ένα καφενείο, όπου παλαιότερα, ήταν και παντοπωλείο, υπήρχε πολλή φασαρία και κίνηση. Πολλοί άνθρωποι έκαναν τα τελευταία ψώνια τους για την επόμενη μέρα που ήταν Χριστούγεννα! Αλλά υπήρχε και μία παρέα καπετάνιοι που για τις γιορτές δεν ταξίδευαν, για να γιορτάσουν με τις οικογένειές τους. Ένας από τους καπετάνιους περιέγραφε στους υπόλοιπους έναν Αμερικάνο επιβάτη, ο οποίος μπήκε και κείνος μέσα εκείνη τη στιγμή. Δεν μπορούσε να μιλήσει καλά ελληνικά και δεν θέλησε να καθίσει μαζί τους, για αυτό μετά από λίγο έφυγε. Έκανε βόλτα στο χωριό και σταμάτησε σε ένα μικρό σκοτεινό σπίτι, και πιο κει σε κάποια χαλάσματα. Εκεί έμεινε λίγο και φάνηκε να τον συγκινεί το μέρος αυτό. Είδε και άκουσε παιδιά να λένε τα κάλαντα. Όταν τα συνάντησε, τα ρώτησε ποια ήταν η γριούλα που αρνήθηκε να της πουν τα κάλαντα και κάποια ακόμα. Δεν πήρε όλες τις απαντήσεις που ήθελε. Αφού περιπλανήθηκε αρκετά, κατέληξε στο αρχικό καφενείο. Εκεί υπήρχε μία παρέα, όπου κάποιος, μιλούσε για έναν συγχωριανό τους, ο οποίος έλειπε 20 χρόνια. Δεν είχε έρθει καθόλου από τότε και πριν φύγει ήταν αρραβωνιασμένος με μία όμορφη και άξια κοπέλα του χωριού. Όταν ο ομιλητής συνέχισε λέγοντας ότι η συγκεκριμένη γυναίκα πια δεν έχει παντρευτεί, ακόμη και αν την είχαν ζητήσει αρκετοί σε γάμο, ο Αμερικάνος, που βρισκόταν κοντά τους, παραδέχτηκε ότι ήταν αυτός για τον οποίο συζητούσαν. Δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του, που η κοπέλα που αγαπούσε και που άφησε τότε που έφυγε στο εξωτερικό, τον περίμενε και δεν είχε παντρευτεί. Επομένως τώρα που γύρισε και ήταν πλέον πλούσιος, θα μπορούσαν να παντρευτούν και να ζήσουν ευτυχισμένοι. Έτσι και έγινε, τρείς μέρες μετά τα Χριστούγεννα. Την Παραμονή Πρωτοχρονιάς, η γριούλα, που ήταν μητέρα της νύφης, αυτή τη φορά όχι μόνο δεν αρνήθηκε, αλλά φώναξε η ίδια τα παιδιά να της πουν τα κάλαντα.

Το κείμενο παρακάτω είναι ένα απόσπασμα του πρωτότυπου διηγήματος:

Απόσπασμα

«Ἐπανελθὼν πάλιν χαμηλότερον, ἐστάθη εἰς τὸ μέσον τοῦ δρομίσκου, οὐ μακρὰν τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν πρὶν ἐφαίνετο ὅτι ἐκοίταζεν. Ἐστάθη, καὶ ἀφοῦ ἔρριψε βλέμμα ὁλόγυρα, ἵνα ἴδῃ μή τις τὸν παρηκολούθει, ἔτεινε τὸ οὖς. Τί ἤκουεν ἆρά γε; Ἴσως ἤκουε τὰ διασταυρούμενα καὶ φεύγοντα κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ὡς λάλημα χειμερινῶν στρουθίων, ᾄσματα τῶν παίδων τῆς γειτονιᾶς, οἵτινες ἐπισκεπτόμενοι τὰς οἰκίας, ἔψαλλον τὰ Χριστούγεννα. Ἐδῶ μὲν ἠκούοντο οἱ στίχοι:

Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
ἐβγᾶτ᾽, ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται ἐκεῖ δὲ ἀντήχει: Κυρά μ᾽, τὴ θυγατέρα σου, κυρά μ᾽, τὴν ἀκριβή σου καὶ ἀλλαχοῦ:

Ν᾽ ἀσπρίσῃς σὰν τὸν Ἔλυμπο, σὰν τ᾽ ἄσπρο περιστέρι φωναὶ ἀθῷαι, ἄχροοι, χαρωπαί, φωναὶ παιδικῆς χαρᾶς καὶ εὐθυμίας.

