Ένα γεμάτο – άδειο λεωφορείο

Ο Κώστας Μόντης ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Κύπριους ποιητές, του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1914, στην Αμμόχωστο, γιος του Θεόδουλου Μόντη και της Καλομοίρας Μπατίστα. Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών  στα 18 του χρόνια. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1937 και βοήθησε στον Απελευθερωτικό Αγώνα της Κύπρου, ως πολιτικός καθοδηγητής για τα μέλη της ΕΟΚΑ από το 1955 έως το 1959. Επίσης, ήταν μυθιστοριογράφος κι έγραφε θεατρικά έργα. Παρ’ όλα αυτά, τα ποιήματά του είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένα και μεταφρασμένα σε αρκετές γλώσσες, όπως τα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Ιταλικά, τα Ολλανδικά και τα Σουηδικά. Μερικά από τα πιο διάσημα ποιήματά του είναι: οι «Αναποδιές», η « Έξωση», η «Διάλεξη στη Λευκωσία»,«Οι Γραμμές και τα Μάτια». Όμως, ένα αγαπημένο και  – κατά τη γνώμη μου – αρκετά υποεκτιμημένο ποίημα είναι το «Λευκωσιάτικο Λεωφορείο».

Το συγκεκριμένο ποίημα, μας αφήνει μία μονότονη και μελαγχολική αίσθηση. Ο Μόντης επιτυγχάνει να δημιουργήσει ένα πλήθος εικόνων από κουρασμένα και νωχελικά άτομα που σωριάζονται στα καθίσματα ενός αστικού λεωφορείου στο τέλος μίας εξοντωτικής ημέρας, τα οποία δούλευαν και θα δουλεύουν για ένα ανεπαρκές μεροκάματο. Μας αφήνει με ένα συναίσθημα ανίας και θλίψης, καθώς αποτυπώνει με ακρίβεια την ανηθικότητα και την σκληρότητα της καθημερινότητας, εντός μίας πολυάσχολης μεγαλούπολης. Ο ποιητής, καυτηριάζει με ξεκάθαρο τρόπο τις αυτοτελείς και άδειες συνομιλίες με τους άλλους ανθρώπους σε έναν δημόσιο χώρο, όπως ένα βραδινό λεωφορείο. Μας μιλάει για την επιφανειακή και σύντομη «σύνδεση» που νιώθουν οι πολίτες, με αφορμή αυτές τις άσκοπες συζητήσεις, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά προσπάθειες να δείξουν κατανόηση ο ένας στον άλλον για τις κοινές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Επιπλέον, τονίζει το χάος που επικρατεί στον χώρο («πολυάσχολες, βασανισμένες μας γυναίκες και τον εκνευριστικό θόρυβο των παιδιών»), σε αντίθεση με την αδιαφορία που είμαστε συνηθισμένοι να δείχνουμε σε αντίστοιχες καταστάσεις, λόγω του κοινωνικού υπόβαθρου. Εν κατακλείδι, οι τελευταίες φράσεις του ποιήματος, συμβολίζουν το απότομο και απόλυτο τέλος, το οποίο οι απλοί άνθρωποι έχουν ανάγκη να δώσουν στην «σχέση» που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους. Με αυτόν τον τρόπο τούς δίνεται η δυνατότητα να ξεχαστούν από το γεγονός πως ολόκληρη η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από το συμφέρον και το κέρδος.

 

Κώστα Μόντη, Λευκωσιάτικο Λεωφορείο

Αυτό το βραδινό λεωφορείο των εφτά,

που μας προσμένει να μας πάει

έπειτα από τον κάματο της μέρας

στα σπίτια μας,

με τις πολυάσχολες, βασανισμένες μας γυναίκες

και τον εκνευριστικό θόρυβο των παιδιών.

Είμαστε τόσο κουρασμένοι

και πέφτουμε τόσο βαριά στα καθίσματα

και κάνουμε στο ημίφωτο

αργές, βαριεστημένες, άψυχες κουβέντες.

Όπως θα θυμάσαι,

αυτό το λεωφορείο μάς είχε συνδέσει

κι ακόμα και τώρα αυτό μας συνδέει.

Ο σύνδεσμος αρχίζει μονάχα όταν μπούμε,

κι όταν βγούμε σύνδεσμος δεν υπάρχει πια.

Θα πεις τι σύνδεσμος οι δυο κουβέντες,

«πώς πήγε η μέρα σήμερα»,

«νωρίς μας άρχισαν οι ζέστες».

Κι όμως νομίζω υπάρχει.

Όταν ένα κι άλλο κι άλλο βράδυ

δε συναντηθούμε στο λεωφορείο

θα το καταλάβουμε αυτό ή εσύ ή εγώ.

Η στάση μου παρακάτω. Καληνύχτα.

 

Σεμέλη Πισιμίση

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης