Ιούνιος

iounios2

Αλωνάρη με τ΄αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια.

Από τ΄ Αη-Λιος ο καιρός  ο καιρός γυρίζει αλλιώς.

Γαμπρός αλωναριάτικος κακό χειμώνα βγάνει.

Έτσι το΄χει το λινάρι να ανθεί τον Αλωνάρη.

alonisma1

Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τ΄αμύγδαλα όλο τον Αλωνάρη.

Θεριστής με το δρεπάνι, τον καιρό του δεν τον χάνει.

Ιούνης τρέφει κεράσια στ΄ αμπέλι και ψάλτη το τζίτζικα στέλλει.

Κάλλιο λόγια στο χωράφι παρά ντρόβαλα (φασαρίες) στ΄ αλώνι.

Καλώς τόνε το θεριστή όπου μας εγλιτώνει και με τα στάρια τα πολλά το σπίτι μας φορτώνει.

Κότα κατά το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.

αρχείο λήψης

Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη.

Μικρό μικρό τ΄αλώνι και να΄ναι μοναχικό μου.

Ο Αη-Λιας κόβει σταφύλια και η Αγία Μαρία σύκα.

Όρνιθα τον Γενάρη, κέφαλος τον Αλωνάρη.

Στο κακορίζικο χωριό τον Αλωνάρη βρέχει.

Τ΄Αλωνάρη τα κάματα (δυνατή ζέστη), τ΄Αυγούστου τα λιοβοριά (ζεστός δυνατός ανατολικός άνεμος).

Της Αγιά Μαρίνας ρώγα και του Αη-Λιός σταφύλι.

Τον Αλωνάρη δούλευε καλό χειμώνα να΄ χεις.

therismos5

Τον Αλωνάρη έβρεχε στον ποτισμένο τόπο.

Χιόνισε μέσα στο Γενάρη να και οι χαρές του Αλωνάρη.

Από την αρχή του θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή.

Από το θέρος ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.

Θέρος, τρύγος, πόλεμος…και στο αλώνισμα χαρές!

Θέρος, τρύγος, πόλεμος, αποσταμό δεν έχουν.

Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρότανε.

Μάρτης έβρεχε, θεριστής τραγούδαγε.

Μη σε γελάσει ο βάτραχος και το χελιδονάκι, αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας δεν ειν΄ καλοκαιράκι.

Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη (Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα.

Το τραγούδι του θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή.

Τον Ιούνιο αφήνουν το δρεπάνι και σπέρνουν το ρεπάνι.

Δήμητρα, Ευαγγελία, Αρετή, Δ2

 

Είχαν αρχίσει οι ζέστες -Ιούνιος μήνας-

άλλαζες κάθε τόσο θέση στο κρεβάτι

ζητώντας το δροσερό μέρος στα σεντόνια,

μη βρίσκοντας δροσιά. Κι αυτή η ταυτόχρονη

καταδίκη και αθώωση. Φωνάζανε οι γρύλοι.

 

Οι φρουροί αποκοιμήθηκαν πάνου στα όπλα τους.

Το φεγγάρι στάθηκε να τους κοιτάζει.

Ένα πουλί ξύπνησε.

Το ποτάμι κυλούσε.

 

Τότε ακριβώς, ο πιο μεγάλος έκανε μια κίνηση,

σαν΄άπλωνε τον ουρανό πάνου στα γόνατά του

κι άρχισε να ράβει τ΄αστέρια στη θέση τους

όπως ράβει ο φυλακισμένος τα κουμπιά στο σακάκι του.

(Γ. Ρίτσος,ποιήματα, Προσχέδια,τ. 30ς, Κέδρος)

Αρετή, Ευαγγελία,Δ2

 

Σχολιάστε

Top