Αἴφνης ὁ ξένος ἠναγκάσθη νὰ παραμερίσῃ, διότι ζεῦγος παιδίων, ὧν τὸ ἓν ἐκράτει καὶ φανάριον, ἀρτίως καταβάντα ἀπὸ μίαν κλίμακα, ἤρχοντο πρὸς τὰ ἐδῶ. Ἐπέστρεψε βήματά τινα ὀπίσω, πρὸς τὸ μέρος ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει. Τὰ παιδία ἦλθαν πλησίον, καὶ οὐδὲ τὸν παρετήρησαν κἄν. Ἀνέβησαν τὴν κλίμακα ἐκείνης ἀκριβῶς τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν εἶχε κοιτάξει διὰ μακρῶν ὁ ξένος. Τοῦτο ἰδὼν ἔκαμε κίνημα, κ᾽ ἐστράφη ὀπίσω πάλιν, μετὰ ζωηροῦ ἐνδιαφέροντος. Ἐστάθη κ᾽ ἔτεινε τὸ οὖς.
Τὰ παιδία ἔκρουσαν τὴν θύραν.

― Νὰ ᾽ρθοῦμε νὰ τραγουδήσουμε, θειά;

Μετὰ μίαν στιγμὴν ἠκούσθη ἔνδοθεν βῆμα, ἠνοίχθη ἡ θύρα, καὶ γραῖά τις μὲ μαύρην μανδήλαν προκύψασα, εἶπε μὲ θλιβερὰν φωνήν:

―Ὄχι, παιδάκια μ᾽, τί νὰ τραγ᾽δῆστε ἀπὸ μᾶς; Ἔχουμε μεῖς κανένα; Καλὴ χρονίτσα νά ᾽χετε, κὶ σύρτε ἀλλοῦ νὰ τραγ᾽δῆστε.

Τοὺς ἔβαλε μίαν πενταρίτσαν εἰς τὴν χεῖρα, καὶ τὰ παιδία ἔφυγαν εὐχαριστημένα, διότι, χωρὶς ἄλλον κόπον, εἰμὴ τὴν ἀνάβασιν καὶ κατάβασιν τῆς κλίμακος, ἐκέρδισαν μίαν πεντάραν. Ὁ ξένος, ἀόρατος ἀπό τινος γωνίας, εἶδε τὴν ἐρρυτιδωμένην ἐκείνην μορφήν, καὶ ἤκουσε τὴν πικραμένην φωνὴν ἐκείνην. Περίεργον δὲ ὅτι ἀφῆκε στεναγμὸν ἀνακουφίσεως, ἐφάνη ὡς νὰ ἐχάρη. Τοῦ ἦλθε τότε μία ἰδέα, τὴν ὁποίαν, χωρὶς νὰ συλλογισθῇ πολύ, ἔβαλεν εἰς ἐνέργειαν. Ἀφοῦ ἐκλείσθη ἡ θύρα καὶ ἡ γραῖα ἔγινεν ἄφαντος, τὰ παιδία κατέβησαν τὴν κλίμακα ἀνταλλάσσοντα λέξεις τινάς.

― Τώρα ἔχουμε, βρὲ Γληόρ᾽, μιὰ κὶ ἑξηνταπέντε.

― Κι ἀπὸ πόσα κάνει νὰ πάρουμε; εἶπεν ὁ ἄλλος, ὅστις ἦτο κάσσα. Ἀπὸ ὀγδόντα λεπτά.

― Δὲ θὲ-μοιραστοῦμε κὶ τ᾽ν πεντάρα αὐτ᾽νῆς τς γριᾶς;

― Ναί, θὲ-τ᾽νὲ-μοιραστοῦμε, βρὲ Θανάσ᾽· ὀγδόντα οὑ ἕνας κι ὀγδόντα οὑ ἄλλους.

― Τ᾽νὲ-παίρνουμε, βρὲ Γληόρ᾽, καρύδια, κὶ τὰ μοιραζόμαστε.

― Κὶ σὰ μᾶς δώσ᾽νε πέντε καρύδια, ἀπὸ πόσα θὲ-πάρουμε;

Αἴφνης ὁ ξένος ἐπαρουσιάσθη ἐνώπιον τῶν παιδίων, προτείνων τὴν χεῖρα καὶ δεικνύων αὐτοῖς ἓν τάλληρον. Τὰ παιδία, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν ἰδεῖ ἄλλοτε ἄνθρωπον ξυραφισμένον γένεια-μουστάκια, ἐξαφνίσθησαν, καὶ τὸ ἕν, τὸ κρατοῦν τὸν φανόν, ἀφῆκε μικρὰν κραυγήν, ἐνῷ τὸ ἄλλο, τοῦ ὁποίου ἡ τσέπη ἐβρόντα, ἐτρέπετο εἰς φυγήν. Τότε ὁ Θανάσης, ὑποπτεύσας ὅτι, ἂν ἔφευγεν ὁ Γληόρης, ἴσως τὴν ἐπαύριον θὰ ἐκρύπτετο καὶ δὲν θὰ τοῦ ἔδιδε λογαριασμόν, ἀφῆκε τὸ φανάρι κατὰ γῆς, καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ τρέξῃ, νὰ κυνηγήσῃ τὸν φεύγοντα. Μεθ᾽ ἑτοιμότητος τότε ὁ Ἀμερικάνος ἐπρόφθασε νὰ δείξῃ εἰς τὸ φῶς τοῦ φαναρίου τὸ τάλληρον, τὸ ὁποῖον εἶχεν εἰς τὴν χεῖρα, καὶ νὰ εἴπῃ:

― Στάσου· πάρε αὐτὸ ντόλλαρ.

Διχαζόμενον μεταξὺ δύο φόβων καὶ δύο ἐπιθυμιῶν, τὸ παιδίον ἐστάθη ἀποροῦν τί νὰ κάμῃ, καὶ τὰ μὲν γόνατά του ἔτρεμαν, ἡ δὲ ὄψις του ἐφαίνετο κάπως φοβισμένη.

― Δυὸ λόγια νὰ μοῦ εἰπῇς θέλω, εἶπεν 〈ὁ〉 ξένος· αὐτὸ σπίτι, ἐπήγατε ἀπάνου, ποιὸς ζῇ;

Τὸ παιδίον δὲν ἐνόησε καλῶς.

― Τί λές, μπάρμπα; εἶπεν ἀρχίσαν νὰ λαμβάνῃ θάρρος.

Ὁ ξένος ἔβαλεν εἰς τὴν χεῖρά του τὸ τάλληρον, κ᾽ ἐπροσπάθησε νὰ ἐξηγηθῇ εὐκρινέστερα.

―Ἐπήγατε τώρα ἀπάνω σπίτι· ἡ γριὰ στὴν πόρτα ἦρθε, ποιὸς ἄλλος μαζί της ζῇ αὐτὸ σπίτι;

Ὁ παῖς ἐδυσκολεύετο νὰ ἐννοήσῃ. Ἐν τούτοις, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ τάλληρον, πᾶς φόβος ἔπαυσε παρ᾽ αὐτῷ.

―Ἐδῶ ἀπάνου, εἶπεν, εἶναι ἡ θεια-Κυρατσού· μᾶς ἔδωκε κὶ μιὰ πεντάρα. Εἶναι κι ἄλλη μιά, δὲ ξέρου τί τ᾽ν ἔχει.

― Θυγατέρα της ἀπάνου μαζί της εἶναι;

― Θυγατέρα της πρέπει νά ᾽ναι, ναί.

― Εἶναι παντρεμένη θυγατέρα της;

― Δὲ ξέρου ἂν εἶναι παντρεμένη· μὰ δὲ φαίνεται νά ᾽χῃ ἄνδρα.

― Καὶ πόσα χρόνια εἶναι θυγατέρα της;

― Δὲ ξέρου πόσα χρόνια εἶναι· μὰ πρέπει νά ᾽ναι καθὼς γεννήθηκε ὣς τώρα.

Καὶ ὁ παῖς, ἀναλαβὼν τὸν φανόν του, ἔφυγε τρέχων, σφίγγων εἰς τὴν παλάμην του τὸ τάλληρον, μὴ ἐμπιστευόμενος νὰ τὸ βάλῃ εἰς τὴν τσέπην· ἔτρεχε δὲ νὰ εὕρῃ τὸν Γληόρην, νὰ τοῦ ζητήσῃ τὸ μερίδιόν του. Ὁ ξένος δὲν ἐδοκίμασε νὰ τὸν ἐμποδίσῃ.»

Μαρία Νικολαΐδου για την εφημερίδα «Το Απροειδοποίητο»